Αποτέλεσε εκδοτικό φαινόμενο. Οι «Μάγισσες της Σμύρνης» κυκλοφόρησαν τον Απρίλιο του 2001 και έκτοτε έχουν κάνει δεκάδες επανεκδόσεις. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό οφείλεται στον τίτλο και μόνο.
Σχεδόν όποιο βιβλίο αναφέρεται στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη γίνεται μπεστ σέλερ από την πρώτη του κυκλοφορία. Δεν είναι, όμως, αυτή η περίπτωση του βιβλίου της Μάρας Μεϊμαρίδη, που βασίζεται όχι μόνο στην εξιστόρηση της πολυτάραχης ζωής της θείας της Κατίνας, μιας απίστευτα καπάτσας γυναίκας που ξεκίνησε από την πιο χαμηλή κοινωνική βαθμίδα για να φτάσει να κυριαρχήσει στο κέντρο του ελληνισμού της Ιωνίας, με ζουμερό, παραστατικό λόγο που περιέχει αρκετές τουρκικές λέξεις, αλλά και σε μια αλάνθαστη καταγραφή της γυναικείας ψυχολογίας μιας μακρινής εποχής.
Πρόκειται για συνδυασμό ρομάντζου του 19ου αι. και ιστορικής ανάπλασης με προσθήκη του μεταφυσικού στοιχείου. Έτσι, παρακολουθούμε την Κατίνα και τη μάνα της την Ευταλία, τον αγώνα τους για επιβίωση, τη σχέση τους με την Τουρκάλα μάγισσα Αττάρτη που τις μυεί σε μυστικά αιώνων, ξόρκια και βότανα με τα οποία ρίχνουν τους άντρες που βάζουν στόχο, το γυναικομάνι γύρω τους, την κοσμοπολίτικη Σμύρνη του 1887, τη ζωή μέχρι την Καταστροφή, τον ερχομό στην Ελλάδα.
Θα σας πω ένα μυστικό: υπάρχει ένα βότανο που το λένε «ντόνα». Ένα κομματάκι τόσο δα αν βάλουν τα κορίτσια στον ποδόγυρο, θα δουν ότι ξαφνικά οι άντρες θα τις προσέχουν... Περιέργως, η ντόνα έχει την οσμή του αιδοίου. Ο έρωτας πάντα «πιάνεται» από τη μύτη. Στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας υπάρχει ακόμα η ιδιότητα αυτή, από τον πρωτόγονο άνθρωπο μέχρι σήμερα. Γιατί να μη λειτουργεί η ντόνα;
Όλα είναι καταγεγραμμένα σε σημειώσεις της Κατίνας που βρέθηκαν μέσα σε ένα μπαούλο στην Αίγινα.
Το βιβλίο ακολουθήθηκε από μια πετυχημένη τηλεοπτική μεταφορά το 2005 και η συγγραφέας έστησε έναν ολόκληρο μηχανισμό διάδοσης της κουλτούρας της Κατίνας και της σμυρναίικης παράδοσης.
Τα επόμενα βιβλία της ήταν μια εκλαΐκευση των μυστικών της μαγείας, όπως και μια αναπαραγωγή της τράπουλας Ντέστε, ενώ η ίδια αναδείχτηκε σε σταρ πρώτου μεγέθους στα λαϊκά περιοδικά και στα τηλεοπτικά μαγκαζίνο, προβάλλοντας το modus vivendi μιας ολόκληρης εποχής που νομίζαμε ότι είχε παρέλθει προ πολλού.
Κι όμως, αν κρίνουμε από τον κόσμο που παραδόξως συρρέει στο κατάστημά της για να τη συμβουλευτεί ή να αγοράσει βότανα, είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα στο πώς χειρίζονται οι γυναίκες τη σχέση τους με τους άντρες. Τουλάχιστον ένα ευμεγέθες κομμάτι τους. Δεν πάνε άλλωστε πολλές μέρες που μια έρευνα κατέγραψε ότι η περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν στο μάτιασμα.
Λίγο πριν ξεκινήσει ο νέος κύκλος επιτυχίας για τις «Μάγισσες της Σμύρνης», αφού μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή από τον Σταμάτη Φασουλή, συνάντησα τη συγγραφέα στο γραφείο της επιχείρησής της στο κέντρο της Αθήνας, που θυμίζει λίγο το Μποτέ της Ευταλίας στη Σμύρνη.
