Όταν το 1948 ο Σατγιαζίτ Ρέι πλησίασε τον Ζαν Ρενουάρ στους κήπους του Grand Eastern Hotel στην Καλκούτα, όπου βρισκόταν για να ψάξει τοποθεσίες για τα γυρίσματα της ταινίας του «Το ποτάμι», ήταν πια βέβαιος ότι ήθελε να γίνει και ο ίδιος σκηνοθέτης.
Ο χρόνος που πέρασε με τον Γάλλο σκηνοθέτη, ο οποίος δέχτηκε με ενδιαφέρον τον νεαρό Ινδό, ήταν καθοριστικός. Η γνωριμία δεν περιορίστηκε σε εκείνο το απογευματινό τσάι, ο Ρέι τον βοήθησε στο ρεπεράζ, ενώ κουβέντιασαν αμέτρητες ώρες για το γαλλικό σινεμά και το «Ανθρώπινο Κτήνος» (τη διάσημη ταινία του Ρενουάρ), για τον σπουδαίο ζωγράφο πατέρα του και τη γαλλική ζωγραφική αλλά και για την πιθανότητα να γυρίσει την πρώτη του ταινία που βασιζόταν σε μυθιστόρημα το οποίο είχε αγαπήσει ιδιαίτερα, και το εξώφυλλο του οποίου είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος.
Ο Ρενουάρ εκτίμησε το πάθος του για τον κινηματογράφο και την αγάπη του για την τέχνη και τον ενθάρρυνε να γυρίσει την ταινία. Όταν έχεις έναν από τους διασημότερους σκηνοθέτες του κόσμου να σε παροτρύνει είναι σαν να σου ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες για το όνειρο. Ωστόσο χρειάστηκε ακόμα ένα σοβαρό ερέθισμα για να το αποφασίσει.
Ο Ακίρα Κουροσάβα είπε κάποτε ότι «αν δεν έχεις δει το σινεμά του Ρέι, είναι σαν να μην έχεις δει ποτέ σου τον ήλιο ή το φεγγάρι».
Όταν ο Γάλλος σκηνοθέτης επέστρεψε τον επόμενο χρόνο στην Ινδία για να ξεκινήσει την ταινία του, ο νεαρός φίλος του βρισκόταν στο Λονδίνο για επαγγελματικές υποχρεώσεις που κράτησαν πέντε μήνες.
Ολόκληρο εκείνο το διάστημα δεν άφησε έκθεση, θέατρο και σινεμά που να μην επισκεφθεί. Είδε περί τις εκατό ταινίες, αλλά μία από αυτές έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Ήταν οι «Κλέφτες Ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα, που τον έπεισαν να τολμήσει να γυρίσει το «Pather Panchali» μόλις θα επέστρεφε στον τόπο του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους και δραστήριους γραφίστες της Καλκούτας
Ο Σατγιαζίτ Ρέι γεννήθηκε στις 21 Μαΐου 1921. Η οικογένειά του είχε μακρά παράδοση στη λογοτεχνία, στη γραφιστική τέχνη και στην τυπογραφία. Ο παππούς του, που είχε ιδρύσει μία από τις σημαντικότερες εκτυπωτικές εταιρείες της Βεγγάλης, ήταν καλλιτέχνης και ποιητής, όπως άλλωστε και ο πατέρας του, ο οποίος μάλιστα είχε σπουδάσει τυπογραφία στο Μάντσεστερ.
Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, καθώς έφυγε από τη ζωή όταν εκείνος ήταν μόλις δύο ετών. Τότε η μητέρα του αναγκάστηκε να μετακομίσει στο σπίτι του αδελφού της, όπου κυριαρχούσε η αγάπη για την τέχνη και τη λογοτεχνία, αλλά, πάνω απ' όλα, για την κλασική μουσική. Έτσι από πολύ νωρίς εντρύφησε στον Μπαχ, στον Μπετόβεν και στον Μότσαρτ. Δεν αρκούνταν να ακούει δίσκους με τη μουσική τους, μελετούσε ό,τι σχετιζόταν με αυτούς, όπως και παρτιτούρες των έργων τους.
Παρόλο που οι σπουδές Οικονομικών δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, αποφοίτησε από το Presidency College, αλλά η μητέρα του τον έπεισε να παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή που διηύθυνε ο ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, βόρεια της Καλκούτας, τη Santiniketan.
Αν και ο ίδιος ήθελε να μείνει στην Καλκούτα για να μπορεί να βλέπει κινηματογράφο, αποφάσισε να πάει στη σχολή, όπου ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική παράδοση της χώρας του. Ανάμεσα στους καθηγητές υπήρχε και ο κ. Αρόνσο, Γερμανο-εβραίος που είχε διαφύγει στην Ινδία.
Στο σπίτι του συνέχισε να ακούει δίσκους συμφωνικής μουσικής. Η μείξη δυτικής και ανατολικής επιρροής καθόρισε τα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα και γούστα, ενώ η γνώση του της αγγλικής γλώσσας είχε θεαματική εξέλιξη.
