ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ, όχι και τόσο μακρινή, που ο λεγόμενος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος περιοριζόταν σε λίγα ονόματα τολμηρών κινηματογραφιστών που είτε μέσα από τους προβληματισμούς της αριστεράς είτε μέσα από αισθητικές αναζητήσεις σπουδαίων ευρωπαϊκών σχολών προσπαθούσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μεταπολεμική Ελλάδα της ανέχειας, της κοινωνικής καταπίεσης και της ρήξης με το κατεστημένο που θριάμβευε και καταδυνάστευε τις ζωές των ανθρώπων ‒ ένα βαρίδι στην εξέλιξη της κοινωνικής ωρίμανσης και της ενηλικίωσης της χώρας.
Λίγο πριν από τη χούντα αλλά και μέσα σ’ αυτήν, άνθρωποι όπως ο Αγγελόπουλος, ο Φέρρης, ο Δαμιανός, ο Νικολαΐδης και η Μαρκετάκη πήραν τη σκυτάλη από τους Κούνδουρο, Κακογιάννη και Κανελλόπουλο για να ξαναπούν με όρους άλλοτε υπαινικτικούς και άλλοτε σαφείς την Ιστορία, τη μεγάλη αλλά και τις πολλές μικρότερες που την απαρτίζουν.
Ο Παντελής Βούλγαρης υπήρξε από τους γεννήτορες αυτής της σχολής και μάλιστα με έναν περίπου υπονομευτικό τρόπο, ξεκινώντας μέσα από την κραταιά Φίνος Φιλμ και μαθαίνοντας τον κινηματογράφο δίπλα στους κορυφαίους της εποχής και τους πλέον «εμπορικούς» Ντίνο Δημόπουλο και Γιάννη Δαλιανίδη.
Από οικογένεια ιδιαίτερα θρησκευόμενη, με πατέρα έναν από τους πιο χαρισματικούς ψάλτες της Αθήνας ‒ίσως γι’ αυτό το θρησκευτικό στοιχείο επανέρχεται τόσο συχνά στις ταινίες του‒, σπούδασε στη Σχολή Σταυράκου και αμέσως μετά δούλεψε για τρία χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη, μαθαίνοντας το métier στην πράξη. Συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους όπως ο Γουόλτερ Λάσαλι, ο οσκαρικός διευθυντής φωτογραφίας του «Ζορμπά», που τον άφηνε να βλέπει μέσα από τη μηχανή τα πλάνα, ο Δημόπουλος, κοντά στον οποίο έμαθε τι θα πει η διδασκαλία των ηθοποιών, αλλά και σε σπουδαίους τεχνικούς όπως ο Αριστείδης Καρύδης-Φουκς και ο Γιάννης Σμυρναίος, από τους οποίους αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες, πολύτιμη και στέρεα παρακαταθήκη για την προσωπική του πορεία, η οποία δεν άργησε να ξεκινήσει.
Δύο μικρού μήκους ταινίες του έκαναν εντύπωση αρχικά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ο «Κλέφτης» (1965) με τον Αλέξη Δαμιανό και τον Βαγγέλη Καζάν και ο «Τζίμης ο Τίγρης» (1966) με τον Σπύρο Καλογήρου. Στήνοντας ένα περιστατικό με έναν λούμπεν παλαιστή της γειτονιάς, καταδύθηκε με σοβαρότητα και οξυδέρκεια στην ελληνική πραγματικότητα, προετοιμάζοντας την αναζωογόνηση του εγχώριου σινεμά. Η ταινία εντυπωσίασε, βραβεύτηκε και έχρισε τον νεαρό δημιουργό φέρελπι σκηνοθέτη αξιώσεων.
Ο Παντελής Βούλγαρης πλησίασε τον καθημερινό άνθρωπο και παρουσίασε τη ζωή με μια ουσιαστική, λιτή γραφή, επιχειρώντας πάντα να φτάσει στον πυρήνα του προβλήματος που κάθε φορά έθετε.
