Ήταν η πρώτη φορά που μετά από σαράντα πέντε χρόνια το ετήσιο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας ξεκίνησε πριν από την έναρξη του σχολικού έτους. Αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, ικανοποίησε τόσο τους παράγοντες της πόλης όσο και τη διεύθυνση του φεστιβάλ και είναι κάτι που μάλλον θα καθιερωθεί, καθώς πρόσφερε τη δυνατότητα σε πολλούς να το επισκεφθούν χωρίς χρονικές δεσμεύσεις, ενώ η ντόπια κοινωνία μπήκε στον ρυθμό της διοργάνωση προτού ο Σεπτέμβρης επιβάλλει δυναμικά τη ρουτίνα του στην καθημερινότητα.
Μια διοργάνωση που γιγαντώνεται όλο και περισσότερο, διεθνοποιείται, αποκτάει ακόμα μεγαλύτερο κύρος και φήμη και διευρύνει τις δραστηριότητές της. Ήδη οι διεθνείς παρουσίες πολλαπλασιάζονται (150 ταινίες από 25 χώρες συμμετείχαν φέτος), εκτινάσσοντας το επίπεδο στα ύψη και προσθέτοντας μια ποικιλομορφία που ίσως παλιότερα περιοριζόταν στα χαρακτηριστικά της εθνικής κινηματογραφίας.
Σύντομα, συγκεκριμένα από τον ερχόμενο Φεβρουάριο, θα εγκαινιαστεί και σχολή κινηματογράφου ως μέρος των δραστηριοτήτων του φεστιβάλ σε συνεργασία με το ΕΑΠ, ενώ θα αποκτήσει μόνιμα γραφεία στο πρώην στρατόπεδο Ανδρικάκη, το οποίο θα στεγάσει και εκφάνσεις οπτικοακουστικής επιχειρηματικότητας.
Αυτό σημαίνει ότι το φεστιβάλ, το οποίο παραδοσιακά αποτελούσε το πρώτο βήμα για κάθε νέο/-α Έλληνα/Ελληνίδα σκηνοθέτη/-ιδα, πρόκειται να εξελιχθεί σε έναν τόπο όπου θα συναντιούνται μεγάλης εμβέλειας παραγωγές και πειραματισμοί διεθνούς σημασίας. Αλλά επειδή αυτά λέγονται και γράφονται χρόνια τώρα, ας μείνουμε στο ότι όντως έχουν υλοποιηθεί πολλά, δίνοντας αισιοδοξία σε όσους τα είχαν ονειρευτεί στο παρελθόν.
Ωστόσο η πόλη παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμέτοχη, παρόλο που δεν υπάρχει τετράγωνο που να μην έχει μπάνερ του φεστιβάλ και όλα συμβαίνουν μέσα στα πόδια των κατοίκων. Θα πει κανείς ότι σχεδόν παντού το ποσοστό που ασχολείται με τον πολιτισμό είναι συνήθως μηδαμινό, αλλά, από την άλλη, είδα δεκάδες καλοντυμένους κυρίους και κυρίες μαζί με ιερωμένους να συνωστίζονται στα εγκαίνια της έκθεσης «Σήκω ψυχή μου» με φωτογραφίες και λάβαρα σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο λίγα μέτρα από τον θερινό κινηματογράφο Αλέξανδρος. Θα ήμουν παράλογος να περιμένω ανάλογη προσέλευση σε νεανικό φεστιβάλ μικρομηκάδων, αλλά θα ήταν αισιόδοξο να δει κανείς να δίνουν έστω το «παρών» τα παιδιά τους.
Να σημειώσουμε ότι η πλατφόρμα της δημόσιας τηλεόρασης Εrtflix θα προβάλλει για έναν μήνα τις βραβευμένες ταινίες και αμέσως μετά, σταδιακά, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όλες τις βραβευμένες ταινίες των προηγούμενων σαράντα πέντε χρόνων.