Πίσω στην Καλκούτα, το 1943 έπιασε δουλειά σε διαφημιστικό γραφείο βρετανικής ιδιοκτησίας όπου, ως γραφίστας και art director, έφτιαχνε από κουτιά τσιγάρων έως και περιτύλιγμα μπισκότων. Σύντομα ξεκίνησε να απασχολείται και σε εκδοτική εταιρεία, όπου επιμελούνταν εξώφυλλα βιβλίων.
Όλοι του οι φίλοι εκείνης της εποχής ήξεραν την εμμονή του με τον κινηματογράφο και ότι έβλεπε κυρίως αμερικανικές ταινίες –χρόνια αργότερα έλεγε ότι έμαθε την τέχνη του παρατηρώντας τις ταινίες του Φορντ, του Λούμπιτς και του Κάπρα–, οπότε η ίδρυση κινηματογραφικής λέσχης ήρθε φυσικά. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι το κρυφό του όνειρο ήταν να γίνει σκηνοθέτης. Ίσως μόνο η μητέρα του να το είχε υποπτευτεί, αφού, όταν ήταν μικρός, μια μάντισσα της είχε πει ότι μια μέρα θα γινόταν διάσημος χάρη στο φως!
Εκείνος παράλληλα εξασκούνταν γράφοντας σενάρια βάσει των μυθιστορημάτων που εικονογραφούσε. Ένα από αυτά ήταν και το «Pather Panchali» του Bibhutibhushan Banarjee, η ιστορία ενός φτωχού αγοριού που αφήνει το χωριό του για να επιβιώσει στη μεγάλη πόλη, το οποίο ενδιαφέρθηκε να γυρίσει σε ταινία.
Όταν πια ήρθε η στιγμή, παρουσίασε σε παραγωγούς, αντί για κανονικό σενάριο, σκιτσαρισμένο storyboard. Φυσικά του το απέρριψαν, καθώς δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν έναν φιλόδοξο ερασιτέχνη που δεν είχε ξανασχοληθεί με τον κινηματογράφο και ήθελε να γυρίσει ταινία εκτός στούντιο, στους δρόμους και στην ύπαιθρο – τους φαινόταν αδιανόητο.
Η διαδικασία των γυρισμάτων, που ξεκίνησε με δανεικά από συγγενείς και φίλους και ένα συνεργείο ερασιτεχνών που δεν ήξερε από γύρισμα περισσότερο από τον ίδιο, κράτησε δυόμισι χρόνια. κυρίως λόγω έλλειψης χρημάτων. Τελικά τα ολοκλήρωσε με οικονομική στήριξη της τοπικής κυβέρνησης.
Ανάμεσα στους πρώτους που είδαν υλικό ήταν ο Monroe Wheeler, διευθυντικό στέλεχος του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ο οποίος του ζήτησε να πραγματοποιήσει την παγκόσμια πρεμιέρα στο ΜοΜΑ. Χρειάστηκαν δέκα μερόνυχτα ατέλειωτης εργασίας ώστε να ολοκληρώσουν το μοντάζ και να φτάσει στην Αμερική η κόπια χωρίς υπότιτλους. Αλλά όσοι ήταν τυχεροί και την είδαν σε εκείνη την πρώτη ημιτελή εκδοχή του 1954 είδαν ένα αριστούργημα μεγάλου λυρισμού και αυθεντικής ομορφιάς, έναν ύμνο στον άνθρωπο που παλεύει για την επιβίωσή του σε μια χώρα που σταδιακά αφήνει πίσω της την παράδοση και προχωράει προς ένα αβέβαιο και διαφορετικό μέλλον.
Όλα αυτά τα είχε νιώσει και ο ίδιος ο Ρέι μεγαλώνοντας ως ορφανός με τη χήρα μητέρα του. Η ταινία, που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Το τραγούδι του δρόμου», είναι μια ινδική εκδοχή του ιταλικού νεορεαλισμού και αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο μέρος της περίφημης «Τριλογίας του Άπου», αποτέλεσε δε μεγάλη επιτυχία το 1955 στους κινηματογράφους της Βεγγάλης, ενώ το 1956 απέσπασε το βραβείο ουμανιστικού κινηματογράφου στις Κάννες.
Η αμέσως επόμενη ταινία του, το «Aparajito» («Ο ανίκητος»), και συνέχεια της προηγούμενης, δεν άρεσε στους συμπατριώτες του, ωστόσο ταξίδεψε μέχρι τη Βενετία και επέστρεψε με τον Χρυσό Λέοντα.
Αφού γύρισε και μια κωμική εκδοχή με ίδια θεματική, ολοκλήρωσε την τριλογία το 1959 με το «Apur Sansar» («Ο κόσμος του Απού»). Παρόλο που δεν υπήρχε πτυχή της παραγωγής που να μην περνάει από τα χέρια του (αφίσες, σκηνογραφία, κοστούμια – στις πρώτες ταινίες τη μουσική υπογράφει ο Ραβί Σανκάρ, αλλά σταδιακά άρχισε να γράφει ο ίδιος τη μουσική για τις ταινίες του), δεν έπαψε να ασχολείται με τη γραφιστική αλλά και με τη συγγραφή βιβλίων, δημιουργώντας πολύ γνωστούς χαρακτήρες της ινδικής ποπ κουλτούρας.