Ο Φίνος ήταν ο πρώτος που του πρότεινε ταινία, την οποία απέρριψε. Πώς ήταν δυνατό να δεχτεί, αφού η γενιά του όφειλε να αντισταθεί, όχι απαραίτητα πολιτικά, αλλά οπωσδήποτε αισθητικά σε ένα σινεμά περιορισμένης οπτικής, που συνήθιζε να ωραιοποιεί ή να κρύβει κάτω από το χαλί ό,τι ενοχλούσε;
Ο Παντελής Βούλγαρης σύντομα θα το αποδείκνυε περίτρανα, επηρεασμένος ωστόσο από τις καταβολές του ήταν βέβαιος για την ανάγκη επικοινωνίας με το μεγάλο κοινό, για έναν κινηματογράφο όχι αποκλειστικά για τους σινεφίλ, που θα αποτελούσε γέφυρα μεταξύ του παλιού και του νέου. Πλησίασε τον καθημερινό άνθρωπο και παρουσίασε τη ζωή με μια ουσιαστική, λιτή γραφή, επιχειρώντας πάντα να φτάσει στον πυρήνα του προβλήματος που κάθε φορά έθετε.
Κι ενώ συμμετείχε ως συμπαραγωγός στην πρώτη μικρού μήκους ταινία του Αγγελόπουλου, την «Εκπομπή», ολοκλήρωσε ένα εντεκάλεπτο φιλμάκι με υλικό από την κηδεία του Γεώργιου Παπανδρέου μέσα στη χούντα, που ο ίδιος είχε κινηματογραφήσει.
Έφτασε στα χέρια του Κώστα Γαβρά κι έτσι παιζόταν σε συγκεντρώσεις στο εξωτερικό υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα όσο εκείνος γύριζε στη Σκύρο το εθνολογικό ντοκιμαντέρ «Ο χορός των τράγων» (1971) για την επιβίωση των διονυσιακών γιορτών. Βασιζόταν σε έρευνα της Τζόι Κουλεντιανού και είχε σύμβουλο τον Στρατή Τσίρκα.
Η μεγάλη στιγμή του ήρθε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1972 με το «Προξενιό της Άννας». Η «πιο πολιτική του ταινία», σύμφωνα με τον Ίλια Καζάν, καταγράφει αριστουργηματικά της ζωή ενός κοριτσιού από την επαρχία που εργάζεται ως υπηρέτρια σε μια μεσοαστική οικογένεια της Αθήνας. Ξεπατώνεται στη δουλειά όσο τα μέλη της χαριεντίζονται στην καθημερινότητά τους. Όταν αποφασίζουν ότι είναι σε ηλικία γάμου θα της προξενέψουν έναν κοντοχωριανό της. Αλλά σύντομα συνειδητοποιούν ότι η αναχώρησή της θα τους ξεβολέψει και θα τους αφήσει χωρίς τη σκλάβα που μέχρι εκείνη τη στιγμή διέθεταν. Η Άννα, αν και καταλαβαίνει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, πρέπει να στηρίξει και τους δικούς της στο χωριό κι έτσι παραδίδεται στη μοίρα της.
Η ταινία χαρακτηρίζεται από οικονομία μέσων, απογυμνώνει τον μικροαστισμό της εποχής και ξεμπροστιάζει την υποκριτική καλοσύνη του αστικού αλτρουισμού. Μια παλέτα συμπεριφορών, συνηθειών, νεωτερικών σουσουδισμών, εν τέλει παγιωμένων ηθών της πουριτανικής χουντικής Αθήνας. Οι επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό είναι εμφανείς, αλλά αποδίδουν τα μέγιστα, ενώ παράλληλα υφέρπει ένας λυρισμός.
Στο σενάριο συνεργάστηκε ο πεζογράφος Μένης Κουμανταρέας. Σάρωσε στα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, α’ γυναικείου ρόλου για την εξαιρετική στον ομώνυμο ρόλο Άννα Βαγενά, β’ γυναικείου για τη Σμαράγδα Βεάκη, β’ αντρικού ρόλου για τον Κώστα Ρηγόπουλο.
Η επόμενη ταινία του ήταν πρόταση του ίδιου του Χατζιδάκι και βασίστηκε στην ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού», δέκα ερωτικών τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη σε στίχους Μυρτιώτισσας, Σαπφώς, Ελύτη, Καβάφη, Χορτάτση, Σολωμού, Σαραντάρη και άλλων. Ξεκινάει με ένα μεγάλο τράβελινγκ: ένα αυτοκίνητο διασχίζει τη σύγχρονη Αθήνα και καταλήγει σε ένα νεοκλασικό μπαλκόνι που γκρεμίζεται σιωπηλά.
