Το 1802, όταν έμενε στην Ελβετία, ο Χάινριχ φον Κλάιστ συνέλαβε την ιδέα του μοναδικού του έργου που είναι καθαρή κωμωδία. Αφορμή ήταν μια χαλκογραφία στο σπίτι ενός φίλου του, μια εκφραστική ζωγραφιά που είχε τίτλο «ο δικαστής ή η σπασμένη στάμνα» και ο Κλάιστ ανέλαβε να εκφράσει γραπτά τη δική του ερμηνεία για το έργο που είχε δει.
Σχεδίασε μια κωμωδία και δούλεψε το έργο στο διάστημα της επιβεβλημένης απραξίας του στο Βερολίνο το 1805.Όταν την ολοκλήρωσε και έφτασε στα χέρια του Γκαίτε, εκείνος εντυπωσιασμένος από την ποιότητα του έργου το δέχτηκε για το θέατρο της Βαϊμάρης αν και με την επιφύλαξη πώς η κωμωδία ήταν γραμμένη για μια «αόρατη σκηνή». Η αποτυχία το έργου κλόνισε τον Κλάιστ, αλλά το έργο μέχρι τις μέρες μας αποτελεί μια τολμηρή ερμηνεία μιας σκηνής με τον Κλάιστ να διαχειρίζεται ψυχολογικά την ατμόσφαιρα, την άποψη και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στην ιστορία του.
Αφορά την αληθινή σχέση του ατόμου μα και τον κόσμο που τον περιβάλλει. Όποιος πετύχει αυτή την ισορροπία σώζεται όποιος τη χάσει καταστρέφεται. Σε ένα θεμελιώδες δοκίμιό του ο Κλάιστ διατυπώνει το πρόβλημα, ανακαλύπτοντας στη μαριονέτα το παράδειγμα της τέλειας ισορροπίας.
Αφορά την αληθινή σχέση του ατόμου μα και τον κόσμο που τον περιβάλλει. Όποιος πέτυχει αυτή την ισορροπία σώζεται όποιος τη χάσει καταστρέφεται. Σε ένα θεμελιώδες δοκίμιό του ο Κλάιστ διατυπώνει το πρόβλημα, ανακαλύπτοντας στη μαριονέτα το παράδειγμα της τέλειας ισορροπίας.
Σύμφωνα με τον Κλάιστ το άτομο μπορεί να αποκτήσει τέλεια ισοροπία μόνο αν πιστεύει στον εαυτό του και τους συνανθρώπους του. Οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στην εμπιστοσύνη και προς χάρη της κοινωνικής συνύπαρξης κωδικοποιούνται σε νόμους, οι νόμοι αυτοί πρέπει να εξασφαλίζουν στο άτομο τη θέση του στην κοινωνία καθώς και το δικαίωμα να διατηρεί την προσωπική του ελευθερία και να αναπτύσσεται ανεμπόδιστα. Στη σφαίρα του απόλυτου, το εθιμικό δίκαιο οικοδομείται πάνω στον ηθικό νόμο. Πόθος του Κλάιστ είναι να αποκατασταθεί η ενστικτώδης ευτυχία του ανθρώπου και ο φυσικός τρόπος ζωής.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ολλανδικό χωριό κοντά στην Ουτρέχτη και τα ονόματα των προσώπων του έργου έχουν συμβολική σημασία, Αδάμ, Εύα, όμως ο Κλάιστ βάζει τα πρόσωπα του έργου να συνομιλήσουν με τη βιβλική ιστορία του προπατορικού αμαρτήματος, με τρόπο αντεστραμμένο, κωμικό.
Η απλή ντόμπρα χωριατοπούλα Εύα, στο έργο του, πιστεύει στον εαυτό της και στην αγάπη της κι ακόμα στο δικαίωμά της να τη σέβονται και να την υπολογίζουν.
Ο Κλάιστ είχε ως πρότυπο για τη Σπασμένη στάμνα τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή - άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι ο δικαστής του χωριού διεξάγει έρευνα όπως εκείνος εναντίον του εαυτού του.
Η ιστορία του έργου περιστρέφεται γύρω από τον Αδάμ, έναν δικαστή που καλείται να διαλευκάνει ποιος έσπασε μια ιστορική στάμνα στο υπνοδωμάτιο της Εύας, ενώ ο ίδιος είναι ο βασικός ύποπτος. Η μητέρα της Εύας μηνύει τον αρραβωνιαστικό της και η υπόθεση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, καθώς η δίκη λαμβάνει χώρα παρουσία του συμβούλου δικαιοσύνης Βάλτερ, ο οποίος έχει έρθει για να επιθεωρήσει τις δικαστικές αρχές.