Βέβαια, η προσέλευση στο πρόσφατα ανακαινισμένο πρώην καπνεργοστάσιο, δίπλα στα γραφεία του φεστιβάλ, όπου εγκαταστάθηκε ο Πολιτιστικός Οργανισμός Κύκλωψ, με έκθεση εκπληκτικών φωτογραφιών από την πορεία της Δράμας από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι σήμερα είναι απόδειξη ότι οι άνθρωποι αποζητούν μεν τη σύνδεση με το παρελθόν αλλά και νέους τρόπους προβολής του.
Ο εξαιρετικός χώρος διαθέτει και μια υπέροχη αυλή όπου στήθηκε οθόνη για την προβολή της ταινίας «Η εχθρόπιτα» του Ντέρεκ Μάνσον στο πλαίσιο του Cinema Therapy για παιδιά (το πρόγραμμα κινηματογραφοθεραπείας που επιμελείται η Ντενίς Νικολάκου) αλλά και για προβολές με ταινίες οικολογίας στο πλαίσιο του «Short and Green».
Εικαστική διάσταση για πρώτη φορά όμως δόθηκε και στο ίδιο το φεστιβάλ με το νεοσύστατο πρόγραμμα «Film and Visual Arts» και την παρουσίαση βίντεο του Αιγύπτιου εικαστικού καλλιτέχνη Basim Magdy στον πολιτιστικό χώρο Ελευθερία. Ένα τρίπτυχο βιντεο-πρότζεκτ με τον τίτλο Enigma dancing on its tiptoes, που αποτελείται από ενδιαφέρουσες εικόνες, άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε κατασκευασμένες, με χιούμορ, λόγο, ήχους. Αν αυτή η νέα πρόταση αποκτήσει μελλοντικά μεγαλύτερη οντότητα, θα μπορέσει να προσελκύσει καλλιτέχνες που πειραματίζονται με την εικόνα και τον λόγο εκτός αφηγηματικών στερεότυπων και να αποτελέσει εφαλτήριο για νέο συντακτικό στον χώρο της εικαστικής και φιλμικής δημιουργικότητας.
Το συνολικό πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης θα προβληθεί στην Αθήνα, στην Ταινιοθήκη, μεταξύ 15 και 18 Σεπτεμβρίου, οπότε ας αναφερθούμε σε μερικές ταινίες του εθνικού διαγωνιστικού που ξεχώρισαν και συζητήθηκαν στο φετινό φεστιβάλ. Πρόκειται για όσα απομόνωσα και ο ίδιος από μια σοδειά που για μια ακόμα φορά αντανακλά τις τάσεις και τα θέματα τα οποία απασχολούν την κοινωνία σήμερα διεθνώς αλλά και την Ελλάδα, ιδίως τη νέα γενιά, την τελευταία δεκαετία.
Σε μια εποχή που μετά βίας έχουμε ξεπεράσει είτε την κρίση είτε την πανδημία, η οικογένεια και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις εξακολουθούν να απασχολούν τις νεότερες κυρίως ηλικίες, όπως και θέματα εθνικής ταυτότητας. Είδαμε συγκρουσιακές καταστάσεις που ξεπηδούν μέσα από την ανέχεια, είδαμε μοναξιά, είδαμε σύγχυση, ενώ σχεδόν παντού ήταν έντονη η επιδραστική και καταλυτική παρουσία της θάλασσας ή του νερού.
