Τokakis ή What’s my name». Αυτή η γενναία, αυτοσαρκαστική μικρού μήκους ταινία που φέρει το όνομα του δημιουργού της, του Θάνου Τοκάκη, απέσπασε δυο βραβεία σεναρίου στο Φεστιβάλ της Δράμας και στις Νύχτες Πρεμιέρας. Η κριτική επιτροπή τη χαρακτήρισε «θαρραλέο και ριψοκίνδυνο εγχείρημα αυτομυθοπλασίας που δεν αναζητά την αλήθεια του εαυτού αλλά φωτίζει την κατασκευή του».
Όχι άδικα, αφού ο δημιουργός της γράφει για το alter ego του, τον χαρακτήρα μέσα από τον οποίο έγινε αναγνωρίσιμος στο κοινό, τον Αχιλλέα της πολύ επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς «50-50». Στην ταινία του ο ήρωάς του, ο εαυτός του, έχοντας κάνει μια μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία στο παρελθόν, ξεκινά μια περιοδεία stand up comedy στην επαρχία προκειμένου να αποδείξει σε όλους πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι.
Στο ταξίδι του έρχεται αντιμέτωπος με το κοινό, που δεν είναι σε θέση να ξεχάσει την τηλεοπτική του ερμηνεία, αλλά κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό, που τον σπρώχνει στα όρια για να φτάσει στην επιτυχία.
— Έχει περάσει καιρός από τότε που έγινε το «50-50», Θάνο. Είναι ένα θέμα να κουβαλά κάποιος τον ήρωα που υποδύθηκε κάποτε, ειδικά σήμερα που τα πράγματα τρέχουν πολύ γρήγορα.
Τα πράγματα τρέχουν, είναι εφήμερα και έχουν αλλάξει. Μοιάζουμε σαν γέροι όταν κάνουμε τέτοιες διαπιστώσεις. Αυτό αποτυπώνεται και μέσα μας, η μεταστροφή. Πώς το εννοώ: όταν βγήκα στη δουλειά, το 2005, αν είχες κλείσει μια δουλειά δεν υπήρχε περίπτωση να φύγεις από αυτή, παρά μόνο αν υπήρχε ένας πολύ σοβαρός λόγος. Υπήρχε ένας κώδικας, ας τον πούμε «ηθικής», που είναι λέξη πολύ παρεξηγημένη.
Πιστεύω στην ηθική και την ηθικότητα ως κώδικα για να μπορούμε να συνεννοούμαστε και να συνυπάρχουμε σε έναν χώρο. Αυτό δεν υπάρχει πια. Δεν νομίζω να αφορά την επόμενη γενιά και δεν κρίνω αν είναι καλό ή κακό, αλλά δεν μπορώ και να το ακολουθήσω.
— Εσείς βέβαια βγήκατε στο θέατρο σε μια πολύ διαφορετική εποχή.
Ίσα που κάναμε το χεράκι μας έτσι και πιάσαμε μερικά σταφύλια. Μετά μας τράβηξαν την καρέκλα.
Το «ξεχωριστός» είναι μια λέξη πολύ σημαντική στην ταινία, το να είμαστε ξεχωριστοί είναι κάτι που ξεκινάει από την οικογένεια και το σχολείο. Και συνεχίζεται εσαεί. Γι' αυτό έχει ανάγκη ο άνθρωπος να βγάλει μια φωτογραφία σε μια παραλία, δεν αισθάνεται την ανάγκη να το ζήσει πραγματικά, όσο να το δείξει. Δεν έχει ανάγκη να γνωριστεί, να εμβαθύνει, να κάνει σεξ με τον άλλο τελικά, αλλά να έχει χιλιάδες «φίλους» στα σόσιαλ.
— Νομίζω οι νεότεροι είναι πιο αποκαρδιωμένοι. Ίσως και πιο σωστοί, εννοώ δεν ανέχονται συμπεριφορές που ήταν απαράδεκτες μεν, αποδεκτές ως φυσιολογικές δε.
