Προσκεκλημένη στο 12ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, στο ειδικό αφιέρωμα στις διευθύντριες φωτογραφίας «Με τον φακό των γυναικών», η Ιταλίδα Ντάρια Ντ’ Αντόνιο είναι η μοναδική γυναίκα που έχει διακριθεί με το βραβείο Globo d’oro για τις ταινίες «La pelle dell’orso» και «Ricordi?» («Θυμάσαι;») αλλά και με το κορυφαίο βραβείο της Ιταλίας Davide Di Donatello για την τελευταία ταινία του Πάολο Σορεντίνο «Το χέρι του θεού» που είναι γυρισμένη στη Νάπολη, την πόλη από όπου ξεκίνησαν όλα τόσο για τον διάσημο σκηνοθέτη όσο και για εκείνη. Συναντηθήκαμε λίγες ώρες πριν επιστρέψει στη Ρώμη, ένα κυριακάτικο πρωινό, σε μια Αθήνα που την έλουζε ο δυνατός ήλιος. Το γνωστό αττικό φως που στην Ντάρια θυμίζει το φως του ιταλικού Νότου.
— Υπάρχουν πολλές διευθύντριες φωτογραφίας που εργάζονται στην Ιταλία;
Σε μεγάλες παραγωγές είμαστε δύο ανάμεσα σε δεκατρείς που εργαζόμαστε στον κινηματογράφο. Οι υπόλοιπες εργάζονται στην τηλεόραση, σε ντοκιμαντέρ και αλλού. Υπάρχουν και δύο Νοτιοαμερικάνες που δουλεύουν μεταξύ Ιταλίας, Μεξικού και Χιλής.
— Σε ποια ηλικία μπήκες στον χώρο του κινηματογράφου;
Στα 18, αλλά πέρασα από διάφορα πόστα παραγωγής μέχρι να καταλήξω σε αυτό που κάνω τώρα. Το οποίο συνέβη χάρη στη γνωριμία μου με τον μέντορά μου Λούκα Μπιγκάτσι, έναν από τους διασημότερους διευθυντές φωτογραφίας της Ιταλίας. Συνεργάζεται σταθερά με τον Πάολο Σορεντίνο.
— Είχες σπουδάσει κάτι σχετικό προηγουμένως;
Όχι, είχα ξεκινήσει να σπουδάζω λογοτεχνία, την οποία δεν τέλειωσα. Εκείνο τον καιρό είχα μεγάλη αγάπη για την καλλιτεχνική φωτογραφία. Ήταν ένα πάθος μου, έβγαζα φωτογραφίες, τις τύπωνα η ίδια, έκανα και μια σειρά φωτογραφιών για μια φίλη χορεύτρια του Μπούτο.
Ο Νότος είναι σκληρός αλλά γεμάτος ενέργεια και πάθος, στοιχεία που τον κάνουν πολιτισμικά πιο ενδιαφέροντα από τον Βορρά. Χαίρομαι που μεγάλωσα στην Νάπολη, είναι ένας τόπος γεμάτος αντιθέσεις, ενέργεια και δημιουργικότητα.
— Αλήθεια, πού γεννήθηκες;
Στη Νάπολη, όπως και ο Πάολο Σορεντίνο..
— Πώς ήταν να μεγαλώνεις σε μια πόλη της μαφίας;
Εμείς είχαμε την Καμόρα.
— Σωστά, έχει κάνει και μια ταινία γι’αυτήν η Λίνα Βερτμίλερ.
Ήταν και αυτή από την Νάπολη.