Στο «5μμ παραλία» (Χρυσός Διόνυσος και βραβείο ανδρικής ερμηνείας) του Αυστριακού κινηματογραφιστή Valentin Stejskal με τους Αντώνη Τσιοτσιόπουλο και Κίμωνα Κουρή η ιστορία εξελίσσεται σε μια απομονωμένη παραλία, όπου ο Νίκος συναντάει τον παλιό του φίλο από τον στρατό, Χρήστο. Είναι η ημέρα γενεθλίων του και ζητάει από τον παλιό του σύντροφο να επαναλάβουν ένα παλιό επικίνδυνο «παιχνίδι» πνιγμού μέσα στο νερό από τον καιρό που υπηρετούσαν στις Ειδικές Δυνάμεις. Η μεταξύ τους επαφή λίγο μετά προδίδει ότι τους ενώνει κάτι πολύ πιο δυνατό και τρυφερό κι έτσι παρακολουθούμε ένα αναπάντεχο ελληνικό «Brokeback Mountain» – ούτε εδώ υπάρχει μέλλον ή ελπίδα επανένωσης.
Η ταινία διαδραματίζεται κάτω από έναν συννεφιασμένο και δυσοίωνο ουρανό και μια γκρίζα, σχεδόν φουρτουνιασμένη θάλασσα, μια ατμόσφαιρα χωρίς καμία νότα αισιοδοξίας, αν και η ανάγκη για μία, έστω και ολιγόλεπτη, προσέγγιση και ένα τρυφερό χάδι αποκτά βαρύνουσα σημασία και διάσταση μέσα σε τόση σκοτεινιά.
Στο «Pendulus» (βραβείο ήχου) του Δημήτρη Γκότση σε σενάριο του Κώστα Γεραμπίνη με τους Δημήτρη Καπουράνη και Νίκο Γκέλια στους κύριους ρόλους, ένας νέος αλβανικής καταγωγής, ο Άρμπι, που ζει με την οικογένειά του σε εργατικές κατοικίες κάπου στην Αθήνα, έρχεται σε ρήξη με τον ίδιο του τον εαυτό του όσον αφορά την ταυτότητα και τους στόχους του στη ζωή.
Συγκρούεται με τους γονείς του, αρνούμενος να πάει μαζί τους σε έναν γάμο συγγενών, όπως επίσης με ομοεθνείς του σε ένα στέκι Αλβανών, όπου παρακολουθούν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας. Αποτυγχάνει να πείσει μια όμορφη Αλβανίδα, που κι εκείνη απορρίπτει τον κύκλο της και προτιμάει Έλληνες, να βγουν ραντεβού. Διχασμένος και σε σύγχυση, αδυνατεί να αποφασίσει αν είναι Αλβανός ή Έλληνας. Αυτή του η αναποφασιστικότητα τον θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο, ενώ γινόμαστε μάρτυρες ενός ιδιότυπου εσωτερικού ρατσισμού και, φυσικά, ενός βίαιου εθνικισμού.
Μια άρτια ταινία άκρως ρεαλιστική, ατμοσφαιρική και αρκούντως απειλητική που, πέρα από τις εντάσεις που δημιουργεί, προκαλεί ανάλογη αγωνία στον ίδιο τον θεατή.
Μια ταινία που συζητήθηκε και προβλημάτισε για τον τρόπο που παρουσιάζει το θέμα της είναι το «Αναμνήσεις μιας εφηβικής καταιγίδας» της Σοφίας Γεωργοβασίλη, με τους Δάφνη Πηλ, Κωνσταντίνο Σιδέρη και Στεφανία Σωτηροπούλου, και με σύντομες εμφανίσεις της Μαρίας Καλλιμάνη και του Νίκου Χατζόπουλου.
Ένα πρωινό που επίκειται μεγάλη καταιγίδα η έφηβη Άννα φτάνει με το αυτοκίνητο της μητέρα της στο σχολείο, απ' όπου σύντομα το σκάει για να συναντήσει τον συνομήλικο φίλο της και την κολλητή της. Βλέπουμε να πηγαίνουν σε μια κλινική, όπου κάνει άμβλωση. Όταν λίγες ώρες αργότερα θα την παραλάβει η μητέρα της, η καταιγίδα θα έχει τελειώσει, ενώ τίποτα δεν προδίδει ότι μόλις βίωσε μια τόσο σοβαρή εμπειρία.