Θα σου πω ποια είναι η δική μου άποψη. Παλιά λέγανε «ο ηθοποιός πεθαίνει πάνω στη σκηνή». Και άρρωστος να είσαι, πρέπει να ανέβεις στη σκηνή και να παίξεις. Η νεότερη γενιά δεν θα το κάνει αυτό, και καλώς, γιατί ένας άνθρωπος αν είναι άρρωστος δεν πρέπει να παίξει, κι ας μη γίνει παράσταση, δεν έγινε και τίποτα. Υπάρχει όμως και ένα μικρό κομμάτι μαγείας που αφορά τη δική σου επιλογή να παίξεις ακόμα κι αν είσαι άρρωστος, επειδή έχεις κοπιάσει. Αυτό έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό μας.
— Μιλάς για την απομάγευση του θεάτρου;
Κατά κάποιον τρόπο, γιατί όλη αυτή η κοινωνική κατάσταση και όσα συμβαίνουν γύρω μας οδηγήσαν σε έναν ορθολογισμό. Εκεί κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις, το ζήτημα είναι να ξέρεις το όριό σου και να χρησιμοποιήσεις τη μαγεία που μπορεί να σου δώσει η τέχνη.
Πιστεύω ότι οι ηθοποιοί και οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη έχουν ελάχιστες στιγμές στην καριέρα τους και στη θεατρική τους ζωή στις οποίες μπορούν να ζήσουν αυτήν τη μαγεία. Αυτές οι στιγμές δεν συγκρίνονται με τίποτα άλλο, γι' αυτές τις στιγμές ζούμε, γι' αυτές τις μικρές τελείες.
— Αυτές οι τελείες, η ένωσή τους, τελικά ήταν αυτές που σε έκαναν ηθοποιό;
Νομίζω αυτό αλλάζει κατά καιρούς. Προφανώς υπήρχε ένα ένστικτο μέσα μου και –τώρα το συνειδητοποιώ– μια βαθύτερη ανάγκη να «φανώ». Επειδή είχα την αίσθηση ότι δεν ήμουν από αυτούς που πήγαιναν μπροστά ούτε από αυτούς που πήγαιναν πίσω, ήμουνα στη μεσαία ζώνη, εκεί ανήκα. Μάλλον ήθελα κάποια στιγμή να εκφράσω αυτό που δεν μπορούσα να κάνω στην αληθινή ζωή, είναι τετριμμένο αυτό που λέω αλλά πολύ αληθινό, ήθελα να υπάρξω μέσα από αυτό τον τρόπο.
— Ήθελες να κάνεις τους μεγάλους ρόλους;
Δεν ήξερα καν τι ήθελα. Φυσικά πάντα ήθελα να παίζω τους μεγάλους ρόλους, και τώρα τους θέλω, αλλά σε κάθε ηλικία για διαφορετικούς λόγους. Στα είκοσι πέντε είχα τη νοοτροπία ότι έτσι θα αποκτήσω αξία, σήμερα για πολύ διαφορετικούς λόγους και πολύ βαθύτερους.
— Βρέθηκες στο «50-50» και έγινες αμέσως γνωστός. Αυτό το ζήτημα επανεξετάζεις και στην ταινία σου, ας πούμε τον εαυτό που κουβαλάς από το παρελθόν.
Για μένα το «50-50» ήταν ένα turning point. Ήμουνα με το ένα πόδι έξω και με το άλλο μέσα. Ήθελα την αναγνωρισιμότητα, από την άλλη ένιωθα ενοχές γιατί ήθελα να είμαι και κουλτουριάρης και δεν ήξερα πού ανήκω, υπήρχε διχασμός.