Στα ράφια, τα βαζάκια με κρέμες, τα βότανα και τα αρώματα εναλλάσσονται με ξενόγλωσσες εκδόσεις του μπεστ σέλερ, ενώ κυριαρχεί η τουρκική αφίσα του με τη φωτογραφία της Κατίνας, όπως και στην ελληνική έκδοση.
Η ίδια θεωρούνταν ιδιαίτερα άσχημη γυναίκα για τα πρότυπα της εποχής, αλλά κατάφερε να παντρευτεί τέσσερις φορές ωραίους και πλούσιους άντρες χάρη στα μαγικά της και τους ευφυείς χειρισμούς της. Θα μπορούσε να πει κανείς τα ίδια για τη Μάρα Μεϊμαρίδη (εξαιρώντας την ομορφιά), που ευθαρσώς υπερασπίζεται έναν γκλάμορους τρόπο ζωής, ενώ στο επίσημο βιογραφικό της παραθέτει σωρεία τίτλων σπουδών που περιλαμβάνει από Φιλοσοφική Σχολή μέχρι Ιατρική, Ανθρωπολογία και Αστροφυσική σε Αθήνα, Παρίσι και Αμερική.
Όσο κράτησε αυτή η συνέντευξη με την κ. Μεϊμαρίδη, τα διαπεραστικά μάτια της δεν έπαψαν να καρφώνουν τα δικά μου, ενώ η ίδια απαντούσε με αυστηρότητα σχεδόν σε ερωτήσεις που είχα ετοιμάσει επηρεασμένος κυρίως από το προφίλ που έχει επιβάλει η ίδια μέσα από τις τηλεοπτικές της εμφανίσεις και λιγότερο από το βιβλίο.
Όταν κάθισα στο γραφείο της, για να σπάσει ο πάγος, το πρώτο που τη ρώτησα ήταν αν άρεσε το βιβλίο στην Τουρκία. «Οι Τούρκοι είχαν μερικά κολλήματα. Υπήρχαν πράγματα που τους άρεσαν και άλλα που δεν τους άρεσαν. Τους άρεσε εκεί που ο πασάς της Σμύρνης τιμωρεί τον Εγγλέζο που επιτέθηκε στην Κατίνα μετά την ιπποδρομία, γιατί σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζεται η τουρκική λεβεντιά, η οποία όντως υπάρχει.
Οι Τούρκοι, παρόλο που σήμερα έχουν κάνει τρομερά άλματα και η χώρα τους είναι σαν ευρωπαϊκή, φέρουν βαθιά μέσα τους το αίσθημα της κατωτερότητας».
Μου απάντησε και συνέχισα, ρωτώντας την ποια είναι η σχέση της με τη λογοτεχνία. «Λέτε ότι δεν είχατε σχέση με το γράψιμο. Παρ' όλα αυτά, γράψατε ένα από τα πιο πετυχημένα μυθιστορήματα των τελευταίων δεκαετιών, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ικανότητα στον χειρισμό του λόγου και της αφήγησης».
Μου απαντάει: «Όντως δεν έχω καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Δήμο Μαυρομμάτη, ο οποίος ήταν ο μέντοράς μου. Περιέργως πώς, πέθανε την 1η Απριλίου του 2002, την πρώτη μέρα που βγήκε το βιβλίο στα βιβλιοπωλεία, και δεν πρόλαβε να δει καν ότι ήταν αφιερωμένο σ' εκείνον, γιατί του το φύλαγα για έκπληξη.
Το λάτρευε το βιβλίο και δεν με πίεζε ποτέ. Έπαιρνε τα κείμενα, τα χάζευε... Έκανα πέντε χρόνια να το γράψω, δεν ήμουν επαγγελματίας λογοτέχνης. Μου απαγόρευσε να διαβάσω οτιδήποτε άλλο. Μου έλεγε: "Για να γράψει κανείς αυτό το κείμενο θα πρέπει ή να έχει διαβάσει δύο χιλιάδες βιβλία ή κανένα".
Εγώ είχα διαβάσει αυτά που διαβάζαμε στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν είχα κλίση στη λογοτεχνία. Περισσότερο στη φυσική, στη χημεία, στα μαθηματικά και στην αστρονομία.
Είχα διαβάσει κάποια μεγάλα βιβλία, π.χ. την "Άννα Καρένινα", δηλαδή κλασική λογοτεχνία. Εντάξει, όταν βγήκε το βιβλίο άρεσε στον κόσμο πάρα πολύ. Εγώ θεωρώ ότι το επίτευγμά μου είναι ένα, έκανα τους Έλληνες να διαβάσουν. Που δεν διαβάζουν...»