— Λοιπόν, πώς ήταν η ζωή τα χρόνια που ήσουν παιδί;
Όταν είσαι παιδί και έχεις αξιοπρεπείς γονείς, δεν έχει καμία σημασία ποιο είναι το περιβάλλον. Μάλιστα, μεγάλωσα στην καρδιά της γειτονιάς της Καμόρα, στη Forcella. Οι γονείς μου διατηρούσαν εκεί ένα μικρό εστιατόριο όπου δούλευα κι εγώ όταν τέλειωνα το σχολείο. Ήταν έξυπνοι και ευγενικοί άνθρωποι, δεν με έκαναν ποτέ να νιώσω κοινωνικές διαφορές, ότι είτε εμείς είτε οι άλλοι ήμασταν ή ήταν εκείνοι ανώτεροι από τους υπόλοιπους. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να ζεις με τους ανθρώπους χωρίς προκαταλήψεις. Μεγαλώνοντας έπαιζα με τα παιδιά των μελών της Καμόρα, φυσικά με συστάσεις από την πλευρά των γονιών μου, καθώς δεν ήταν μια φυσιολογική κατάσταση. Ήταν πράγματα τα οποία οι γονείς μου μού τα είχαν διδάξει. Ο Νότος είναι σκληρός αλλά γεμάτος ενέργεια και πάθος, στοιχεία που τον κάνουν πολιτισμικά πιο ενδιαφέροντα από τον Βορρά. Χαίρομαι που μεγάλωσα στη Νάπολη, είναι ένας τόπος γεμάτος αντιθέσεις, ενέργεια και δημιουργικότητα.
— Ήταν κρυφό σου όνειρο να γίνεις διευθύντρια φωτογραφίας;
Όχι, όταν μπήκα στον κινηματογράφο δεν ήξερα καθόλου σε ποιον επαγγελματικό χώρο θα κατέληγα, αλλά αίφνης ήταν σαν να βρήκα μια οικογένεια. Η συνεργασία ανάμεσα σε όλα τα μέλη της παραγωγής, ο τρόπος τους ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Αμέσως έγινα μία από αυτούς.
— Ποια ήταν η πρώτη δουλειά που σε έβαλαν να κάνεις;
Αρχικά ήμουν υπεύθυνη στο video control και μετά δεύτερη βοηθός στην κάμερα, μέχρι που γνώρισα στη δεύτερη ή στην τρίτη μου ταινία τον Λούκα Μπιγκάτσι. Χρησιμοποιούσε περισσότερες από μία κάμερες και σχετικά σύντομα με ξεχώρισε, ορίζοντάς με camerawoman. Αποφάσισε ότι ήμουν το σωστό πρόσωπο. Νομίζω ότι κατάλαβε πριν από εμένα ότι θα γινόμουν μια καλή διευθύντρια φωτογραφίας.
— Ήσουν ήδη still photographer.
Είναι διαφορετικό, αλλά η ευαισθησία είναι η ίδια.
— Ποιους δημιουργούς ξεχώριζες από τη μεγάλη παράδοση του ιταλικού σινεμά;
Αγαπούσα κι εξακολουθώ να αγαπώ τις ταινίες του Μπερτολούτσι, του Παζολίνι, του Ροσελίνι και του Πιέτρο Τζέρμα, ενός σκηνοθέτη που έχει κάνει μερικά από τα αριστουργήματα του ιταλικού σινεμά, σπουδαίες ταινίες όπου φωτογράφιζε την πραγματικότητα.
— Ο Πιέτρο Τζέρμα είναι λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα, αν και είναι γνωστές οι ταινίες του. Πότε άρχισες να παρατηρείς τη φωτογραφία στις ταινίες;
Όχι νωρίς, έδινα μεγαλύτερη σημασία στην αφήγηση της ιστορίας. Πιστεύω ότι είναι το πιο σημαντικό κομμάτι μιας ταινίας. Σίγουρα είναι το πιο σημαντικό κομμάτι στη δική μου δουλειά, είναι ο οδηγός μου.
— Ωστόσο, ποια ήταν η πρώτη φορά που πρόσεξες τη φωτογραφία μιας ταινίας;
Στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» και στον «Κομφορμίστα». Και οι δύο του Βιτόριο Στοράρο.
— Σπουδαίος! Γνωρίζεστε;
Πρώτη φορά στη ζωή μου τον συνάντησα όταν ήμουν παιδί, σε διακοπές με την οικογένειά μου, μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο. Τώρα που πήρα το βραβείο Ντονατέλο μού έστειλε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα.
