Από την πλευρά του πατέρα του ανήκε στον oίκο των Βισκόντι που είχε συνεχή παρουσία στην κοινωνική και πολιτική ζωή της βόρειας Ιταλίας από τον 14ο αιώνα. Ο συνονόματός του Λουκίνο Βισκόντι, κυβερνήτης του Μιλάνου και της Παβίας, ένας βάναυσος ηγεμόνας, βρέθηκε το 1349 δηλητηριασμένος, γεγονός που απάλλαξε τον λαό του αλλά και το περιβάλλον του από την τυραννία του, ενώ στη «Θεία Κωμωδία» ο Δάντης αναφέρεται στον φίλο του Ουγκολίνο Βισκόντι της Πίζας.
Όταν γεννήθηκε ο ίδιος το 1906, τέταρτος από επτά παιδιά, τα χρήματα του πατέρα του, Τζουζέπε Βισκόντι του Μοντρόνε, δούκας του Γκρατσάνο και κόμης του Λονάτε Ποτζόλο, και της κραταιής οικογένειας είχαν εξανεμιστεί πια. Ο ίδιος όμως ήταν ένας επινοητικός επιχειρηματίας και πάνω απ’ όλα ένας δημοκρατικός ευπατρίδης που νοιαζόταν για το κοινό καλό.
Η μητέρα του, Κάρλα Έρμπα, βέβαια, ως κληρονόμος της Φαρμακευτικής Βιομηχανίας ERBA διέθετε μία τεράστια περιουσία. Ήταν ένας καλός γάμος, μια συμφέρουσα συμφωνία που έφερε κοντά δύο γοητευτικούς ανθρώπους και δύο διαφορετικούς κόσμους, την παλιά αριστοκρατία με την αναδυόμενη μπουρζουαζία.
Ο μικρός Λουκίνο μεγάλωσε κεντρικά στο Μιλάνο, περιτριγυρισμένος από μνημεία και οικοδομήματα που είχαν χτίσει οι πρόγονοί του. Το ιστορικό αρχοντικό της Βία Τσέρβα με το οικόσημο των Βισκόντι, ένα νήπιο να ξεπροβάλλει από το στόμα ενός δράκου, δεν απείχε παρά ελάχιστα από τον Ντουόμο και τη Σκάλα. Επρόκειτο για ένα παλάτσο όπου τα τέσσερα αγόρια και τα τρία κορίτσια της οικογένειας μεγάλωναν μέσα σε μοναδική πολυτέλεια και εκπληκτικό γούστο, με έναν στρατό από υπηρέτες, νταντάδες και δασκάλους, αλλά και περιβαλλόμενα από την αγάπη του πατέρα τους για την τέχνη, τη μουσική και το θέατρο.
Σε μια μικρή σκηνή η οικογένεια ανέβαζε για την προσωπική της ψυχαγωγία έργα του Γκολντόνι και αυτοσχεδιαστικά σκετσάκια. Στα 14 του ο Λουκίνο έδωσε και το πρώτο του δημόσιο ρεσιτάλ βιολοντσέλου στο Ωδείο του Μιλάνου, καθώς από νωρίς έπαιρνε μαθήματα από τον σημαντικό τσελίστα Λορέντζο ντε Πάολις, εντρυφώντας στην κλασική μουσική.
Παράλληλα, συναναστρεφόταν οικογενειακούς φίλους όπως ο Τζάκομο Πουτσίνι και ο Αρτούρο Τοσκανίνι που ο παππούς του, Γκουίντο, είχε διορίσει διευθυντή στη Σκάλα, όταν κατάφερε να τη σώσει από χρεοκοπία. Εκεί η οικογένεια διατηρούσε το δικό της θεωρείο, δείγμα της υπεροχής της. Μια παραμυθένια ζωή που έμελλε να αναπαραστήσει στις ταινίες του, με όλες τις παθογένειες που έκρυβε η αστραφτερή επιφάνειά της, πλαισιωμένη στο ταραχώδες πολιτικό σκηνικό.