«Εννοείτε το μεγάλο κοινό, γιατί, φυσικά, υπάρχουν Έλληνες που διαβάζουν» της λέω και με προλαβαίνει: «Μιλάω για τις μάζες». Και συνεχίζουμε:
— Φαντάζομαι ότι η πλειονότητα των αναγνωστών σας είναι γυναίκες.
Κι εγώ το φαντάζομαι, αλλά δεν το ξέρω.
— Το περίφημο μπαούλο της Κατίνας πότε βρέθηκε;
Η μάνα μου πάντα ήξερε ότι υπήρχε. Εγώ το βρήκα τη δεκαετία του '80.
— Αρχικά τι κάνατε;
Είχε έρθει ο καιρός μου να κάνω οικογένεια. Ξέρετε, η φύση ορίζει ότι μπορείς να γίνεις μάνα από την αρχή της εμμήνου ρύσης, στα 12,6. Εντάξει, να μην πούμε τόσο νωρίς, είναι πολύ εβραϊκό αυτό, πολύ του 1ου αιώνα. Βέβαια, μη βλέπετε που τώρα παντρεύονται στα 35 και τις λέμε ακόμα «μωρές παρθένες», η μήτρα μετά τα 25 γερνάει. Τέλος πάντων, ήμουν σε μια ηλικία τότε που έπρεπε να ασχοληθώ με τις επιταγές της φύσης, όπως και έκανα.
— Πώς αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο;
Δεν είχα καθόλου κατά νου να γράψω βιβλίο. Όταν άνοιξα το μπαούλο και βρήκα όλα αυτά τα μάγια, τα ξόρκια και τα κόλπα, σαν κοπέλα κι εγώ ήθελα να τα δοκιμάσω. Μετά είπα: «Δεν τα γράφω σε έναν κατάλογο να τα εκδώσω;».
Όταν, όμως, έδειξα στον Μαυρομμάτη τα πρώτα ξόρκια, μου είπε: «Πολύ ωραία όλα αυτά, γιατί διανύουμε τον αιώνα της μεταφυσικής, αλλά καλύτερα να κάτσετε να γράψετε την ιστορία αυτής της γυναίκας». Κι έτσι με έστρεψε προς τα κει.
— Πάντως, ήσασταν από την πρώτη στιγμή θετική απέναντι στα μυστικά του μπαούλου.
Γεννήθηκα σε μια οικογένεια που εμάς, τα κορίτσια −γιατί τα αγόρια είναι αλλού γι' αλλού− μας δίδαξε να είμαστε θετικές σε αυτά. Ήταν οικεία πράγματα για μένα από ακούσματα που είχα από τη μάνα μου, τις θείες μου κ.λπ. Όλες οι Σμυρνιές πρωί-πρωί λένε το κουπάκι. Είναι στο αίμα τους. Οπότε είχα μια εξοικείωση με όλα αυτά, δεν μου έπεσαν σαν μετεωρίτης στο κεφάλι.
— Είχατε, λοιπόν, ένα υλικό που είτε το πιστέψει κανείς είτε όχι, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα.
Λοιπόν, θα σας πω ένα μυστικό. Καλά θα κάνει να το πιστέψει! Θα σας πω γιατί. Το μαγικό, η τελετή δεν απευθύνεται σε έναν νοήμονα νου, απευθύνεται στο ασυνείδητο. Και αν αυτό πειστεί, οτιδήποτε θέλει το άτομο που ζητάει θα το αποκτήσει. Εάν αυτό αρνηθεί, ό,τι και να ζητήσεις, δεν πρόκειται να το έχεις.
Το ασυνείδητο δεν καταλαβαίνει από λόγια. Δεν μιλάει γλώσσες. Καταλαβαίνει από τελετές, από τη δόνηση που θα νιώσει η ψυχή, από μυρωδιές, όπως τα φίλτρα και τα αρώματα που έχουμε, από εικόνες που φροντίζουν γι' αυτά τα όνειρα. Εμείς διαθέτουμε την Ντέστε που έχει εικόνες κι όλα αυτά είναι βοηθήματα για το μυαλό του ανθρώπου που «προσεύχεται» για κάτι που θέλει να πετύχει, προκειμένου να το αποκτήσει.
Εδώ κάνω την πρώτη μου απόπειρα να εκφράσω κάποιες αντιρρήσεις και της θυμίζω ότι ένας ορθολογιστής θα έλεγε ότι υπάρχουν ο μόχθος, ο κόπος, ο στόχος. Δεν είχα καμία αντίδραση, σχεδόν με αγνόησε και συνέχισε ακάθεκτη...