Ο Χατζιδάκις φτάνει στο στούντιο εγγραφής με τις παρτιτούρες στο χέρι, όπου συναντάει τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό. Η κάμερα δεν παύει λεπτό να τους παρακολουθεί, αποτυπώνοντας κάθε στιγμή, νεύμα, βλέμμα ή χειρονομία του συνθέτη, των ερμηνευτών και των μουσικών του. Η κινηματογραφική γλώσσα προσπαθεί να μεταφέρει με τον δικό της τρόπο την ατμόσφαιρα κάθε τραγουδιού.
Η φιλοδοξία του σκηνοθέτη ήταν να αποδώσει με την εικόνα τη βαθύτερη ποιητική ουσία κάθε στίχου όσο πιο απλά μπορούσε. Τα ερωτικά γράμματα διαβάζουν η Νίκη Τριανταφυλλίδη και ο Αλέκος Ουδινότης, ενώ η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Γιώργου Αρβανίτη και του Γιώργου Πανουσόπουλου. Το αποτέλεσμα δεν ενθουσίασε τον Χατζιδάκι, αλλά παραμένει ένα διαμαντάκι για όλους τους χατζιδακικούς, μουσικόφιλους και μη.
Λίγο πριν πέσει η χούντα, επί Ιωαννίδη, ο Παντελής Βούλγαρης βρέθηκε εξόριστος στη Γυάρο. Αν και τρομακτική εμπειρία, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την επόμενη ταινία που ήθελε να φτιάξει, καθώς ήδη επεξεργαζόταν το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά «Λοιμός». Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και σήμερα θεωρείται εμβληματική σε σχέση με τη θεματική της εξορίας, δεδομένου ότι μια ολόκληρη γενιά είχε βιώσει την απάνθρωπη αυτή παράμετρο του Εμφυλίου.
Τοποθετεί τη δράση σε ένα νησί (Μακρόνησος), σε ένα στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι, κάτω από τον καυτό ήλιο, ετοιμάζουν μια γιορτή για να τιμήσουν τη «μεγάλη μητέρα» (αναφορά στη Φρειδερίκη) που πρόκειται να τους επισκεφθεί. Ένας κρατούμενος που αρνείται να δηλώσει μεταμέλεια εξαφανίζεται και δηλώνεται νεκρός ως αυτόχειρας. Θα επανεμφανιστεί την ώρα της γιορτής, για να τον εξαφανίσουν οριστικά.
Σε αυτή την τσαρουχικής αισθητικής με καφκικές πινελιές ταινία ακούγεται πρώτη φορά η «Θητεία» του Διονύση Σαββόπουλου, ενώ συμμετέχουν εξαιρετικοί ηθοποιοί όπως ο Γιώργος Μοσχίδης, η Ζωρζ Σαρρή, ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο Στάθης Γιαλελής (πρωταγωνιστής του «Αμέρικα Αμέρικα» του Καζάν), ο Σταύρος Καλάρογλου (από το «Προξενιό»), ο Νίκος Μπουσδούκος και ο Γιάννης Μποστατζόγλου, οι μετέπειτα σκηνοθέτες Δήμος Αβδελιώδης και Γιάννης Μαργαρίτης, ο Δημήτρης Πουλικάκος και άλλοι πολλοί. Και εδώ η σκηνοθετική ευφυΐα, η οικονομία και ο εσωτερικός λυρισμός καθαγιάζουν την αποσπασματική δράση.
Ο «Ελευθέριος Βενιζέλος» του 1980 γυρίστηκε γιατί το ήθελε ο Δημήτρης Χορν, που τελικά δεν έπαιξε. Ωστόσο για την ταινία εξακολούθησε να ενδιαφέρεται ο αδελφός του Γιάννης Χορν, ο οποίος έγινε και παραγωγός της. Ο Βούλγαρης, ως σεναριογράφος, ερεύνησε σε βάθος την Ιστορία για να μεταφέρει στην οθόνη όχι απλώς τη μεγάλη προσωπικότητα του Κρητικού πολιτικού αλλά κυρίως τη συνταρακτική εποχή κατά την οποία έδρασε.
Ένα μωσαϊκό καθοριστικών για την Ελλάδα γεγονότων, που ξεκινάει από το Γουδί, το 1909, και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο, και φτάνουν μέχρι τις εκλογές του 1920, όταν χάνει και επιστρέφει στην Κρήτη, ζωντανεύει σε μια ταινία υπερφιλόδοξη, μια υπερπαραγωγή πέρα από τις δυνάμεις του ελληνικού κινηματογράφου τότε, που κατάφερε ωστόσο να αναπαραστήσει αξιοπρεπώς την εποχή (σε σκηνικά - κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου), αλλά θεωρήθηκε ελλιπής σεναριακά, όσον αφορά το κομμάτι των πολιτικών εξελίξεων.