Η αριστοτεχνική αυτή κωμωδία σατιρίζει και φωτίζει τις «ραγισμένες» όψεις στις ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες: τις μεροληψίες στο σύστημα της δικαιοσύνης, τις φαυλότητες στο πολιτικό σύστημα, τη μειονεκτική θέση της γυναίκας απέναντι στην αυθαιρεσία της ανδρικής εξουσίας, αλλά την πατροπαράδοτη ιεραρχία που χαρακτηρίζει την κοινωνική οργάνωση αλλά και την ίδια τη θεατρική διαδικασία.
Τα μοτίβα της εξαπάτησης, της παρεξήγησης και της διαστρέβλωσης των γεγονότων που χρησιμοποιεί ο Κλάιστ για να καταδείξει την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, την ατέλεια των ανθρώπινων νόμων και θεσμών, την πλάνη και την επακόλουθη πτώση γίνονται αφορμή για κωμικά ευτράπελα και αλυσιδωτές παρεξηγήσεις που θυμίζουν αστυνομική κωμωδία.
Οι δυο σκηνοθέτες της παράστασης Ακύλλας Καραζήσης και Νίκος Χατζόπουλος επιχειρούν να ενώσουν τα δυο στρατόπεδα, αυτούς που βρίσκονται στη σκηνή και τους θεατές, με τη δράση να μεταφέρεται σε απροσδόκητους χώρους της αίθουσας κυκλώνοντας και εμπλέκοντας τους θεατές κάνοντάς τους μέρος όσων διαδραματίζονται στην αίθουσα δικαστηρίου που υπάρχει στη σκηνή.
«Η συγκεκριμένη ιστορία μας πάει σε μια τέτοια αντιμετώπιση» λέει ο Νίκος Χατζόπουλος. «Και σε μένα και στον Ακύλλα, μας αρέσει να παίζουμε με τα όρια των συμβάσεων, να τα χρησιμοποιούμε ως στοιχείο της θεατρικής αφήγησης, το έργο προσφέρεται για αυτό το σπάσιμο των ορίων, να κατέβει κάποιος στην πλατεία, να μπαίνει και να βγαίνει στον μηχανισμό του θεάτρου για κάποιο λόγο προσπαθώντας να επιτύχει κάποιο στόχο».
Για τον Νίκο Χατζόπουλο, η «Σπασμένη Στάμνα» είναι μια κωμωδία που δεν κρύβει τις σκοτεινές πτυχές της και μέσα στο πλαίσιο αυτό μιλά για την αυθαιρεσία του νόμου, την κακοποιητική συμπεριφορά αυτών που έχουν εξουσία. Με τον Ακύλλα Καραζήση συνσκηνοθετούν για τρίτη φορά, κάτι που «έχει να κάνει με συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι» όπως λέει ο Νίκος Χατζόπουλος, που πιστεύει ότι η έννοια της συνσκηνοθεσίας πέρα από το αν μπορεί να επιτελέσει, να ολοκληρώσει μια παράσταση είναι και μια τακτική που έτσι κι αλλιώς και σε εκείνον και στον Ακύλλα Καραζήση ταιριάζει, δηλαδή στον συλλογικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους.
«Η προετοιμασία μιας παράστασης είναι μια κοινή περιπέτεια που όσο αφορά τον σκηνοθέτη αφορά και όλους τους ηθοποιούς, συντελεστές, είναι ένα κοινό ταξίδι, ο σκηνοθέτης είναι αυτός που οργανώνει τα του ταξιδιού δεν είναι αυτός που σώνει και καλά διατηρεί τον πρώτο λόγο και όλοι οι άλλοι υποτάσσονται στο λόγο και το θέλω του. Έτσι κι αλλιώς για μένα η σκηνοθεσία είναι ένας τρόπος και να πείσω και να πειστώ από τους ηθοποιούς να οδεύσουμε μαζί προς τα κάπου. Το «μαζί» έχει σημασία. Δεν είναι ένας τόπος να επιβάλλω αυτό που θέλω κι αυτό που οραματίζομαι, δεν έχω κανένα πρόβλημα ούτε να θεωρηθώ αυθεντία, ούτε να θεωρηθώ ότι ξέρω τα πάντα ή κατέχω την αλήθεια ή όχι. Κάνω αυτή τη δουλειά για να συνεργάζομαι. Ένα βήμα πέρα από αυτό λοιπόν, πέρα από το πολιτικό μήνυμα της συνεργασίας είναι κάτι που στην πράξη μας συμπληρώνει», λέει ο Νίκος Χατζόπουλος.