Μόνη «σκιά», ο χωρισμός των γονιών του, που διέσπασε την οικογένεια σε δύο στρατόπεδα. Ο Λουκίνο πήρε την πλευρά της μητέρας, κάτι αναμενόμενο, καθώς της είχε πάντα μεγάλη αδυναμία. Αυτό ήταν εμφανές και στο κινηματογραφικό του σύμπαν.
Παρέμεινε μέχρι τέλους ένας εστέτ αριστοκράτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι απαίτησε από τις αδελφές του να του αγοράσουν για τις μετακινήσεις του μια Ρολς Ρόις, καθώς οτιδήποτε άλλο θα έδειχνε την πτώση του και θα ερμηνευόταν ως ήττα.
Άλλο μεγάλο πάθος του ήταν η λογοτεχνία. Έχοντας πρόσβαση σε όλους τους σημαντικούς εκδοτικούς οίκους και στα βιβλιοπωλεία, προμηθευόταν οποιοδήποτε βιβλίο ήθελε να διαβάσει, ενώ ως έφηβος έμπλεκε σε συζητήσεις περί τέχνης με τους μεγαλυτέρους του.
Στα 18 του, αντί να πάρει τα ηνία της γιγάντιας επιχείρησης της μητέρας του, προτίμησε να υπηρετήσει στην αριστοκρατική στρατιωτική σχολή Πινερόλο του Τορίνο, όπου ως αξιωματικός επέδειξε απαράμιλλη αυστηρότητα, απαιτώντας απόλυτη πειθαρχία από τους στρατιώτες του, και, εκτός απ' όλα τα άλλα, ανέπτυξε μεγάλη αγάπη για τις ιπποδρομίες.
Με το τέλος της θητείας του αγόρασε ένα ιπποφορβείο και για 7 χρόνια αφιερώθηκε παθιασμένα στα άλογα και στην εκπαίδευσή τους. Το 1932 δικό του άλογο κέρδισε το Χρυσό Κύπελλο στους αγώνες της Ιταλικής Λέσχης Ιπποδρομιών, ιδρυτής της οποίας ήταν ο παππούς του. «Οι ιπποδρομίες αποτελούν εξαιρετική εμπειρία πειθαρχίας» δήλωνε χρόνια αργότερα στις συνεντεύξεις του.
Παράλληλα, εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για το θέατρο και το 1928 υπέγραψε σκηνικά για τις «Σοφές Συζύγους» του Κάρλο Γκολντόνι. Επισκεπτόταν συχνά το Παρίσι ‒μετά από μία από τις επισκέψεις του επέστρεψε με κινηματογραφική κάμερα‒, μια πόλη μεγάλης ελευθεριότητας και καλλιτεχνικής έξαρσης, σε αντίθεση με τη φασιστοκρατούμενη Ιταλία, όπου απέκτησε σημαντικές φιλίες.
Ακριβώς εκείνο το διάστημα γνωρίζεται στο χειμερινό Κίτσμπουελ με την Αυστριακή πριγκίπισσα Ίρμα Βίντις-Γκρετς την οποία ερωτεύεται βαθιά. Ακόμα είναι ένας αυστηρών αρχών, αγέλαστος και άκαμπτος άντρας, από τους ωραίους και περισπούδαστους, με πατριωτικό και μιλιταριστικό φρόνημα, που η πειθαρχία και το σφρίγος της ναζιστικής νεολαίας τον έχουν αφήσει άναυδο. Ο έρωτας συζητιέται πολύ, όλη η υψηλή κοινωνία της Βιέννης και της Ρώμης αναμένει την αναγγελία ενός γάμου, αλλά ο πατέρας της πρίγκιπας, Ούγκο, δεν δίνει τη συγκατάθεση του. Αυτό με όρους της τάξης τους σήμαινε απόρριψη. Ο γάμος δεν θα γινόταν ποτέ. Άλλωστε ο προορισμός του Λουκίνο ήταν αλλού. Το ήξερε κι εκείνη. Λίγο μετά, ένας θυελλώδης έρωτας με τον Γερμανό φωτογράφο της Vogue, Χορστ, που γνώρισε στο Παρίσι, τον έκανε να συνειδητοποιήσει οριστικά ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Μία από τις φιλίες του στο Παρίσι ήταν η Κοκό Σανέλ. Εκείνη, θέλοντας να βοηθήσει τον κατά πολύ νεότερο φίλο της να βρει τον δρόμο του, τον σύστησε στον Ζαν Ρενουάρ, γιο του μεγάλου ζωγράφου, κεραμίστα και σκηνοθέτη. Εκείνος τον έχρισε τρίτο του βοηθό στις ταινίες «Τονί» του 1935 και «Εκδρομή στην εξοχή» του 1936, όπου ανέλαβε και τα κοστούμια. Η εμπειρία αποδείχτηκε μεγάλο σχολείο, εντάσσοντάς τον στην εκλεκτή παρέα του κύκλου του Ρενουάρ και μαζί στην κομμουνιστική ιδεολογία.