«Εξάλλου, το ασυνείδητο ξέρει πολύ καλά τις επαναλήψεις που κάνει το άτομο. Βάσει αυτών των επαναλήψεων, προβλέπει ότι στο μέλλον θα κάνει την ίδια επανάληψη. Το να κόψεις τη βλακεία να χτυπάς συνέχεια το κεφάλι σου στον τοίχο δεν είναι και τόσο απλό, όσο και να το θέλεις, απλώς και μόνο επειδή έχεις σώας τα φρένας.
Το ασυνείδητο έχει συνηθίσει κι έχει οικειοποιηθεί αυτήν τη διαδικασία. Λέει μια πελάτισσά μου: «Πού πάω και τους βρίσκω όλους αυτούς τους γκόμενους, το έναν άχρηστο πίσω από τον άλλον. Είναι η ιστορία της ζωής μου». Εκείνη τους επιλέγει!
— Η ωριμότητα δεν έχει σημασία στη ζωή;
Εννοείται ότι έχει. Στη μαγεία υπάρχουν τρεις κανόνες: θέλω, πρέπει και μπορώ. Ένα πράγμα πρέπει να το θέλω πολύ, πρέπει να το έχω και να μπορώ να το έχω. Δηλαδή, αν εγώ θέλω να γίνω πρόεδρος των ΗΠΑ, όσα μάγια και να κάνω δεν μπορώ, γιατί υπάρχει ένας νόμος ότι πρέπει να έχεις γεννηθεί εκεί. Αυτό δεν μπορώ να το υπερβώ. Ίσως, σε μια άλλη ενσάρκωση. Και το βιβλίο αυτό και η Ντάσταρ μιλάνε για ενσαρκώσεις. Μετενσαρκώσεις, ενσαρκώσεις, και μετεμψυχώσεις είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο κόσμος πιστεύει ότι είναι το ίδιο.
— Είναι αυτά θέματα που μπορείτε να απαντήσετε;
Από το 1950 και μετά έχει αρχίσει να ανακατεύεται σε ιατρικά θέματα και η μεταφυσική. Υπήρχε ένας γιατρός στην Αμερική, που έχει πεθάνει πια, αλλά υπάρχουν οι συνεχιστές του, ο Ίαν Στίβενσον, που ήταν παιδοψυχολόγος. Του έφερναν οι γονείς έντρομοι παιδάκια έως 5 χρονών επειδή ούρλιαζαν: «Να με πας στη μαμά μου, να με πας στην αληθινή μου μαμά». Δηλαδή θυμόντουσαν εικόνες από τις περασμένες τους ζωές.
— Δεν μπορεί τα παιδάκια να είχαν απλώς κάποιο πρόβλημα;
Ναι, αλλά το δείγμα ήταν αρκετά μεγάλο, 800 και παραπάνω παιδιά. Ξεσκαρτάρισε και έφτασε σε μερικά δείγματα που δεν μπορούσε να τα ερμηνεύσει διαφορετικά. Έβγαλε ένα πόρισμα που μάλιστα το δημοσίευσε σε ιατρικό περιοδικό, ότι παιδιά μέχρι την ηλικία των 5 ετών θυμούνται εικόνες από την περασμένη τους ζωή.
Μετά, καθώς υπεισέρχονται κοινωνικοί παράγοντες, όπως το σχολείο, αυτό φθίνει. Πολλές από αυτές τις μετενσαρκώσεις γίνονται σε μικρές χιλιομετρικά αποστάσεις, κυρίως μέσα στις οικογένειες. Αυτό που λέμε «πεθαίνει ο παππούς, γεννιέται το εγγόνι».
Παρουσίαζε και παράδειγμα με ένα παιδάκι που είχε ουλή στο σημείο που χτυπήθηκε ο παππούς του από σφαίρα όταν δολοφονήθηκε.
— Η Εκκλησία σάς έχει ποτέ κρίνει για όλα αυτά;
Γιατί να με κρίνει;
— Όλα αυτά που εκπροσωπείτε τους βρίσκουν σύμφωνους;
Η θρησκεία μας δεν δέχεται τη μετενσάρκωση. Όλες οι άλλες θρησκείες τη δέχονται.
— Δεν περιμένατε, λοιπόν, αντιδράσεις;
Όχι. Τι θα είχαν να πούνε ;
— Ότι εκπροσωπείτε κάτι σκοτεινό.
