Οι σημύδες είναι ένα δέντρο πανέμορφο, με λευκό φλοιό και μαλακή υφή, σαν ύφασμα σατέν. Είναι ψιλόλιγνο και χαριτωμένο με μικρά λεπτά φυλλαράκια.Εγώ την ονομάζω Γαζέλα του δάσους. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια δεν είχα δει ποτέ σημύδα από κοντά. Τις αγαπούσα χωρίς να τις έχω δει γιατί τις αγαπούσε και ο Τσέχωφ και τις φανταζόμουνα μέσα στα Ρώσικα δάση, που εκείνος περιγράφει στα έργα του.
Όταν επρόκειτο ν' ανεβάσω το θεατρικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη “ΤΟ ΓΑΛΑ”, το καλοκαίρι του 2007, με απασχολούσε έντονα ο σκηνικός χώρος της παράστασης. Οι ήρωες του έργου είναι μια οικογένεια μεταναστών, μια μάνα με δυο γιούς, που έχουν έρθει από την πρώην Σοβιετική Ένωση για να ζήσουν στην Ελλάδα. Συχνά στις αφηγήσεις τους, για την πατρίδα τους, αναφέρονται στις σημύδες. Ένα πρωί λοιπόν, που είχα ξυπνήσει πολύ νωρίς, γιατί με απασχολούσε το έργο και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είχα μια έμπνευση. Σκέφτηκα ότι θα έφτιαχνα για σκηνικό της παράστασης ενα μικρό δάσος από αληθινές σημύδες, μέσα στο οποίο θα βρισκόταν το μικρό μίζερο διαμέρισμα των Ρώσων μεταναστών της Αθήνας. Θα έβαζα δηλαδή το ψυχικό τοπίο των ηρώων μου στη σκηνή.
Για καλή μου τύχη ο τεχνικός του θεάτρου μου είναι Βούλγαρος, ο Stefan. Όταν κουβεντιάσαμε την ιδέα μου, μου είπε ότι στη Βουλγαρία υπάρχουν δάση με σημύδες και μπορούμε να υλοτομήσουμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν εκείνο το καλοκαίρι του 2007 και πήγαμε στο βουνό Balkan στα κεντρικά Βαλκάνια και φέραμε ένα φορτηγό δέντρα. Το σκηνικό έγινε υπέροχο και η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία. Από τότε παίζεται συνέχεια στην Αθήνα αλλά και σε περιοδεία σ' όλη την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν εκείνες οι πρώτες σημύδες σιγά σιγά αποδεκατίστηκαν. Τα φυλλαράκια τους έπεσαν, οι κορμοί τους γδάρθηκαν. Έπρεπε να αντικατασταθούν.
Όταν κάποια στιγμή τα διηγιόμουν όλα αυτά σ' ένα φίλο μου μου είπε ότι και στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν σημύδες, στα δάση της Δράμας. Ξαφνιάστηκα γιατί ήξερα ότι τα δέντρα αυτά ζουν από κάποιο γεωγραφικό ύψος και πάνω, μόνο πολύ βόρεια. Είπα, όμως, ας δοκιμάσω να δω τι γίνεται. Πράγματι άρχισα να τηλεφωνώ από Δασαρχείο σε Δασαρχείο, ώσπου κατέληξα σε αυτό του κάτω Νευροκοπίου. Εκεί, για καλή μου τύχη, Δασάρχης είναι ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος, ο οποίος ανταποκρίθηκε αμέσως. Έτσι, ρυθμίστηκαν όλα και ξεκινήσαμε ξανά με τον Stefan και το φορτηγό μας την Παρασκευή 15 Οκτωβρίου να πάμε στο κάτω Νευροκόπι, να υλοτομήσουμε καινούργιες σημύδες. Δέκα ώρες ταξίδι με το φορτηγό.
Λατρεύω τα ταξίδια. Δε με νοιάζει να ταξιδεύω με οποιοδήποτε μέσο, εκτός από το αεροπλάνο, αρκεί να ταξιδεύω. Έχω γυρίσει την Ελλάδα με περιοδείες άπειρες φορές και κάθε φορά χαίρομαι σα να πηγαίνω σχολική εκδρομή. Έτσι και τώρα με τον Stefan και το φορτηγό μας. Μας είχε ετοιμάσει η Λιλη η γυναίκα του τυροπιτάκια, ακούγαμε ραδιόφωνο, λέγαμε αστεία, πόσο ακριβά είναι τα διόδια (πληρώσαμε 50ευρώ μέχρι τη Θεσσαλονίκη), γελούσαμε, λέγαμε πόσο όμορφη είναι η Ελλάδα έξω από την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις. Έχω κάνει άπειρες φορές τη διαδρομή προς τη Θεσσαλονίκη και κάθε φορά ξαφνιάζομαι από την ομορφιά του τοπίου. Όταν φτάσαμε στην Εθνική Οδό στο ύψος της Λάρισας της πατρίδας μου, συγκινήθηκα. Σ' αυτό το σημείο πάντα συγκινούμαι, λες και δεν έκανε άλλος πατρίδα παρά μονάχα εγώ τη Λάρισα. Τέλος πάντων. Τηλεφώνησα στη φίλη μου την Ειρήνη και της είπα ότι περνάω από κει. Μου είπε “ είμαστε στην Παλιουριά και ψήνουμε. Έλα να φάμε και να πιούμε κανένα τσιπουράκι”. Ετοιμαζόμουνα να το κάνω αλλά σκέφτηκα το μεγάλο ταξίδι και συνεχίσαμε. Όταν περνούσαμε από τη Θεσσαλονίκη τηλεφώνησα στη φίλη μου τη Βέτα και στην Καβάλα στη φίλη μου την Τασούλα. Ευτυχώς έχω φίλες σε όλη την Ελλάδα. Όλες με κάλεσαν σπίτι τους, είπα ότι δεν προλαβαίνω τώρα, άλλη φορά. Τέλος, κατά τις 6 το βραδάκι φτάσαμε στο χωριό Γρανίτης στο δρόμο ανάμεσα Δράμα - κάτω Νευροκόπι όπου θα διανυκτερεύαμε.