Τέλη της δεκαετίας του '30 επισκέφτηκε τη Νέα Υόρκη. Η Αμερική δεν τον κέρδισε ‒ πως θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, εξάλλου, για έναν Λομβαρδό που είχε μεγαλώσει με τη βασιλικών προδιαγραφών οικογενειακή παράδοση και στην ιταλική εξοχή, στο πατρογονικό κάστρο του Γκρατσάνο και στην «Κάζα Έρμπα» στη λίμνη Κουόμο. Αντιθέτως, απόλαυσε μια κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά με θαλαμηγό της οικογένειας Κρουπ ‒ ακριβώς εκείνης το προφίλ θα σκιαγραφούσε σε μία από τις σημαντικότερες ταινίες του.
Με τον Ρενουάρ ξεκίνησαν να προετοιμάζουν την κινηματογραφική διασκευή της «Τόσκα», και μάλιστα στην Ιταλία όπου ο Γάλλος σκηνοθέτης πήγε καλεσμένος του Μουσολίνι, που δήλωνε θαυμαστής του, αλλά τους πρόλαβε η κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η περίοδος του πολέμου δεν τον απομόνωσε καλλιτεχνικά. Έχοντας χάσει ήδη και τους δυο γονείς του, όντας συνειδητοποιημένος κομμουνιστής, εστέτ αριστοκράτης και ανοιχτά ομοφυλόφιλος ‒αν και δεν το διαλαλούσε, άλλωστε δεν διέθετε καθόλου χιούμορ και καμία αίσθηση αυτοσαρκασμού‒ και έχοντας ξεκινήσει ήδη την καριέρα του ως σκηνοθέτης θεάτρου το 1936, έθεσε ως στόχο του τη δημιουργία ενός νέου ιταλικού κινηματογράφου, πέρα από τις αισθηματικές κωμωδίες και τα ρομάντζα «λευκού τηλεφώνου», όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν.
Επηρεασμένος από το περιοδικό «Cinema», στο οποίο αντιφασίστες διανοούμενοι και καλλιτέχνες, όπως ο Τζουζέπε ντε Σάντις, ο Τζιάνι Πουτσίνι και ο Μάριο Αλικάτα, ευαγγελίζονταν «μια επαναστατική τέχνη εμπνευσμένη από μια ανθρωπότητα που υποφέρει και ελπίζει», γράφει και δημοσιεύει το 1941 το δικό του οργισμένο μανιφέστο με τίτλο «Τα πτώματα στο νεκροταφείο» ενάντια στους πνευματικούς ταγούς του φασιστικού καθεστώτος.
Η λογοκρισία τού απαγορεύει να γυρίσει την «Γκραμίνα» του Τζιοβάνι Βέργκα και στρέφεται σε μια άλλη ιδέα. Προσαρμόζει στην ιταλική πραγματικότητα το αστυνομικό θρίλερ του Τζέιμς Κέιν «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» και έτσι γεννιέται το αριστουργηματικό «Οσεσιόνε» του 1942, η ιστορία μιας παθιασμένης σχέσης μεταξύ μιας νέας γυναίκας, ενός ταβερνιάρη και ενός περιφερόμενου τυχοδιώκτη στην κοιλάδα του Πάδου. Το παράνομο ζευγάρι (Μάσιμο Τζιρότι, Κλάρα Καλαμάι) συνωμοτεί και δολοφονεί τον σύζυγο, αλλά η κατάληξή του είναι ακόμα χειρότερη.