Τον ρόλο του Βενιζέλου υποδύθηκε ο Μηνάς Χρηστίδης και συμμετείχε πλειάδα ηθοποιών, από τον Μάνο Κατράκη, τον Δημήτρη Μυράτ και την Άννα Καλουτά μέχρι την Όλγα Καρλάτου και τον Μηνά Κωνσταντόπουλο.
Όμως η ταινία που έφερε τον κόσμο στις αίθουσες, συγκίνησε και καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων είναι τα «Πέτρινα Χρόνια» του 1985, η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα με φόντο τους αγώνες της μεταπολεμικής γενιάς υπέρ της δημοκρατίας και τις διώξεις που υπέστησαν όσοι συμμετείχαν, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να λεηλατηθεί η ζωή τους.
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, ανθρώπους που ο Παντελής Βούλγαρης συνάντησε και έπεισε ότι η προσωπική τους περιπέτεια τούς ξεπερνάει, γι’ αυτό πρέπει να μαθευτεί, η ταινία εξιστορεί την ιδιότυπη περίπτωση δύο κομμουνιστών, της Ελένης και του Μπάμπη, που γνωρίστηκαν το 1954 την περίοδο της μετεμφυλιακής φρίκης και ερωτεύτηκαν βαθιά. Εξαιτίας της πολιτικής τους ταυτότητας όμως δεν μπορούσαν να είναι μαζί, βρισκόντουσαν είτε πίσω από τα κάγκελα είτε στην παρανομία, ωστόσο έμειναν πιστοί ο ένας στον άλλον. Σε ένα από τα σύντομα διαστήματα που έμειναν μαζί, το 1966, έκαναν ένα παιδί που γεννήθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, παντρεύτηκαν με ειδική άδεια εκεί και κατάφεραν να ζήσουν επιτέλους μαζί το ’74.
Ο ανθρωποκεντρικός Βούλγαρης συναντούσε τον πολιτικό Βούλγαρη, το «Προξενιό» το «Χάππυ Νταίη» και τα δυο μαζί το αιώνιο παράπονο της Ελλάδας του κατατρεγμού, του εξευτελισμού, της εξαπάτησης συνειδήσεων, των ονείρων, της ελπίδας.
Η ταινία έφυγε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τα βραβεία καλύτερης ταινίας και γυναικείας ερμηνείας για τη Θέμιδα Μπαζάκα που ερμήνευσε την Ελένη. Στον ρόλο του Μπάμπη ήταν ο Δημήτρης Καταλειφός. Στην πρεμιέρα της Βενετίας το κοινό καλωσόρισε την τρυφερή αυτή ταινία με δάκρυα και ενθουσιασμό.
Το 1988 ήταν η χρονιά της «Φανέλας με το 9», μιας αυθεντικά λαϊκής ταινίας που στόχο είχε την επιστροφή των θεατών στις αίθουσες που πια την είχαν εγκαταλείψει για χάρη του βίντεο. Αφορμή το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Τέταρτο» του Μάνου Χατζιδάκι. Η μοναχική πορεία ενός νεαρού ποδοσφαιριστή και η κάθοδός του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, με ενδιάμεσο σταθμό τον Βόλο. Τα φτηνά ξενοδοχεία, η μοναξιά της επαρχίας, οι αγώνες της Κυριακής, τα πουλημένα ματς, οι απελπισμένοι έρωτες, οι μεγάλες φιλοδοξίες για ομάδα Α’ Εθνικής που δεν θα εκπληρωθούν ποτέ, γιατί τα συμφέροντα δεν είναι με το μέρος του.
Τον κεντρικό ρόλο ο Βούλγαρης τον επιφύλαξε στον Στράτο Τζώρτζογλου, που ήταν ιδανικός Μπιλ Σερέτης. Δυστυχώς, η ταινία δεν άρεσε στους κριτικούς, οι ποδοσφαιρόφιλοι δεν έμαθαν κάτι που δεν ήξεραν και οι αίθουσες δεν γέμισαν. Εν τέλει, είχε καλύτερη τύχη στην τηλεόραση.