Ο Ρέι σκηνοθέτησε συνολικά τριάντα έξι ταινίες που χαρακτηρίζονται κυρίως από μια ρεαλιστική και λιτή φόρμα, φέροντας έναν βαθύ ανθρωπισμό, ενώ θεματικά επανέρχεται συχνά στη διάσταση μεταξύ της παραδοσιακής πλευράς της Ινδίας και των εκσυγχρονιστικών διαδικασιών.
Αν και δεν κάνει πολιτικές αναζητήσεις, τον απασχολούν ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας, η αποικιοκρατία και οι άκαμπτες δομές της κοινωνίας της Βεγγάλης. Οι ταινίες του αναφέρονται στην παρακμή της φεουδαρχίας και στην ανάδυση μιας φιλόδοξης αστικής τάξης και σε αυτές συνυπάρχουν με εντυπωσιακή αρμονία και ένα πολύ προσωπικό στυλ οι ινδουιστικές θρησκευτικές παραδόσεις και η ινδική μυθολογία με τον κοινωνικό προβληματισμό και το κριτικό βλέμμα του.
Το πλούσιο έργο του Ρέι, μεγαλεπήβολο και αυθεντικό, έχει καλύψει κάθε πιθανό είδος, από το ντοκιμαντέρ (π.χ. για τον μεγάλο δάσκαλό του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ) και τις ταινίες whodunit έως τις κωμωδίες και τα μιούζικαλ αλά Μπόλιγουντ.
Σε αρκετές από τις αριστουργηματικές του ταινίες, όπως το «Μουσικό Δωμάτιο» (1958), η «Μοναχική Σύζυγος» (1964, εμπνευσμένη από νουβέλα του Ταγκόρ), οι «Σκακιστές» (1977), που χαρακτηρίστηκε σαιξπηρικής ευφυΐας, συναντιούνται τα υπαρξιακά δεινά, τα ανθρώπινα πάθη αλλά και η δυτική ουμανιστική παράδοση με την εσωτερικότητα της Ανατολής.
Αυτό τον ανάγει αδιαμφισβήτητα σε μεγάλο auteur, αλλά εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι, έχοντας εμπλακεί προσωπικά σε όλα τα στάδια δημιουργίας των ταινιών του, από το σενάριο μέχρι τη σκηνοθεσία και από τη σύνθεση της μουσικής μέχρι τον σχεδιασμό των αφισών, αυτές οι 36 «χειροποίητες» ταινίες αποδεικνύουν την ολιστική προσέγγισή του ως δημιουργού.
Εκτός από τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, έχει κερδίσει μία Χρυσή και δύο Αργυρές Άρκτους στην Μπερλινάλε, δύο ειδικά βραβεία στις Κάννες, 36 νίκες στα Εθνικά Βραβεία της Ινδίας και πολλές ακόμη διεθνείς διακρίσεις, με αποκορύφωμα ένα τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο το 1992.
Ίσως σημαντικότερο όλων είναι η τεράστια εκτίμηση που τρέφουν γι' αυτόν διάσημοι ομότεχνοί του και οι αναφορές τους σε αυτόν. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ακίρα Κουροσάβα, που είπε ότι «αν δεν έχεις δει το σινεμά του Ρέι, είναι σαν να μην έχεις δει ποτέ σου τον ήλιο ή το φεγγάρι».
Πέθανε σε ηλικία μόλις 71 χρονών το 1992 σε κλινική της αγαπημένης του Καλκούτας, της πόλης που δεν εγκατέλειψε ποτέ, αρνούμενος να ξενιτευτεί ή να γυρίσει ταινία σε άλλη χώρα, και κυρίως σε άλλη γλώσσα από αυτή με την οποία μεγάλωσε. Να σημειώσουμε ότι για χρόνια κυκλοφορούσε μια φήμη ότι ο περίφημος «Ε.Τ.» του Σπίλμπεργκ βασίζεται σε σενάριο του Ρέι του 1967, το οποίο ήθελε να γυρίσει με τον Μάρλον Μπράντο και τον Πίτερ Σέλερς. Ποτέ δεν πήρε έγκριση, ωστόσο βρισκόταν στα συρτάρια μεγαλοπαραγωγών του Χόλιγουντ.
Στο αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδας παρουσιάζονται μερικές από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του, αυτές που απαρτίζουν την «Τριλογία του Απού» ( «Το τραγούδι του δρόμου», «Ο ανίκητος», «Ο κόσμος του Απού»), «Ο Άγιος», «Η μοναχική σύζυγος», «Η μεγάλη πόλη» κ.ά.
«Πέρασμα στην Ινδία με τη ματιά του Σατγιαζίτ Ρέι»
6-20 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Θα προβληθούν 9 μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας του, ανάμεσά τους και η σπουδαία «Τριλογία του Απού».
Oι ταινίες θα παιχτούν σε αποκατεστημένες κόπιες, με ελληνικούς και αγγλικούς υπότιτλους.
Το αφιέρωμα θα παρουσιαστεί ταυτόχρονα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα εδώ.