Η ταινία, που δεν ωραιοποιεί τίποτα προβάλλοντας τη φτώχεια της υπαίθρου, εξόργισε το φασιστικό καθεστώς και τον Βιτόριο Μουσολίνι, γιο του δικτάτορα που είχε εξουσία στον χώρο της κινηματογραφίας, καθώς παρουσίαζε την πλέον εξαθλιωμένη πλευρά της χώρας. Παρ' όλα αυτά, έγινε λαϊκός θρύλος χάρη στις απανωτές απαγορεύσεις, εγκαινιάζοντας συγχρόνως ένα νέο είδος κινηματογράφου, τον ιταλικό νεορεαλισμό.
Η πολιτική κατάσταση χειροτέρεψε όταν έπεσε ο Μουσολίνι και η Ιταλία βρέθηκε υπό ναζιστική κατοχή. Ο κόμης Λουκίνο Βισκόντι πρόσφερε καταφύγιο σε κομμουνιστές αντιστασιακούς στο σπίτι του στη Ρώμη, μια βίλα στην αριστοκρατική Βία Σαλάρια.
Το 1944, λίγο μετά τη σφαγή του Φόσε Αρντενατίνε, όπου εκτελέστηκαν για αντίποινα μέσα σε σπηλιά 320 αγωνιστές, συνελήφθη από τους συνεργάτες φασίστες των Ες-Ες και ξυλοκοπήθηκε άγρια για εννέα μερόνυχτα για να καταδώσει ονόματα. Αρνούμενος να το κάνει, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά στις 4 Ιουνίου κατάφερε να δραπετεύσει. Ήταν η μέρα που παρέλαυναν στη Ρώμη οι συμμαχικές δυνάμεις.
Με την απελευθέρωση, το 1945, επέστρεψε στο θέατρο, ξεκινώντας μια μεγαλειώδη καλλιτεχνική διαδρομή. Πρώτες παραστάσεις οι «Τρομεροί Γονείς» του Κοκτό, η «Πέμπτη Στήλη» του Χέμινγουεϊ, η «Αντιγόνη» του Ανούιγ, το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ. Σχεδόν όλες προκάλεσαν σκάνδαλο. Θα ακολουθούσαν το επόμενο χρόνο οι «Γάμοι του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ, το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, ο «Γυάλινος Κόσμος» του Γουίλιαμς. Το 1947 προσέλαβε τον Σαλβαντόρ Νταλί για τα σκηνικά και τα κοστούμια του «Όπως σας αρέσει» του Σαίξπηρ.
Αν και πράγματι οι περισσότερες παραστάσεις του σημείωναν επιτυχία, οι οικονομικές προδιαγραφές ήταν σαν να μην τον αφορούσαν ‒ δεν διέθετε κανένα μέτρο σε πρακτικά ζητήματα. Είχε πολυπρόσωπες διανομές και στο τέλος, όταν αποφάσιζε να ανεβάσει μικρά έργα, δεσμευόταν να πληρώνει μισθούς σε ανθρώπους που δεν είχαν ρόλο. Όπως ήταν φυσικό, η οικογένεια συχνά καλούνταν να πληρώσει τα σπασμένα, εξανεμίζοντας σιγά-σιγά μια μεγάλη περιουσία.
Ένα από τα αξιομνημόνευτα βήματά του αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν η συμμετοχή του στις δίκες των εγκληματιών της ναζιστικής κατοχής στη Ρώμη για λογαριασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Μαζί με τους Ντε Σάντις και Σεραντρέι συνυπέγραψε το ντοκιμαντέρ «Μέρες Δόξας».