— Ένιωθες ότι ή η μια ή η άλλη πλευρά δεν σε αποδέχεται;
Πάντα. Υπήρχε η μη αποδοχή μέσα μου. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχολογίας μου η αποδοχή, είναι κάτι βαθιά ψυχολογικό, γι' αυτό και ένα κομμάτι της ταινίας έχει να κάνει με την αποδοχή. Ήθελα να με αγαπάνε όλοι, να είμαι αποδεκτός από όλους και έψαχνα τρόπους να γίνω αποδεκτός στους άλλους.
— Τι συμβαίνει σε αυτήν τη διαδρομή;
Χάνεις την ουσία των πραγμάτων.
— Οπότε, έπρεπε να πάρεις κάποιες αποφάσεις;
Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αυτό με την τηλεόραση δεν μπορώ να το αντέξω ως χαρακτήρας. Δεν μπορούσα τη δημοσιότητα –που δεν είχα κάνει και τίποτα φοβερό, φαντάσου να είχα και μεγαλύτερο γκελ–, δεν μου καθόταν. Επίσης αισθανόμουνα καλύτερα επειδή τότε δούλευα και με τον Θωμά Μοσχόπουλο, ήμουνα στο Αμόρε. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν και φυσικά άλλαξαν εξαιτίας των γεγονότων της ζωής, που είναι απείρως ισχυρότερα.
— Είναι προσωπική η ερώτηση, το χειρίζεσαι όπως θέλεις, εννοείς την απώλεια του αδελφού σου; Αν δεν κάνω λάθος η παρουσία-απουσία είναι πολύ ισχυρή στην ταινία.
Ο Βασίλης έφυγε από καρκίνο στα 44, αυτό τα λέει όλα. Έχεις ενοχές που ζεις και περπατάς, νιώθεις μια βαθιά λύπη που δεν φεύγει ποτέ για όσα πέρασε. Δεν αξίζει να το περνάει ένας άνθρωπος αυτό και δεν μπορώ να το ξεπεράσω.
Μετά από αυτό προσπαθείς να βάλεις τάξη στο χάος, αναθεωρείς τα πάντα στη ζωή. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, ούτε μπορείς να ζεις όπως ζούσες. Πέρα από τον πόνο, δεν γίνεται να έχει φύγει ένας άνθρωπος και εσύ να μην έχεις καταλάβει τίποτα, κάτι πρέπει να μάθεις από αυτό. Αυτό προσπαθώ να δώσω με όσα κάνω, ότι πρέπει να γίνεσαι πιο ουσιαστικός άνθρωπος, να καθαρίζεις και να βλέπεις την ουσία.
— Πριν από αυτό το γεγονός τι ήταν αυτό που σε επηρέαζε πολύ;
Το τι είναι οι άλλοι. Γράφοντας το σενάριο της ταινίας μου έκανα και μια αυτοψυχανάλυση γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να πω, τι ήταν αυτό που με ενοχλούσε.
— Πάμε στην αρχή λοιπόν της ταινίας, είσαι ένας ηθοποιός καλός, με μια καλή καριέρα, κάνεις και τις επιλογές σου και σκάει το πυροτέχνημα του σινεμά.
Δεν υπάρχει νομίζω πυροτέχνημα, υπάρχει μια ιστορία που μια συγκεκριμένη στιγμή περνάει από το κεφάλι σου και λες «εδώ είμαστε». Ξεκίνησα να γράφω σενάρια το 2009, να γράφω ρόλους για να τους παίζω. Ξεκίνησα κάπως για πλάκα, είδα ότι μου αρέσει και σιγά σιγά μπήκα στη διαδικασία. Άρχισα να διαβάζω βιβλία για το σενάριο, να διαβάζω σενάρια, έγραφα, τα άφηνα.
Έχω γράψει πολλά σενάρια, αυτό που λένε «έκανα πολλές ώρες πτήσης», γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρεις κάτι αν δεν βάλεις τον κώλο σου κάτω, αν δεν τρίψεις το παντελόνι στο κάθισμα, στον δικό μου κόσμο τουλάχιστον. Αυτό είναι κάτι που λείπει εντελώς από την εποχή μας όπου τα πράγματα πρέπει να γίνονται γρήγορα.