Η ταινία φάνηκε άνευρη στην εκτέλεσή της, ενώ οι ερμηνείες των ερασιτεχνών έφηβων ηθοποιών αμήχανες, ουσιαστικά χωρίς ψυχολογικές διακυμάνσεις. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το ξέσπασμα σε κλάμα της Άννας, όταν ξυπνάει από την επέμβαση. Σε εποχές αμφισβήτησης του δικαιώματος της γυναίκας για αυτοδιάθεση του σώματός της, η ταινία αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, ανεξάρτητα από το αν έχει αισθητική αξία ή όχι.
Ανάλογης σημασίας, λόγω θέματος, είναι και η ταινία της Κατερίνας Παπαναστασάτου «Fault» με τον Δημήτρη Καταλειφό. Ένας ηλικιωμένος άντρας έχει μεγαλώσει μόνος του την εγγονή του, που έχασε τους γονείς της σε αυτοκινητικό ατύχημα. Τον βλέπουμε να προσπαθεί να λαδώσει μια αστυνομικό η οποία μήνυσε τη νεαρή κοπέλα μετά από μια ατυχή μεταξύ τους συμπλοκή.
Λίγο πριν από τη δίκη αποκαλύπτεται ότι η εγγονή μισεί τον παππού της λόγω ενός βαθιά τραυματικού παρελθόντος. Ο ηλικιωμένος δεν καταφέρνει να εξιλεωθεί στα μάτια της, αντιθέτως πνίγεται στις ενοχές για όλα τα λάθη που έχει κάνει σχετικά με αυτήν.
Στο «Nothing holier than a dolphin» της Ισαβέλλας Μαργάρα μέσα σε μια ταβέρνα στήνεται με θεατρικούς όρους από σύγχρονους ψαράδες και κατοίκους ενός νησιού η δραματοποίηση ενός παλιού θρύλου. Η σκηνοθέτις και γιατρός στο επάγγελμα έγραψε ένα σενάριο εμπνευσμένο από το βιβλίο «Οι δελφηνόσημοι» του Ανακρέοντα Σταματιάδη και μας αφηγείται ένα μεταφυσικό-ποιητικό παραμύθι με το αιώνιο δίπολο παιδί - δελφίνι.
Μια ταινία με σχεδόν θεατρική αισθητική που όμως αναδεικνύει τη μεγάλη σκηνοθετική ικανότητα της Μαργάρα, η οποία οργανώνει χορογραφικά τη σκηνογραφία και καταφέρνει να δημιουργήσει εξαιρετικές ατμόσφαιρες με ένα καστ πολύ καλών ηθοποιών, όπως ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Γιώργος Συμεωνίδης και η πρωτοεμφανιζόμενη Φλομαρία Παπαδάκη, ενώ την αφήγηση έχει αναλάβει κάνει ο αφρικανικής καταγωγής Σαμουήλ Ακίνολα, μια συνειδητή επιλογή που λαμβάνει υπόψη την ενσωμάτωση στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία των Ελλήνων δεύτερης γενιάς.
Στο «Γιάμα» (που στην ντοπιολαλιά των Σερρών σημαίνει «πλιάτσικο») ο νεαρός κινηματογραφιστής Ανδρέας Βακαλιός, με αφετηρία μια ιστορία του προπάππου του, όπου ανήμερα της 26ης Οκτωβρίου του 1912 σε ένα τουρκοχώρι των Σερρών Έλληνες έκαναν πλιάτσικο σε Τούρκους, αντιστρέφει το συμβάν και το τοποθετεί στο σήμερα. Ένα κορίτσι καίει εορταστική αφίσα για την επέτειο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης την ημέρα της παρέλασης της 25ης Μαρτίου και κατηγορεί γι' αυτό τον Βλαντ, ένα παιδί βουλγαρικής καταγωγής. Ο πατέρας της και η παρέα του θα επιτεθούν στον πατέρα του παιδιού, κάνοντας πλιάτσικο στο σπιτικό τους.