Το 1947, πάλι με χρηματοδότηση του ΚΚΙ, ταξίδεψε στη Σικελία για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή των φτωχών ψαράδων στην Κατάνια. Συγκλονισμένος από τις φρικτές συνθήκες εκμετάλλευσής τους, γύρισε την ταινία του προσαρμόζοντας το μυθιστόρημα του 19ου αι. «I Malavoglia» του Τζοβάνι Βέργκα στις σύγχρονές του συνθήκες και μετατρέποντας το ντοκιμαντέρ σε μυθοπλασία με αυθεντικούς ήρωες αντί ηθοποιούς. Άλλωστε, ο χρόνος εκεί είχε παγώσει.
Με συνεργείο μέλη του ΙΚΚ και βοηθούς του τον Φράνκο Τζεφιρέλι, με τον οποίον διατηρούσε ερωτικό δεσμό, και τον Φραντσέσκο Ρόσι ξεκίνησε να γυρίζει κάτω από τις πιο απίθανες και αντίξοες συνθήκες, ενώ τα λεφτά είχαν τελειώσει. Έχοντας βρεθεί σε αδιέξοδο, αλλά διατηρώντας το όραμά του, πούλησε στο 1/10 της αξίας του ένα πολυτελές διαμέρισμά του στο Μιλάνο, κληρονομιά της μητέρας του. Αποτέλεσμα, μια ταινία ανυπέρβλητου λυρισμού, το «Η γη τρέμει» («La terra trema»). Γυρισμένη στην τοπική διάλεκτο, εντελώς ακαταλαβίστικη για τους υπόλοιπους Ιταλούς, αποτέλεσε την απόλυτη εισπρακτική αποτυχία.
Το 1951 επέστρεψε σε ένα άρτιο λαϊκό σινεμά με πρωταγωνίστρια τη σαρωτική Άνα Μανιάνι. Η «Μπελίσιμα» αποκαλύπτει όλο το παρασκήνιο πίσω από τον φανταχτερό κόσμο του κινηματογράφου, καθώς δείχνει την προσπάθεια μιας μητέρας να κερδίσει η κορούλα της ρόλο σε μια παράγωγη της Τσινετσιτά.
Η επόμενη και πρώτη του έγχρωμη ταινία, το ερωτικό υστερικό δράμα «Σένσο», γυρισμένη το 1954 και βασισμένη σε νουβέλα του λιμπρετίστα της όπερας Καμίλο Μπόιτο, με τη συνεισφορά στους διαλόγους του Τένεσι Γουίλιαμς και του Πολ Μπόουλς, αφορά έναν ακόμα παράνομο έρωτα με πολιτικο-ιστορικό φόντο τη Βενετία του 1866. Η κόμισα Λίβια Σερπιέρι, την οποία υποδύεται η Αλίντα Βάλι, ερωτεύεται τον λοχαγό του κατοχικού αυστριακού στρατού και τυχοδιώκτη Φραντς Μάλερ και στην αγωνία της να τον κρατήσει κοντά της του δίνει χρήματα από έρανο για τον εθνικοπατριωτικό αγώνα που της έχουν εμπιστευτεί, ώστε να λαδώσει γιατρό και να μην τον στείλει στον πόλεμο. Όταν διαπιστώνει την απιστία του, καταρρέει και καταδίδει τον εραστή της, ο οποίος εκτελείται.
Αυτό το πλέον οπερατικό φιλμ του Βισκόντι θα έλεγε κανείς ότι το γύρισε ξεπατικώνοντας όλους τους σκηνικούς κώδικες της Μαρίας Κάλλας, μιας καλλιτέχνιδας με την οποία είχε συνδεθεί ήδη, ξεκινώντας τις μεγάλες τους επιτυχίες στη Σκάλα: «Εσιτιάδα», «Υπνοβάτις» («Sonnambula»), «Τραβιάτα», «Άννα Μπολένα», «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Όλα ανεπανάληπτοι θρίαμβοι, καθώς δύο μεγαλοφυΐες ενώθηκαν και παρουσίασαν αξιομνημόνευτης ομορφιάς και τελειότητας λυρικές παραστάσεις-ορόσημα στην ιστορία της όπερας.