— Σε γοήτευε πάντα το σινεμά;
Το σινεμά με γοήτευε πιο πολύ από το θέατρο, χωρίς να ξέρω γιατί. Μάλλον γιατί στο σινεμά το παραμύθι είναι πολύ μεγαλύτερο, δεν έχει όριο, μπορείς να φανταστείς τα πάντα και να γίνουν πραγματικότητα. Ζεις μέσα στην κατάσταση αυτή και ως ηθοποιός και είναι κάτι που διευρύνει τους ορίζοντές σου.
Εγώ όμως έγραψα κυρίως για να καταλάβω μερικές ψυχολογικές προεκτάσεις των ανθρώπων, όπως στον «Καουμπόη» του Γιάννη Χαριτίδη που πήγε στη Δράμα το 2017 και πήρε ο Μανώλης Μαυροματάκης βραβείο στις Νύχτες Πρεμιέρας. Θα ήθελα να πω ακόμα μια φορά πόσο σπουδαίο είναι να υπάρχουν φεστιβάλ όπως της Δράμας, πας, επικοινωνείς με ανθρώπους της δουλειάς και γυρνάς γεμάτος έμπνευση, θέλεις να γράψεις, να δημιουργήσεις.
— Όταν έγραφες είχες σταματήσει να δουλεύεις στο θέατρο, σωστά;
Ξεκίνησα να κάνω μια μεγάλου μήκους με έναν σπουδαίο δημιουργό, τον Δημήτρη Εμμανουηλίδη, που θεωρώ μέντορά μου, αν και δεν το παραδέχεται ο ίδιος ποτέ. Γράψαμε μια μεγάλου μήκους που τέλειωσε το 2020. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, όλο αυτό το διάστημα της συνεργασίας με τον Δημήτρη κατάλαβα πώς γράφεις σενάρια. Για να καταφέρω να γράψω τη μεγάλου μήκους είχα κάποιες οικονομίες και είπα «θα σταματήσω το θέατρο». Γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Έναν χρόνο δεν δούλεψα για να γράψω το σενάριο.
Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος, εγώ είχα πρόγραμμα, έγραφα με ωράριο, κανονικά. Είναι ο μόνος τρόπος για να μάθεις κάτι, θέλει τρομερή προσήλωση. Παράλληλα έγραφα τη μικρού μήκους, έκανα δεκατέσσερα draft, μεσολάβησε η ιστορία του αδερφού μου και επαναδιαπραγματεύτηκα το σενάριο για να μπορέσω να εμβαθύνω σε σχέση με αυτό που θέλουμε να αφήσουμε στον κόσμο. Γι' αυτό και ξεκινάει και τελειώνει με το animation στο νεκροτομείο.
— Πάμε στο αγκάθι που λέγεται «παραγωγή μιας μικρού μήκους».
Το να βρεις παραγωγό για μικρού μήκους είναι πολύ δύσκολο, γιατί ο παραγωγός δεν κερδίζει τίποτα, πέρα από την αναγνώριση σε ένα φεστιβάλ. Επίσης υπάρχει η σημερινή κατάσταση με όλα αυτά τα σίριαλ που γυρίζονται και δεν ασχολούνται καθόλου οι εταιρείες παραγωγής. Πέρασα πολύ δύσκολα, πήγα σε όλες τις μεγάλες εταιρείες, δεν ασχολήθηκαν καθόλου, δεν τους ήταν χρήσιμο.
Είχα μια παραγωγό που εξαφανίστηκε μετά από έναν χρόνο, γι' αυτό όπου σταθώ και όπου βρεθώ μιλάω για τον Τάσο Κορωνάκη και τη Μαρίνα Δανέζη, τη Laika Productions. Τους πήρα μια μέρα τηλέφωνο, είναι άνθρωποι που έχουν καεί και βασικά αναγνώρισαν την ανάγκη κάποιου να το κάνει. Μπήκαν με το 100% και αυτό δεν το ξεχνώ.