Η ψυχή δεν έχει ούτε ηλικία ούτε θρησκεία, η ψυχή είναι ενέργεια. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορούν να πουν.
— Οι θρησκευόμενοι δέχονται τα ξόρκια;
Γιατί, αυτοί δεν τα κάνουν; Να σας κάνω ένα ξόρκι; (χτυπάει το τραπεζάκι)
— Συμφωνώ, αλλά γενικά θεωρούμε ότι η μαγεία εκπροσωπεί το κακό.
Μην μπερδεύετε τη μαγεία −magi σημαίνει σοφία− με τον Βελζεβούλ, τους διαβόλους και τους σατανάδες. Διότι αυτοί ανήκουν στο στόρι του Χριστού, στο Βιβλίο που λέει ότι υπήρχε ένας έκπτωτος άγγελος κ.λπ. Εγώ δεν έχω να κάνω μ' αυτά. Όλες οι ιστορίες έχουν να κάνουν με ένα καλό και ένα κακό.
Αποπειρώμαι να συγκρίνω το σήμερα με τους παραδοσιακούς γυναικείους χειρισμούς, λέγοντας: «Έχω την εντύπωση ότι όσα εκφράζετε αντανακλούν μια γυναικεία ψυχολογία παλιού καιρού. Σήμερα η γυναίκα αγωνίζεται, εργάζεται και προσπαθεί καθημερινά. Εσείς προβάλλεται το μοντέλο της γυναίκας που έχει σκοπό να ρίξει τον πλούσιο, επιτυχημένο άντρα, ακόμα και να τον πάρει από άλλη. Δηλαδή, την ανατολίτικη πονηριά. Έχουν περάσει 16 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου και έκτοτε έχουμε περάσει δύσκολες καταστάσεις ως κοινωνία. Επιμένετε σ' αυτήν τη στάση ζωής;»
Σκάει ένα σαρδόνιο χαμόγελο και μου απαντάει: «Την ενισχύω κιόλας. Κοιτάξτε, όλοι ωριμάζουμε. Το να σηκώνομαι το πρωί, να βάζω δύο πλυντήρια, να βγάζω τα σκυλιά βόλτα, να ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο, μετά να μαζεύω για να φύγω για τη δουλειά, να γυρίζω κατάκοπη το μεσημέρι για να ψωνίσω και να μαγειρέψω για τα παιδιά και να πέφτω σέκος στο κρεβάτι το βράδυ, ενώ ο άντρας μου θέλει να κάνει και σεξ είναι μια ζωή που εμένα δεν μου αρέσει».
— Αυτή δεν είναι η πραγματική ζωή;
Γιατί να μην ονειρευόμαστε μια άλλη όπου θα υπάρχει χρήμα κι έτσι τα παιδιά μας δεν θα στερηθούν τα καλά πράγματα; Δεν εννοώ να τα κακομάθουμε, αλλά να έχουμε βοήθεια στο σπίτι και χρόνο να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε.
— Σε ένα σύγχρονο σπίτι όλοι δεν συμμετέχουν;
Σε όποιον αρέσει να ζει έτσι, ας ζει έτσι. Ο σύζυγος όχι μόνο δεν θα βάλει πλυντήριο αλλά θα κουβαλήσει τις γκόμενες σπίτι, κάτι που θα είναι ψυχική φθορά για τη σύζυγο. Αυτό είναι ένα φαινόμενο πάρα πολύ συχνό. Και οι άνθρωποι υποφέρουν όταν υποφέρει η ψυχή τους. Να κουραστείς, αλλά να έχεις κι έναν σύζυγο που θα είναι απέναντί σου σπαθί − αλλά δεν είναι.
— Το ότι αυτή την περίοδο της κρίσης όχι μόνο δεν υπάρχουν πλούσιοι άντρες αλλά υπάρχει ανάγκη για αλληλεγγύη δεν σας λέει κάτι;
Όχι. Ίσα-ίσα αυτό το μοντέλο βγαίνει περισσότερο στην επιφάνεια. Σφίξαν οι κώλοι, που έλεγε και η θεια μου, και πρέπει όλοι να συμβάλουν. Όμως δεν εξαφανίστηκαν τα λεφτά, πήγαν αλλού. Δεν είναι στην Εκάλη, είναι στην Ομόνοια ή στο εξωτερικό. Άρα, άλλαξε η ποιότητα της κοινωνίας.
— Με τον τρόπο σας αγνοείτε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, όπως η εργατιά, που είναι μικροαστοί.