Οι προφανείς ρατσιστικές και εγκληματικές διαθέσεις των σύγχρονων Ελλήνων δεν διεκδικούν την ελευθερία, όπως στις Σέρρες έναν αιώνα πριν, αλλά την απόδειξη της υπεροχής τους έναντι ενός αδύναμου μετανάστη που επιβιώνει με δυσκολίες σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Η ένταση των ερμηνευτών αλλά και των βίαιων σκηνών μεταξύ τους αποκαλύπτει μια κινηματογράφηση (με εκπληκτική φωτογραφική διεύθυνση) ενός καλλιτέχνη με πάθος για το όραμά του.
Στο «Όχι αύριο» της Αμέρισσας Μπάστα ένας νεαρός άντρας που παίρνει άδεια από τη φυλακή όπου βρίσκεται για λόγους που δεν διευκρινίζονται, μόνο υπονοούνται, προσπαθεί, μέσα σε διάστημα είκοσι τεσσάρων ωρών, να βάλει σε τάξη τα πράγματα στο σπίτι του: να στηρίξει τη μάνα του και τον μικρότερο αδελφό του, καθώς ο πατέρας τους, ο οποίος δεν ζει μαζί τους, αδυνατεί να τους ενισχύσει οικονομικά. Χάρη στον κολλητό του το ίδιο βράδυ γνωρίζει μια κοπέλα την οποία προσπαθεί να πείσει να περάσουν μαζί λίγες ώρες, αλλά εκείνη επιμένει ότι μόνο την επόμενη μέρα μπορεί να συναντηθεί μαζί του – ωστόσο το αγόρι δεν διαθέτει χρόνο.
Η χιπ-χοπ μουσική και ραπ που ακούγεται υπογραμμίζει τα συναισθήματα των νέων στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, μιας γενιάς απελπιστικών αδιεξόδων, αλλά και περήφανης ακεραιότητας στην περίπτωσή του. Στην καλογυρισμένη και συγκροτημένη ταινία τους ρόλους κρατούν οι Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Σταύρος Τσουμάνης, Γιάννης Τσορτέκης, Κωνσταντίνος Σειραδάκης και Natalia Swift.
Το «Kiddo» (βραβεία σκηνοθεσίας, μακιγιάζ και σκηνογραφίας) του Μιχάλη Κίμωνα, μια ταινία η οποία ξεφεύγει από τις συνήθεις νόρμες της πλειονότητας των Ελλήνων σκηνοθετών, βλέπουμε μια παρωδία αμερικανικού μελοδράματος στην παράδοση του Τζον Κασαβέτη με σαφείς αναφορές στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Άλμπι. Τέσσερις έφηβοι, οι Σοφία Σιμόνι, Ανδρέας Καρτσάτος, Σπύρος Κουνάδης και Άννα Δανάη Ραπτποπούλου, ντυμένοι αλά αμερικάνα, όπως στις φωτογραφίες της Σίντι Σέρμαν (η μία γυναίκα φοράει περούκα στο στυλ της Λιζ Τέιλορ από τη μεταφορά του έργου του Άλμπι στην οθόνη από τον Μάικ Νίκολς), φορώντας γκροτέσκο μέικ απ και επιθέματα σιλικόνης, κάνουν έναν εκρηκτικό καβγά όπου αποκαλύπτονται ένοχα μυστικά, προκαλώντας απίστευτες και ξεκαρδιστικές αντιδράσεις.
Ο νεαρός σκηνοθέτης τόλμησε να δημιουργήσει ένα δικό του κινηματογραφικό μικροσύμπαν ιδιότυπης εικαστικής δυναμικής και να μιλήσει για τις ανθρώπινες συγκρούσεις όπως τις μάθαμε μέσα από το θέατρο και την τηλεόραση, αναποδογυρίζοντας ωστόσο καλλιτεχνικά αποδεκτούς κώδικες και τραβώντας τη σάτιρα στα άκρα.