Το 1960 ο Βισκόντι συναντήθηκε με μια άλλη σπουδαία Ελληνίδα, την Κατίνα Παξινού, σε μια ταινία-σταθμό γυρισμένη στην πόλη του, το Μιλάνο. Πρόκειται για τον «Ρόκο και τ' αδέλφια του», με πρωταγωνιστές τον Αλέν Ντελόν και την Ανί Ζιραρντό, αλλά και τους Ρενάτο Σαλβατόρι, Κλαούντια Καρντινάλε, Σπύρο Φωκά. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας μεταναστών από τον Νότο που εγκαθίσταται στον βιομηχανικό Βορρά για να δουλέψει. Η Παξινού/Ροζάρια Παρόντι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αδέλφια που έρχονται σε ρήξη για μια γυναίκα, ενώ οι οικογενειακοί δεσμοί διαλύονται από τον αγώνα για καθημερινή επιβίωση και την απώλεια των παραδοσιακών αξιών.
Το 1963 ήταν η χρονιά που ο Βισκόντι κόντεψε να τινάξει την Τράπεζα της Ιταλίας στον αέρα, όταν ξεπέρασε κάθε οικονομική απαίτηση για να γυρίσει το πιο διάσημο διεθνώς αριστούργημά του, τον «Γατόπαρδο». Βασισμένος στο μετά θάνατον μπεστ σέλερ του Τζουζέπε Τομάσι ντι Λαμπεντούζα, είναι η ιστορία της νεότερης Ιταλίας, καθώς ο πόλεμος για την Ένωση του Γκαριμπάλντι φέρνει στη Σικελία του 1860 την παλιά αριστοκρατία και την ιστορική της παράδοση σε συμβιβασμό με την αστική τάξη που καραδοκεί. Ο πρίγκιπας Σαλίνα, τον οποίο υποδύεται ο Αμερικανός σούπερ σταρ της εποχής Μπαρτ Λάνκαστερ, παντρεύει τον ανιψιό του Τανκρέντι (Αλέν Ντελόν) με την κόρη του άξεστου και νεόπλουτου δημάρχου του χωριού, Ντον Καλόγκερο, την πανέμορφη Αντζέλικα (Κλαούντια Καρντινάλε).
Πρόκειται για μια υπόθεση που ο Βισκόντι έφερε στα μέτρα του από κάθε άποψη. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην είναι αυθεντικό, από τα κοστούμια, τα αξεσουάρ και το ντεκόρ μέχρι τους ίδιους τους κομπάρσους, καθώς κάλεσε προσωπικούς του φίλους της παλιάς αριστοκρατίας να συμμετάσχουν. Με την αξέχαστη μουσική του Νίνο Ρότα, το περίφημο άγνωστο βαλς του Βέρντι που χορεύουν ο Λάνκαστερ και η Καρντινάλε αποτελεί εμβληματική σκηνή της παγκόσμιας φιλμογραφίας. Δικαίως απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Η επόμενη σημαντική ταινία του ήρθε το 1968 με τους «Καταραμένους», με τους Ντερκ Μπόγκαρντ, Ίνγκριντ Τούλιν, Σαρλότ Ράμπλινγκ και Χέλμουτ Μπέργκερ. Ήταν ο πρώτος βισκοντικός ρόλος για τον Μπέργκερ, έναν εκπάγλου καλλονής Αυστριακό που ο σκηνοθέτης εντόπισε στο ξενοδοχείο των γονιών του, όπου εργαζόταν, και πήρε μαζί του στη Ρώμη. Με φόντο την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία μια παντοδύναμη οικογένεια που ασχολείται με τη χαλυβουργία ασπάζεται τον ναζισμό, στηρίζοντάς τον οικονομικά. Η περιρρέουσα χλιδή των οικογενειακών συνηθειών μοιάζει με τη ζωή στο αρχοντικό όπου μεγάλωσε ο ίδιος. Στην ταινία συμπεριέλαβε τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», το μακελειό των SA τον Ιούνιο του 1934, όταν τάγμα που θεωρούνταν άντρο ομοφυλόφιλων στρατιωτικών αποδεκατίστηκε από το ίδιο το ναζιστικό κόμμα.