Σας πληροφορώ ότι τεράστιο ποσοστό των κοριτσιών που έρχονται να με δουν και ένα μεγάλο όσων δοκιμάζουν να αλλάξουν τις ενέργειές τους και να έχουν μια καλύτερη ζωή ανήκουν στο 90% στη μεσαία και κάτω τάξη.
— Κυνηγώντας το παραμύθι της Σταχτοπούτας.
Θα σας πω ένα παράδειγμα. Έρχονται κορίτσια τα οποία υπεραγαπώ και θέλω να τα βοηθήσω. Μου λένε «δεν υπάρχουν δουλειές, μόνο κρίση». Τις αφήνω μερικούς μήνες να προσπαθήσουν και μετά τις ωθώ να ξεκινήσουν κάτι δικό τους. Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα για το οικονομικο-κοινωνικό επίπεδο στο οποίο ανήκουν, το οποίο δεν αποδέχονται.
Πιστεύουν ότι τα παιδιά τους πρέπει να είναι εργάτες, όπως οι ίδιες. Αρχικά τρομοκρατούνται, αλλά σιγά-σιγά τους αρέσει η ιδέα και πολλές τα κατάφεραν. Άλλαξαν όμως ράγκο (κοινωνική τάξη).
— Τα κατάφεραν μόνες τους ή βοήθησαν και τα μαγικά της Κατίνας;
Εδώ ερχόμαστε στο ότι για να ξεπεράσουν τον φόβο τους ότι δεν είναι κατάλληλες για κάτι τέτοιο, ότι είναι ένα τίποτα, κάνουν ένα ξόρκι.
— Μαγεία...
Που δεν είναι τίποτε άλλο από εφησυχασμός του ασυνειδήτου, που λέει «μη φοβάσαι».
Ο καθένας έχει μια ζωή να ζήσει. Μια ενσάρκωση, που λέμε στη μεταφυσική. Ξεκινάει από την ώρα που γεννιέσαι και τελειώνει τη μέρα που πεθαίνεις. Όπως η γέννησή σου, σου ανήκει και η ζωή σου. Αν θέλεις να την πετάξεις στα σκουπίδια, μπορείς. Αν θέλεις να τη βιώσεις, μπορείς. Εμείς που μελετάμε τη μεταφυσική έχουμε έναν σκοπό, να τελειώσουν αυτές οι ανόητες μετενσαρκώσεις.
— Τα βότανα που πουλάτε εξακολουθούν να έχουν τα ίδια αποτελέσματα που είχαν δύο αιώνες πριν;
Γιατί να μην έχουν; Ξεκινήστε από το ταπεινό χαμομήλι. Έχει πάψει να έχει τις ιδιότητες που είχε το 3000 π.Χ.; Θα σας πω ένα μυστικό: υπάρχει ένα βότανο που το λένε «ντόνα». Ένα κομματάκι τόσο δα αν βάλουν τα κορίτσια στον ποδόγυρο, θα δουν ότι ξαφνικά οι άντρες θα τις προσέχουν. Αυτό οι παλιές γενιές, δηλαδή οι παλιές μάγισσες, οι σοφές, το ήξεραν εμπειρικά. Τι είμαστε; Κρεατομηχανές και οι γιατροί μηχανικοί που επισκευάζουν κρεατομηχανές. Οι οποίες λειτουργούν με ορμόνες. Περιέργως, η ντόνα έχει την οσμή του αιδοίου. Ο έρωτας πάντα «πιάνεται» από τη μύτη. Στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας υπάρχει ακόμα η ιδιότητα αυτή, από τον πρωτόγονο άνθρωπο μέχρι σήμερα. Γιατί να μη λειτουργεί η ντόνα;
— Παλιότερα ήσασταν εναντίον των ερώτων.
Έλεγα «έξω ο έρωτας από τον γάμο». Ένα είναι ο γάμος, η οικογένεια και τα παιδιά.
— Γιατί να μη συμβουλεύετε να κοιτάξει η καθεμία να βελτιώσει τον άντρα που ερωτεύεται;
Καταρχάς, αν κάνεις αυτό, έχεις επιλέξει λάθος. Θα κάτσω εγώ να φτιάξω τον κάθε Μήτσο;
— Μα, αν είναι ερωτευμένη η άλλη με τον Μήτσο;
Αν είναι ερωτευμένη, δεν πάει ποτέ καλά αυτή η σχέση. Όταν είσαι καψούρης και τυφλωμένος υποφέρεις, μπουνιάζεις. Δεν στέκεται γάμος έτσι.
— Υπάρχουν μεγάλοι έρωτες που κράτησαν μια ζωή με γάμο.