Για να καταλάβεις, όταν επένδυσαν, στην αρχή, ήμουν σχεδόν καχύποπτος γιατί έτσι έχουμε μάθει να λειτουργούμε. Είχα την τύχη να βρω συνεργείο, δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερους, άνθρωποι που σκίζουν στη δουλειά τους και ήρθαν σχεδόν τζάμπα. Συγκινούμαι γιατί εκεί βρήκα μια ελπίδα στην ανθρωπότητα, πώς να το πω.
— Πόσο πολύ αγάπησες τον εαυτό σου ως χαρακτήρα της ταινίας;
Μου αρέσει αυτό το θέμα του αυτοσαρκασμού και της αυτοξεφτίλας, με γοήτευε αυτό το είδος πάντα στο βρετανικό χιούμορ, αυτό είναι το αποκούμπι μου. Ο Ρίκι Ζερβέ, ο Πίτερ Σέλερς, ο Άλεκ Γκίνες και το «Fleabag», αυτά ήταν το σχολείο μου, όταν είδα το «Office» άνοιξε ένας καινούργιος κόσμος, ανακουφίστηκα. Ήθελα να ταυτιστεί ο θεατής με αυτόν τον άνθρωπο που πάει να πείσει ότι αξίζει κάτι παραπάνω από αυτό που αξίζει.
— Αυτή η «απόδειξη» καθορίζει το επάγγελμά σου;
Εγώ το βλέπω σε όλα τα επαγγέλματα, στο δικό μας επάγγελμα υπάρχει η άμεση ανταπόκριση. Καθορίζει και τη ζωή μας, προσπαθούμε να ζήσουμε για λάθος λόγους, σαν να υπάρχει ένα πέπλο που καλύπτει αυτά που θέλουμε να ζήσουμε και προσπαθούμε να δούμε τι είναι αυτό που θα μας κάνει ξεχωριστούς.
Το «ξεχωριστός» είναι μια λέξη πολύ σημαντική στην ταινία, το να είμαστε ξεχωριστοί είναι κάτι που ξεκινάει από την οικογένεια και το σχολείο. Και συνεχίζεται εσαεί. Γι' αυτό έχει ανάγκη ο άνθρωπος να βγάλει μια φωτογραφία σε μια παραλία, δεν αισθάνεται την ανάγκη να το ζήσει πραγματικά, όσο να το δείξει. Δεν έχει ανάγκη να γνωριστεί, να εμβαθύνει, να κάνει σεξ με τον άλλο τελικά, αλλά να έχει χιλιάδες «φίλους» στα σόσιαλ.
— Πώς σκέφτεσαι να συνεχίσεις με το σενάριο;
Μου αρέσει πολύ το σενάριο, η ιδέα που κρύβει από κάτω, αυτό που σε απασχολεί και όταν κάνεις την αποκωδικοποίηση αποκτάς μια αυτοεπίγνωση. Οπότε το σενάριο δεν θα το αφήσω ποτέ.
Θέλω να πάω παρακάτω, μου αρέσει η σκηνοθεσία πολύ, μου άνοιξε έναν καινούργιο κόσμο, γιατί έχει να κάνει με εκατό άλλα πράγματα που δεν ήξερα. Κάθισα και τα διάβασα, τα παρατήρησα και μπήκα και στον θαυμαστό χώρο της σκηνοθεσίας στο σινεμά.
— Υπάρχουν στιγμές που αποκαρδιώνεσαι;
Απελπίζομαι κάποιες φορές όταν βλέπω ότι τα πράγματα πρέπει να γίνονται με τόσο κόπο. Αν υπάρχει ένας λόγος που θα ήθελα να είμαι πιο γνωστός είναι για να γίνονται τα πράγματα με λιγότερο κόπο. Ωστόσο αυτή η διαδικασία της δυσκολίας με κάνει και υπερήφανο, η προσπάθεια. Έχω καταθέσει μια μεγάλου μήκους και κάνω την επόμενη μικρού.