Το «Τοκάκης ή What’s my name» (βραβείο σεναρίου και ενδυματολογίας) του ηθοποιού Θάνου Τοκάκη είναι μια ταινία η οποία αξίζει που γυρίστηκε και μόνο, γιατί αποδομεί την ελληνική σοβαροφάνεια. Μάλιστα τη βασίζει στον ίδιο του τον εαυτό, με απόλυτη συναίσθηση αυτοσαρκασμού και αυτογελοιοποίησης.
Επηρεασμένος καταλυτικά από τον κωμικό Ρίκι Ζερβέζ, έγραψε ένα σενάριο στο οποίο ξεκινάει μια περιοδεία στην επαρχία μια εποχή που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και ακόμα τον θυμούνταν χάρη σε μια τηλεοπτική κωμωδία, κάνοντας stand up comedy. Το φιάσκο είναι εγγυημένο κι εκείνος επιμένει να εξευτελίζεται υπό τους ήχους μιας ραπ παραλλαγής του Εθνικού Ύμνου, φορώντας τα πιο αδιανόητα κιτς κοστούμια! Μια ευρηματική κωμωδία ενός ευφυούς ηθοποιού, σκηνοθέτη και περφόρμερ.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου, με συμμάχους τη Ρένη Πιττακή και τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, επέστρεψε στη Δράμα για μία ακόμα φορά, αλλά ως σκηνοθέτης. Το εσωστρεφές και αρκετά μελαγχολικό πορτρέτο μιας ηλικιωμένης γυναίκας με το όνομα «Λίλα» αποτελεί το ντεμπούτο του με όρους που δεν διαπραγματεύεται.
Η στατική κάμερα καταγράφει την αποπνικτική και πληκτική ζωή της γυναίκας, οι κινήσεις που χρειάζονται είναι μετρημένες και ζυγισμένες, χωρίς φιοριτούρες, η ερμηνεία της μεγάλης κυρίας ενός παλιού θεάτρου σοφή και με οικονομία. Το αδιέξοδο μιας ζωής που την έχει κουράσει και η απουσία ενός συζύγου που έχει φύγει την οδηγούν στην απόφαση να κάνει μια αλλαγή μπας και αντέξει το χρόνο που απομένει.
Το οικολογικό ντοκιμαντέρ «Κάτω από τη λίμνη» (βραβείο σχεδιασμού ήχου) του Θανάση Τρουμπούκη είναι η στοχαστική και λυρική ενατένιση ενός θαμμένου τόπου. Η εξαγορά ενός χωριού τις παλιότερες δεκαετίες προκειμένου να δημιουργηθεί ένα φράγμα οδήγησε την πλειονότητα των κατοίκων είτε σε διπλανό χωριό είτε στην οριστική μετανάστευση.
Ο κινηματογραφιστής καταγράφει υπέροχες εικόνες του υδάτινου όγκου της λίμνης που προέκυψε αλλά και καθημερινές συνήθειες των κατοίκων σήμερα που φέρνουν μνήμες από τη ζωή τους στο βυθισμένο πλέον χωριό. Η φωτογένεια και η δύναμη της φύσης εκπλήσσουν, καθώς αποκαλύπτουν μια άλλη Ελλάδα, κρυμμένη στην ενδοχώρα και στα συχνά απρόσιτα βουνά.
Να σημειώσουμε ότι η πλατφόρμα της δημόσιας τηλεόρασης Εrtflix θα προβάλλει για έναν μήνα τις βραβευμένες ταινίες και αμέσως μετά, σταδιακά, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όλες τις βραβευμένες ταινίες των προηγούμενων σαράντα πέντε χρόνων.