Εγώ, φίλε μου, δεν τους πιστεύω.
— Στους άντρες που έρχονται εδώ δίνετε άλλες συμβουλές απ' ό,τι στις γυναίκες;
Θα σας πω το μυστικό Νο3 − σήμερα λέω πολλά μυστικά. Όταν έχω έναν άνθρωπο απέναντί μου, δεν βλέπω αν είναι άντρας ή γυναίκα, όμορφος ή άσχημος, χοντρός ή αδύνατος. Βλέπω μία ψυχή που εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να διαχειριστεί έναν πόνο, που υποφέρει. Έτσι τη χειρίζομαι. Και σας πληροφορώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι αρκετά αξιόλογοι, αλλά στη συγκεκριμένη φάση της ζωής τους δεν μπορούν να διαχειριστούν ένα θέμα που τους ενοχλεί.
— Θεωρείτε τον εαυτό σας ψυχοθεραπεύτρια;
Δεν θέλω ταμπέλες. Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει τους ανθρώπους. Έχω φτιάξει έναν πνευματικό και φιλοσοφικό σύλλογο που λέγεται «Η Σμυρνιατοπούλα», μια σχολή όπου διδάσκω μεταφυσική, θέματα φιλοσοφίας και μεταφυσικής −πού πάμε όταν πεθαίνουμε−, θέματα θρησκείας − γιατί πιάνουνε τα ξόρκια, τι είναι η μαγεία, πώς ήρθαν στα χέρια μας από τα βάθη των αιώνων.
Τα παιδιά που συμμετέχουν είναι έξυπνα, έχουν μεγάλη λαχτάρα. Με φωνάζουν «μάνα», σαν να εκπροσωπώ τη μάνα που δεν είχαν, αλλά αυτό δεν θα το ψάξω. Επίσης, καταπολεμάμε τη μοναξιά. Προσπαθούμε να δέσουμε κορίτσια που ίσως να γκαστρώθηκαν και τα πέταξαν από το σπίτι με γυναίκες μεγαλύτερες, που δεν έχουν παιδιά.
— Μια και το αναφέρετε, πρόσφατα είχαμε κρούσματα νέων γυναικών που πέταξαν στα σκουπίδια τα νεογέννητά τους. Σε μια χώρα που ακόμα έχει ενοχές και προκαταλήψεις για τη γυναικεία σεξουαλικότητα, το βιβλίο σας δεν κουβαλάει όλη την παθογένεια μιας παλιάς κοινωνίας;
Η Κατίνα έζησε σε χρόνια που η κοινωνία ήταν έτσι δομημένη.
— Άρα, γιατί να αναπαράγουμε το μοντέλο μιας τόσο μακρινής εποχής που έχει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα;
Δεν είμαι σίγουρη ότι οι κοπέλες που πέταξαν τα παιδιά τους στα σκουπίδια ήταν αναγνώστριες του βιβλίου. Εγώ θα ήθελα να έχει προοδεύσει πολύ περισσότερο η κοινωνία μας και να μην έχει τα σημερινά χάλια. Ακόμα και σήμερα, η πρώτη ερώτηση σε ένα νέο κορίτσι είναι «τι έγινε; Παντρεύτηκες;». Η νοοτροπία είναι παλιάς κοπής στις φαμίλιες.
— Παλιότερα απαξιώνατε και τη διανόηση.
Ο καθένας έχει μια ζωή να ζήσει. Μια ενσάρκωση, που λέμε στη μεταφυσική. Ξεκινάει από την ώρα που γεννιέσαι και τελειώνει τη μέρα που πεθαίνεις. Όπως η γέννησή σου, σου ανήκει και η ζωή σου. Αν θέλεις να την πετάξεις στα σκουπίδια, μπορείς. Αν θέλεις να τη βιώσεις, μπορείς. Εμείς που μελετάμε τη μεταφυσική έχουμε έναν σκοπό, να τελειώσουν αυτές οι ανόητες μετενσαρκώσεις.
Εγώ δεν θέλω να ξαναγυρίσω και δεν ξέρω γιατί ήρθα. Το νόημα της ζωής δεν ξέρω να το βρω και δεν μπορώ να πω σε κανέναν ποιο είναι. Ο καθένας έχει το δικό του νόημα.
— Η παράσταση θα χρειαστεί μάγια για να πάει καλά;
Όχι, θα πάει πολύ καλά. Γιατί η ίδια η Κατίνα θέλει να πάει καλά.