— Ποια είναι η κατάσταση της Τσινετσιτά σήμερα;
Μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε περισσότερο σαν τουριστικό αξιοθέατο, να επισκεφθείς το στούντιο 5 που γύριζε τις ταινίες του ο Φελίνι, όπου έχουν στημένα κάποια από τα σκηνικά των ταινιών του. Πέρασε μια μεγάλη περίοδος παρακμής που οι ιθύνοντες ενδιαφερόντουσαν μόνο για το χρήμα και καθόλου για τον κινηματογράφο, αλλά τώρα με καινούργια διοίκηση ελπίζω ότι θα έχει καλύτερο μέλλον. Έχουν βάλει έναν νέο σε ηλικία διευθυντή με διεθνές όραμα. Τώρα ολοκληρώνει εκεί μια νέα ταινία ο Ρίντλεϊ Σκοτ.
— Ποιους διεθνείς διευθυντές φωτογραφίας εκτιμάς;
Αρκετούς, την Ανιές Γκοντάρ, που είναι επίσης προσκεκλημένη στην Αθήνα από την Ταινιοθήκη, τον Emmanuel Lubenski, τον Roger Deakins.
— Ελληνικό κινηματογράφο έχεις δει;
Βέβαια, Λάνθιμο! Μου έχουν αρέσει πολύ ο «Κυνόδοντας» και η «Ευνοούμενη».
— Η παλιότερη γενιά Ιταλών θαύμαζε τον Αγγελόπουλο. Μάλιστα, στην τελευταία του ταινία που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει συμμετείχε και ο Τόνι Σερβίλο, ο πρωταγωνιστής του Σορεντίνο.
Ναι, το ξέρω, μου είπε ότι ήταν μπροστά όταν συνέβη το ατύχημα. Έχω δει κάποιες ταινίες του, θυμάμαι το «Βλέμμα του Οδυσσέα». Έχει κάνει μια ταινία με τον Νέστορ Αλμέντρος;
— Όχι, καμία. Θα το ήξερα, είναι ο δικός μου αγαπημένος διευθυντής φωτογραφίας.
Από τους πιο σημαντικούς διεθνώς, άλλαξε τον τρόπο αφήγησης του κινηματογράφου. Αποτελεί και για μένα αναφορά.
— Έχεις εργαστεί για τις περισσότερες ταινίες του Σορεντίνο. Πότε γνωριστήκατε;
Τον συνάντησα πρώτη φορά στα 20 μου, όταν εργαζόμουν σε μία ταινία του Antonio Copuano στην οποία είχε συνεργαστεί στο σενάριο και πέρασε από το γύρισμα να χαιρετήσει.
— Ξέρω ότι χειριζόσουν την κάμερα σε αρκετές από τις ταινίες του. Ήσουν και στο «Il Divo» που αγαπώ ιδιαίτερα;
Ναι, βέβαια! Νομίζω ότι το «Il Divo» είναι η πιο ωραία του ταινία.
— Χρησιμοποιεί την κάμερα με πολύπλοκους τρόπους.
Ο Πάολο έχει μια ιδιαίτερα μπαρόκ αντίληψη της πραγματικότητας. Προσπαθεί να καταλάβει την κίνηση της κάμερας, το βλέμμα της.
— Πολύ προσωπικό στυλ, θα είναι εξοντωτικά τα γυρίσματα.
Ναι, αλλά έχουν πολλή δημιουργικότητα. Κάθε μέρα ζητάει το δυσκολότερο και περιμένει από εσένα το μέγιστο που μπορείς να δώσεις.
— Η «Τέλεια ομορφιά» μοιάζει σαν φόρος τιμής στον Φελίνι.
Είναι φορτωμένη με τόσες πολλές πληροφορίες που φοβάμαι ότι το κοινό αδυνατεί να τις αφομοιώσει όλες. Πάντα οι ταινίες του Πάολο απαιτούν κάποιο χρόνο ώστε ο θεατής να προσλάβει και να αφομοιώσει τα πάντα. Ξεχειλίζουν από αναφορές. Αλλά στην τελευταία συνέβαινε το αντίθετο.