Οι δυο σκηνοθέτες δεν ταυτίζονται σε όλα, ούτε στην αισθητική, ούτε στον τρόπο που προσεγγίζουν τους ηθοποιούς, ωστόσο υπάρχει η παραδοχή ότι οι όποιες διαφορές τους είναι προς σύνθεση και όχι προς σύγκρουση. Έτσι κι αλλιώς σαν επαγγελματίες άνθρωποι του θεάτρου ένα κοινό στόχο μια κοινή ματιά σε πράγματα κοινωνικά, σε ζητήματα συνεργασίας και όχι την επιβολής και μέσα σε αυτό το πλαίσιο όλες οι διαφορές τους λειτουργούν παραγωγικά, δημιουργικά.
«Αυτή είναι μια αλληλοσυμπλήρωση που δεν περιορίζεται μόνο σε εμάς τους δυο αλλά διαχέεται σε όλο το θίασο. Ο στόχος είναι κοινός, έχουμε μια κοινή θεώρηση και στο πώς διαβάζουμε το έργο και πώς θα θέλαμε να δουλέψουμε με το σύνολο των υπολοίπων» λέει ο Νίκος Χατζόπουλος.
«Η παρουσίαση των διαφορών μας μπροστά σε όλους κινητοποιεί και τους υπόλοιπους να συνεισφέρουν σε αυτό το πράγμα, να ξεκαθαρίσουν μέσα τους το στόχο. Πέρα από το τεχνικό θέμα, ελέγχει ο ένας τον άλλο, συμπληρώνει ο ένας τον άλλο και είναι επίσης ευχάριστο να δουλεύουμε μαζί».
Στην Κεντρική σκηνή του Εθνικού οι ηθοποιοί παίρνουν θέση για την πρόβα. Τα κοστούμια φτάνουν με τις τελευταίες λεπτομέρειες, ρούχα των χωρικών της με κάποια που έχουν πινελιές που δείχνουν το ρόλο των προσώπων και την εξουσία που ασκούν.
Τα χρώματα στο μεγάλο ζωγραφιστό φόντο μοιάζουν με τους κήπους του Κλιμτ, τα ήρεμα χρώματα του ολλανδικού τοπίου που σε ένα χωριό του διαδραματίζεται η ευτράπελη ιστορία και η δικαστική «μάχη» για μια σπασμένη στάμνα που αποκαλύπτει άλλα «μυστικά» ενός φαινομενικά ήρεμου μικρού και προστατευμένου κόσμου.
Ο Κλάιστ φτιάχνει ένα κόσμο, παλιό, αγροτικό, θα τον έλεγα «αρχαϊκό κόσμο» του 18ου αιώνα» λέει ο Ακύλλας Καραζήσης μιλώντας για τον κόσμο και τους χαρακτήρες του έργου. «Προεξάρχων είναι ένα δικαστής – «κλόουν», στην παράδοση που ακολουθούν μετά, ο Μπρεχτ για παράδειγμα, -με τον δικαστή Αζντάκ, στον «Κύκλο με την Κιμωλία», με τον Πούντιλα στο «Αφέντης Πούντιλα και Μάττι», είναι «μαγικοί» κακοί, διαβολικά κακοί, που έχουν μια πολύ γοητευτική πλευρά. Είναι αυθαίρετοι, είναι δεσπότες, εδώ ο Αδάμ, ο δικαστής είναι σαν ηλεκτρόνιο που κινείται ανάμεσα σε ογκόλιθους, που είναι αυτοί οι χωριάτες, για να καλύψει την ενοχή του, είναι διεφθαρμένος αλλά έχει μια απίστευτα γοητευτική πλευρά, είναι σχεδόν συμπαθής ήρωας.
Σε αυτό το έργο υπάρχουν τρεις δυναμικές γυναίκες και ο επιθεωρητής που φτάνει από την Ουτρέχτη, την πρωτεύουσα εκπροσωπεί τον ορθολογισμό και προσπαθεί με όρους ρασιοναλιστικούς να λειτουργήσουν τα πράγματα καλύτερα, είναι το πετραδάκι στο γρανάζι μιας μηχανής που δουλεύει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, με δικούς τους κανόνες.
Ο κόσμος του Κλάιστ, αριστοτεχνικά γραμμένος, είναι χωρίς λογική και δικαιοσύνη και για μένα αυτό είναι το παντοτινό. Είναι όλοι κακοί και καλοί, όπως είμαστε όλοι. Όπως είναι ο κόσμος σήμερα και έτσι συνδέεται με εμάς και το έργο, αυτό νιώθουμε. Όταν βλέπουμε αυτό τον κόσμο στο θέατρο ή στη λογοτεχνία έχει μια γοητεία που είναι παρηγορητική σε μια ζοφερή κατάσταση που ζούμε ούτως ή άλλως».