Όταν κατεβήκαμε από το φορτηγό είχε σχεδόν νυχτώσει και δε βλέπαμε καλά.Είχε και μια ομίχλη βαριά που σκέπαζε τα πάντα και δημιουργούσε μια καταπληκτική ατμόσφαιρα. Ο Δασάρχης μας είχε πει ότι μπορούσαμε να μείνουμε σ' αυτό το χωριό που ήταν κοντά στο δάσος, σε κάποιο ξενοδοχείο. Με βαριά καρδιά κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο, γιατί φανταζόμουνα ότι θα διανυκτερεύσουμε σε κάποιο άθλιο επαρχιακό ξενοδοχείο, από αυτά που συχνά αναγκάζομαι να μείνω στις περιοδείες. Όταν όμως μέσα στην ομίχλη διακρίναμε το ξενοδοχείο “ΓΡΑΝΙΤΗΣ” όπου θα μέναμε, ξαφνιάστηκα ευχάριστα. Ήταν ένα όμορφο κτίσμα στην πλαγιά του βουνού, που στο εσωτερικό του ήταν ακόμα ομορφότερο, καλόγουστο, περιποιημένο, με το τζάκι αναμμένο στο σαλόνι και μεγάλα δωμάτια με πουπουλένια παπλώματα και μαξιλάρια. Το δε πρωί που ξύπνησα και άνοιξα την μπαλκονόπορτα, αντίκρισα μια υπέροχη θέα. Το χωριό ήταν κτισμένο μέσα σε μια κοιλάδα σαν αυτές που είχα δει σ' ένα ταξίδι μου στο Τιρόλο στην Αυστρία. Ήταν σα να βρισκόμουν στις Άλπεις.
Στις 9 ακριβώς ο Δασάρχης μας περίμενε στο σαλόνι του ξενοδοχείου και ξεκινήσαμε για την επιχείρηση “Σημύδες”. Περάσαμε ανάμεσα στο βουνό Φαλακρό και στα βουνά της Ροδόπης, και βρεθήκαμε σ' ένα υπέροχο δάσος. Όταν φεύγεις από το τσιμεντένιο δάσος της Αθήνας και βρίσκεσαι σ' ένα αληθινό της Μακεδονίας, δεν πιστεύεις την ομορφιά που βλέπεις μπροστά σου, ούτε τον αέρα που αναπνέεις. Είχα ανοίξει τα πνευμόνια μου και τα μάτια μου. Δε χόρταινα ν' αναπνέω και να μαζεύω εικόνες. Μέσα στο δάσος συναντηθήκαμε με τους υλοτόμους του συνεταιρισμού της περιοχής, και άρχισε η υλοτόμηση. Σε περίπου 2 ώρες, 15 σημύδες ήταν φορτωμένες στο φορτηγό μας. Είναι αλήθεια ότι κάθε φορά που τους έλεγα ποιά σημύδα θα κόψουν στενοχωριόμουνα. Ήταν σα να καταδίκαζα σε θάνατο κάποιον. Οι ξυλοκόποι όμως μου έλεγαν να μη στεναχωριέμαι γιατί έτσι κι αλλιώς αυτοί κάθε χρόνο υποχρεωτικά κόβουν κάποια δέντρα για ν' αραιώνει το δάσος και ν' αναπτύσσονται καλύτερα τα υπόλοιπα.
Τέλος πάντων, όταν τελειώσαμε και το φόρτωμα, ξανακατεβήκαμε στα πεδινά και αυτοί οι θαυμάσιοι άνθρωποι θέλησαν να μας φιλέψουν. Έτσι μας πήγαν σ' ένα τσιπουράδικο με φοβερούς μεζέδες και τέλειο τσίπουρο. Αλλά η φιλοξενία δεν τελείωσε εδώ. Την επόμενη μας ξενάγησαν σ' όλη την περιοχή, μας έδειξαν τα οχυρά Μεταξά, όπου οι Έλληνες αντιστάθηκαν στη Γερμανική εισβολή το '41 και κράτησαν, ελάχιστοι στρατιώτες αυτή τη γραμμή άμυνας πολλές μέρες, πολεμώντας ηρωικά ώσπου σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι. Πήγαμε στο τελωνείο της εξοχής στα σύνορα με τη Βουλγαρία, πήγαμε στο κατω-Νευροκόπι. Όταν μας αποχαιρέτησαν μας έδωσαν και 4 τσουβάλια πατάτες Νευροκοπίου που όταν τις τρως τηγανητές τρελαίνεσαι, ξεχνάς και τις θερμίδες και όλα. Την Κυριακή πια στο δρόμο για την επιστροφή, πήραμε και φασόλια από τον Άγιο Παντελεήμονα του κάτω Ολύμπου και μέλι και καρύδια και έτσι είμαστε έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουμε το Δ Ν Τ και τα μέτρα λιτότητας. Οι σημύδες στήθηκαν στη σκηνή του θεάτρου και είναι πανέμορφες. Μυρίζουν ακόμα δάσος και μου θυμίζουν το κάτω Νευροκόπι και τους καλούς ανθρώπους που συνάντησα εκεί και δε θα τους ξεχάσω ποτέ.
σχόλια