H διάσημη σκηνή του βαλς από την ταινία «Ο Γατόπαρδος»
Στον Χέλμουτ Μπέργκερ ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και της επόμενης ταινίας του, «Λούντβιχ», βασισμένης στην ιστορία του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου με την εμμονή για τον Βάγκνερ. Γύρω από την κεντρική ιδέα αναπτύσσεται όλο το πολιτικό παρασκήνιο του 1864 και οι πλεκτάνες που το συνοδεύουν. Στην περίφημη «Γοητεία της Αμαρτίας» ο Μπέργκερ ερμηνεύει έναν ζιγκολό πολυτελείας που ζει με την ερωμένη του Σιλβάνα Μάγκανο. Μάταια προσπαθεί ο παλιός καθηγητής και διανοούμενος γείτονάς τους Μπαρτ Λάνκαστερ να τους διδάξει τη ζωή μέσα από την τέχνη. Ένα έργο δωματίου που μοιάζει περισσότερο με πνευματική παρακαταθήκη του Βισκόντι.
Για πολλούς σινεφίλ, πάντως, ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης είναι συνυφασμένος με τον θρυλικό «Θάνατο στη Βενετία» με τα εξαιρετικά κοστούμια του Πιέρο Τόζι, που τοποθετείται σε μια Βενετία που ρημάζει από έναν ύποπτο λοιμό, ενώ η αριστοκρατία συνεχίζει την ανέμελη ζωή στο θέρετρο Hotel des Bains. Στιγμιότυπα απίστευτης αισθητικής τελειότητας, εικόνες της παλιάς ανώτερης τάξης των αρχών του 20ού αι. που φέρνουν στο μυαλό την «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου» του Μαρσέλ Προυστ ‒ ήταν όνειρο του Βισκόντι να το μεταφέρει στον κινηματογράφο, όμως δεν πρόλαβε να το πραγματοποιήσει.
Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Τόμας Μαν, το διασκεύασε με τέτοιον τρόπο που εμπλέκει βιογραφικά στοιχεία του Γκούσταβ Μάλερ. Άλλωστε η 3η και η 5η συμφωνία είναι τα πλέον χαρακτηριστικά μουσικά μοτίβα της ταινίας. Η ομορφιά και η νιότη αγγίζουν την τελειότητα και ασπάζονται τον θάνατο ως την κορύφωση της μεγάλης τέχνης. Παίζουν ο Ντερκ Μπόγκαρντ, η Σιλβάνα Μάγκανο και ο Σουηδός έφηβος Μπιορν Άντρεσεν που επελέγη μέσα από μια μαραθώνια οντισιόν 500 νέων για τον ρόλο του όμορφου Τάτζιο.
Μια θρόμβωση το 1972 είχε αφήσει τον Λουκίνο Βισκόντι ημιπαράλυτο, με αποτέλεσμα να δουλεύει τα τελευταία χρόνια της ζωής του από αναπηρικό αμαξίδιο. Έτσι ολοκλήρωσε το μοντάζ του «Λούντβιχ», αλλά και της τελευταίας του ταινίας «Ο αθώος», μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκαμπριέλε ντ'Ανούντσιο, στην έπαυλη στη λίμνη Κουόμο.
Η κατάστασή του δεν τον πτοούσε και το καλοκαίρι του 1973 σκηνοθέτησε με μεγάλη επιτυχία τη «Μανόν Λεσκό» στο Φεστιβάλ του Σπολέτο. Παρέμεινε μέχρι τέλους ένας εστέτ αριστοκράτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι απαίτησε από τις αδελφές του να του αγοράσουν για τις μετακινήσεις του μια Ρολς Ρόις, καθώς οτιδήποτε άλλο θα έδειχνε την πτώση του και θα ερμηνευόταν ως ήττα.
Απεβίωσε στις 17 Μαρτίου του 1976. Η διπλή κηδεία του, πολιτική από το ΚΚΙ και θρησκευτική από την οικογένειά του, συγκέντρωσε πλήθος κόσμου, ενώ παρόντες ήταν ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, ο δήμαρχος της Ρώμης, διασημότητες, συνεργάτες, ηθοποιοί, διανοούμενοι, νοερά ολόκληρη η Ιταλία της παράδοσης και της αριστεράς.