Το 1991 που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» ήταν πια ένας από τους πιο αναγνωρισμένους και αξιοσέβαστους σκηνοθέτες της γενιάς του αλλά και γενικότερα του ελληνικού κινηματογράφου. Η πρεμιέρα της ήταν γεγονός, καθώς η ταινία συγκέντρωνε μια σειρά θρυλικά ονόματα: Μάνος Χατζιδάκις και Νίκος Γκάτσος, με συνοδεία τους Νένα Βενετσάνου, Ηλία Λιούγκο και Μαριάνθη Σοντάκη. Τη διανομή απάρτιζαν οι Θανάσης Βέγγος, Αλέκα Παΐζη, Θέμις Μπαζάκα, Χρυσούλα Διαβάτη, Σταύρος Καλάρογλου, Αλκίνοος Ιωαννίδης και άλλοι εκλεκτοί ηθοποιοί.
Τρεις ιστορίες μέσα στην ερημιά της αυγουστιάτικης Αθήνας, τρεις μοναχικοί άνθρωποι που αναζητούν απελπισμένα επικοινωνία. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που γνωρίζει μια νεότερή της και της υφαρπάζει ένα χρηματικό ποσό, ένας παροπλισμένος ναυτικός που συναντάει στη γραμμή του ΗΣΑΠ μια γυναίκα που έχασε τον άντρα της, και συνδέεται μαζί της, ένας άντρας που προσπαθεί να εντοπίσει την άγνωστη γυναίκα που φλερτάρει τηλεφωνικά μαζί του. Για μία ακόμα φορά επικεντρώνεται στη μοναξιά και στην ανάγκη για μια τρυφερή επαφή, ενώ η μουσική και οι στίχοι «σχολιάζουν» με τον δικό τους τρόπο τα δρώμενα.
Το 1995 κάνει ένα σάλτο μορτάλε, αποφασίζοντας να αναστήσει τον παλιό κόσμο των επιθεωρήσεων στο «Ακροπόλ». Εφευρίσκει την εξής ιστορία: ένα πρώην παιδί-θαύμα που έχει αποτραβηχτεί από το θέατρο καλείται επειγόντως να αντικαταστήσει μια μεθυσμένη πρωταγωνίστρια. Έλα όμως που έχει να ανταγωνιστεί τον γυναικοκατακτητή πρωταγωνιστή της ράμπας! Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '50 και το υπερθέαμα ξεκινά.
Σε αυτή την ταινία επιστράτευσε όλη του την πείρα από τα χρόνια που συνεργάστηκε με τους Λαζόπουλο-Ξανθούλη στη δική τους σύγχρονη επιθεώρηση, όπως και δύο ξεχωριστούς ηθοποιούς, τον Κωνσταντίνο Τζούμα και τον Λευτέρη Βογιατζή. Επίσης, τους Πορτοκάλογλου, Μπαζάκα, Γκερέκου, Λεονάρδου και Παράβα. Έτσι πέτυχε, μέχρι ενός σημείου, να επαναφέρει τη μαγεία των στρας και των πούπουλων της εποχής. Το γοητευτικό αποτέλεσμα απέχει από οποιοδήποτε αντίστοιχο του παγκόσμιου σινεμά, αλλά, όπως πάντα, είναι ειλικρινές και φροντισμένο.
Στο άνισο «Όλα είναι δρόμος», μια σπονδυλωτή ταινία που είναι μερικώς εμπνευσμένη από διηγήματα του Γιώργου Σκαρμπαρδώνη, γυρισμένη στη Βόρεια Ελλάδα και μάλιστα στη μεθόριο, πάλι συγκεντρώνει σπουδαίους ερμηνευτές όπως ο Βέγγος, ο Καταλειφός και ο Αρμένης σε τρεις συνταρακτικές ιστορίες – εκείνη που όλοι θυμούνται δεν είναι άλλη από την τελευταία.
Ο εργοστασιάρχης επίπλων Γιώργος Αρμένης, κουβαλώντας τον νταλκά για τη γυναίκα του που τον άφησε παίρνοντας μαζί και τα παιδιά τους, βγαίνει να ξεχαρμανιάσει στο σκυλάδικο «Βιετνάμ», σπάει τα πάντα και τελικά γκρεμίζει όλο το κέντρο. Στο τέλος βάζει φωτιά, ενώ χορεύει μόνος του στο έρημο τοπίο. Ο μεγάλος μάστορας Βούλγαρης, πιο ώριμος από ποτέ, παραδίδει ανεπανάληπτες εικόνες υψηλής ποίησης, δείχνοντας αμέριστη συμπόνια στα ανθρώπινα δράματα ενώ η αποτύπωση του μικρόκοσμου ενός σκυλάδικου είναι μοναδική.