— Αυτήν τη χρονιά είσαι στη «Σπασμένη Στάμνα», έχεις πει ότι θα κάνεις μία δουλειά τον χρόνο, έτσι;
Έχω βγάλει κάποια χρήματα από την τηλεόραση, είπα θα κάνω μία δουλειά τον χρόνο, θα το προσπαθήσω και όσο αντέχω. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι άνθρωποι που συναντώ στο θέατρο. Από την άλλη, η τηλεόραση έχει να κάνει με ένα ισοζύγιο χρημάτων και έκθεσης, οπότε ζυγίζεις και κρίνεις αν θα το κάνεις. Δυστυχώς τα πράγματα στην τηλεόραση γίνονται πολύ γρήγορα ακόμα.
— Στο θέατρο;
Νομίζω ότι υπάρχει μια τάση το θέατρο να αποκτήσει μια συγκεκριμένη φόρμα στον τρόπο που παίζεται και στον τρόπο που το βλέπει το κοινό. Ο τρόπος που παίζεται το θέατρο είναι για να καταλαβαίνει ο θεατής τι βλέπει. Επειδή δεν θέλουμε να κάνουμε τον θεατή να αισθάνεται, αλλά να καταλαβαίνει, οπότε ο θεατής θέλει να πηγαίνει στο θέατρο για να δει κάτι πολύ αναγνωρίσιμο, εφήμερο, να τελειώνει εκείνη τη στιγμή. Αλλά ξέρεις ποια είναι τα νέα; Πρέπει κάποια στιγμή στη ζωή μας να υποφέρουμε.
— Πιστεύεις ότι το θέατρο δεν θέλει να δυσκολέψει τον θεατή;
Κατεβάζει τα βρακιά του για να μαζέψει κόσμο. Δεν βγάζω τον εαυτό μου από αυτό, αλλά είναι άλλο πράγμα να καταλαβαίνεις πού πάει το κύμα και άλλο να ακολουθείς την ατζέντα της εποχής. Δεν κουνάω το δάχτυλο, μια διαπίστωση μοιράζομαι. Ειδικά μετά την πανδημία, τρομάζω με αυτά που βλέπω.
Δες τι γίνεται στην Επίδαυρο. Πάνε οι παραστάσεις και μετά πρέπει να βγουν περιοδεία και για να δουλέψει η περιοδεία πρέπει να είναι αναγνωρίσιμοι οι ηθοποιοί. Δηλαδή τηλεοπτικοί ηθοποιοί, αν και πολλοί έχουν κάνει πολλά πράγματα στο θέατρο, από το οποίο όμως δεν είναι αναγνωρίσιμοι. Πρέπει να κάνεις δηλαδή τηλεόραση για να παίξεις στην Επίδαυρο, φαύλος κύκλος.
— Οπότε πού καταλήγουμε; Θα επανεξετάσουμε τα πράγματα;
Τα πράγματα εξελίσσονται, υπάρχει μια ροή, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να σταθούμε λίγο. Να αναθεωρήσουμε και να δούμε τι συμβαίνει. Η ενδοσκόπηση θα μας φέρει αυτό που θα μας κινήσει. Αλλά ο άνθρωπος φοβάται να σταθεί σε μια τόσο γρήγορη εποχή, κι εγώ φοβάμαι να μη γίνω «ντεμοντέ», ωστόσο άλλο με τρομάζει αληθινά. Το να κρίνεις επειδή δεν μπορείς να καταλάβεις, αυτό φοβάμαι. Για μένα η ελευθερία, το να μπορείς να απελευθερωθείς από τα δεσμά σου, αυτό έχει τη μεγαλύτερη αξία.
Tokakis or What’s My Name by Thanos Tokakis