— Το «Χέρι του θεού» της οποίας υπογράφεις τη φωτογραφία και είναι αυτοβιογραφική.
Ναι σε μεγάλο βαθμό, αλλά πρόσθεσε αρκετή μυθοπλασία. Η ουσία πάντως βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.
— Κι έτσι και οι δυο σας επιστρέψατε στη γενέτειρά σας. Η κοινή σας καταγωγή ήταν και ο λόγος που σου την ανέθεσε εξολοκλήρου;
Νομίζω ναι, αλλά είμαστε πολύ δεμένοι και συνεργαζόμαστε θαυμάσια. Για εμένα ήταν πολύ σημαντικό να αφηγηθώ την ιστορία του γιατί ήταν σαν αφηγούμουν ένα μέρος της δικής μου ιστορίας, της δικής μου εφηβείας. Οπότε όταν μιλήσαμε για την ταινία, μου είπε ότι πράγματι επρόκειτο για μια αυτοβιογραφική ταινία, αλλά παράλληλα είναι και η ιστορία όποιου ερωτεύτηκε τον κινηματογράφο και γίνεται το πάθος του. Αυτό κατέληξε να γίνει κομμάτι της καρδιάς μου και είναι σαν να κοιτούσα τη Νάπολη εκ νέου, με τα ίδια μάτια της νιότης.
— Οπότε ταυτίστηκες μαζί του…
Ναι, βέβαια! Είναι πολύ παράξενο να επιστρέφεις στον τόπο όπου μεγάλωσες.
— Ήταν η πρώτη σου ταινία στη Νάπολη;
Όχι, είχα κάνει άλλη μία της Κριστίνα Κομεντσίνι, κόρης του Λουίτζι Κομεντσίνι, το «Tornare».
— Που σημαίνει «επιστρέφοντας»! Το μέλλον του ιταλικού κινηματογράφου είναι το Netflix;
Χρηματοδοτεί πολλές τηλεοπτικές σειρές αλλά όχι για τις αίθουσες. Συνεργάζομαι με το Netflix, όπως και η Ιταλική Ακαδημία Κινηματογράφου και ο μέντοράς μου Λούκα Μπιγκάτσι.
— Θα κάνεις και την επόμενη του Σορεντίνο ή θα την κάνει ο Μπιγκάτσι;
Δεν ξέρω. Είμαστε σαν οικογένεια, σε πολύ καλή σχέση, δεν έχει σημασία ποιος θα την κάνει.
— Το φεστιβάλ παρουσίασε μια γυναικεία σου ταινία, το «Flesh out». Είναι μια χειροποίητη ταινία γυρισμένη στη Μαυριτανία από γυναίκα σκηνοθέτη και αφορά γυναικεία θέματα.
Ναι, πολύ απλή και συγχρόνως σημαντική. Δουλέψαμε με ελάχιστο συνεργείο και χωρίς φώτα. Σου άρεσε;
— Ναι, πολύ, ατμοσφαιρική και ουσιαστική. Θέλεις να σκηνοθετήσεις η ίδια;
Για την ώρα όχι. Θέλω να παραμείνω συνεργάτης σκηνοθετών. Δεν έχω την ανάγκη αυτή, ίσως μεγαλώνοντας.
— Θεωρείς το ελληνικό φως διαφορετικό από εκείνο του ευρωπαϊκού βορρά;
Νομίζω ότι είναι ίδιο με εκείνο της Νάπολης, μεσογειακό. Μου είναι πολύ οικείο. Πολύ ωμό, πολύ δυνατό, αλλά συγχρόνως ζεστό, θερμό. Για όσους έρχονται από τον Βορρά είναι μια αποκάλυψη. Ξέρεις, η μεγαλύτερή μου επιθυμία είναι να μπορέσω να ξαναδώ το φως της Νάπολης. Να μεταδώσω μέσα από τον κινηματογράφο την έκπληξη, το πώς είναι να βλέπεις το φως της σαν να είναι πρώτη φορά. Να κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εμένα.