Το 2005 ήταν η χρονιά της υπερπαραγωγής «Οι νύφες» σε σενάριο της συντρόφου του και λογοτέχνιδας Ιωάννας Καρυστιάνη και επιμέλεια παραγωγής του Μάρτιν Σκορσέζε. Ένα υπερωκεάνιο ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Νέα Υόρκη και σε αυτό επιβιβάζονται 700 νέες, Ελληνίδες, Αρμένισσες, Ρωσίδες και Τουρκάλες, νύφες που στο λιμάνι περίμεναν να τις παραλάβουν οι γαμπροί. Αυτή ήταν μια συνθήκη που ίσχυε τα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης στον Νέο Κόσμο.
Σε πρώτο πλάνο δυο άνθρωποι που έρχονται πολύ κοντά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ένας Αμερικανός φωτογράφος (Ντέμιαν Λιούις) που έχει σταματήσει να καλύπτει τον πόλεμο στη Μικρά Ασία και η μοδίστρα Νίκη (Βικτώρια Χαραλαμπίδου) από τη Σαμοθράκη με προορισμό το Σικάγο όπου θα παντρευτεί τον Πρόδρομο στη θέση της μεγαλύτερης αδελφής της που δεν άντεξε και γύρισε πίσω.
Για πρώτη φορά χρειάστηκε την ψηφιακή εικόνα, ολοκλήρωσε με επιτυχία μια επική παραγωγή, σάρωσε τα βραβεία και γέμισε τις αίθουσες μια εποχή που τον κόσμο ενδιέφεραν τα μεγάλα εθνικά θέματα.
Με την «Ψυχή βαθιά» του 2009 αποπειράται να ασχοληθεί με τον Εμφύλιο, βάζοντας δυο αδέλφια σε αντίπαλα στρατόπεδα. Την τοποθετεί στο 1949 στον Γράμμο και στο Βίτσι, όπου ο δεκαεπτάχρονος Ανέστης, που ανήκει στον Εθνικό Στρατό, συναντάει κρυφά τον δεκατετράχρονο αδελφό του, Βλάση, του Δημοκρατικού Στρατού και προσπαθεί να τον πείσει να έρθει στη δική του πλευρά. Γύρω τους αντάρτες και αντάρτισσες, νέοι άνθρωποι που θα χαθούν μέσα στη δίνη του αλληλοφαγώματος.
Επειδή ο Βούλγαρης προσπαθεί να δει συγκαταβατικά τις δύο πλευρές σε επίπεδο ανθρωπίνων σχέσεων τουλάχιστον, πολεμήθηκε ανελέητα από αριστερά μέσα αλλά και από την κριτική γενικότερα.
Το 2013 συνεργάζεται για μία ακόμα φορά με την Ιωάννα Καρυστιάνη για τη δραματική ταινία εποχής «Μικρά Αγγλία» που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της. Η ιστορία διαδραματίζεται στον Μεσοπόλεμο στην Άνδρο, αγαπημένο τόπο του σκηνοθέτη και θερινό τόπο διαμονής του. Περιστρέφεται γύρω από δύο αδελφές ερωτευμένες με τον ίδιο άντρα.
Απρόσμενα καλή αναπαράσταση εποχής και παράλληλα μεγάλης δραματικής δύναμης, με εξαιρετικές ερμηνείες από τους Πηνελόπη Τσιλίκα, Σοφία Κόκκαλη, Ανέζα Παπαδοπούλου, Ανδρέα Κωνσταντίνου και Μάξιμο Μουμούρη. Αγαπήθηκε από το κοινό, που την κατέταξε στις εμπορικότερες ταινίες της χρονιάς.
Το «Τελευταίο Σημείωμα» του 2017, με κεντρικό θέμα την εκτέλεση 200 Ελλήνων κομμουνιστών από τους ναζί ως αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού από αντάρτες το 1944, κλείνει μέχρι στιγμής τη φιλμογραφία του.
Πιστός στις πολιτικές του αξίες, ελληνοκεντρικός, λαϊκός σκηνοθέτης με αποδέκτη το πλατύ κοινό, συγκαταβατικός και δημοκρατικός, δεξιοτέχνης αφηγητής και μεγάλος ερωτικός στις πιο λυρικές και τρυφερές του κινηματογραφικές στιγμές.
8-15/12, Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Ιερά Oδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134-136, 20:00, είσοδος: 5 ευρώ