Το χρονόμετρο που είχε φιξάρει στη μία ώρα ακριβώς χτύπησε κι αυτό σήμαινε ότι ο χρόνος που είχαμε συμφωνήσει για τη συνάντηση αυτή είχε ολοκληρωθεί.
Ξανασυναντηθήκαμε στο Παλλάς, όπου θα παρακολουθούσα πρόβα της παράστασης. Ήταν μια άλλη γυναίκα! Πιο χαλαρή, ντυμένη υπέροχα, λαμπερή και χαμογελαστή. Μπαίνοντας στο θέατρο, αντίκρισα έναν πολυπληθέστατο θίασο: 26 ηθοποιούς γύρω από το τραπέζι να διαβάζουν το έργο.
Όση ώρα κράτησε η φωτογράφιση, απέσπασα μερικά σχόλια από τους βασικούς συντελεστές του έργου. Καταρχάς, από τον σκηνοθέτη Σταμάτη Φασουλή:
«Οι "Μάγισσες της Σμύρνης" είναι ένα μυθιστόρημα, μια ολόκληρη εποχή, ένας ολόκληρος κόσμος. Προσπάθησα να μην το εικονογραφήσω, μόνο να τον αναπαραγάγω θεατρικά. Είναι κάτι διαφορετικό. Δεν θα δει ο κόσμος θεατρικά εικονογραφημένα αλλά μια ολόκληρη θεατρική ιστορία.
Άλλαξα δομές και πράγματα. Με τη Μάρα αποφασίσαμε ποια θα μπούνε και ποια όχι και από κει και πέρα προσπάθησα οι χαρακτήρες να είναι θεατρικά δικαιωμένοι, να είναι πρόσωπα πραγματικά που τα βλέπεις και τα αναγνωρίζεις.
Ύστερα, προσπάθησα να διατηρηθεί σκηνικά η καταιγιστική δράση του βιβλίου, που έχει σχεδόν αστυνομικό ενδιαφέρον, μέσα από την πορεία αυτής της γυναίκας και της μητέρας της. Πέρα από αυτά, τα θεαματικά στοιχεία θα υπάρχουν, το γέλιο και το δάκρυ, η συγκίνηση θα είναι σε πρώτο πλάνο.
Το μεταφυσικό κομμάτι το αφήνω σαν ένα ερωτηματικό, δεν το εξηγώ. Ένα μεγάλο ερωτηματικό που ο καθένας απαντά όπως θέλει, ανάλογα με τη στάση ζωής του. Είναι έτσι, είναι κι αλλιώς. Δηλαδή, υπάρχει μια δισημία στα πράγματα.
Προσπαθούμε να δούμε δύο γυναίκες γειωμένες σε ένα ξένο περιβάλλον, αφού ήρθαν από την Καππαδοκία στη Σμύρνη και αισθανθήκαν ξένες. Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα, και πάλι αισθάνθηκαν ξένες. Όπου και να πήγαιναν, ήταν περισσότερο ξένες. Υπάρχει μια φράση που τις δικαιώνει: "δεν είμαστε μάγισσες, είμαστε κυνηγημένες"».
Η Μαρία Καβογιάννη, που θα είναι η Ευταλία, ρόλο που έπαιξε και στην τηλεοπτική μεταφορά του 2005, είπε: «Την ξέρω την Ευταλία καλά. Τώρα είναι ακόμα πιο ώριμη μετά από τόσα χρόνια, παραμένει όμως ακόμα δυναμική γυναίκα έτσι όμορφα που σκιαγραφείται στο βιβλίο αλλά και στη διασκευή.
Είναι μια γυναίκα που παλεύει για τη ζωή της, γιατί τα κατάφερε όλα μόνη της. Και μόνο που έφυγε από την Καππαδοκία κι έφτασε στη Σμύρνη σχεδόν με ποδαρόδρομο, δείχνει μια γυναίκα αποφασισμένη. Την έχω δει πολλές φορές την Ευταλία και στην πραγματική ζωή και θα 'θελα να της έμοιαζα κι εγώ λιγάκι. Εγώ είμαι λίγο δειλή, αυτή δεν είναι καθόλου».
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, που υποδύεται την Αττάρτη, είπε:
«Η Αττάρτη είναι η αρχιμάγισσα, που είναι όμως πέρα και πάνω από μαγικά. Κάποια στιγμή λέει στην Κατίνα, που τη θεωρεί πνευματική της κόρη: "Τώρα ήρθε η ώρα να διαφεντέψεις και να 'χεις τη βαθιά, αγνή αληθινή μαγεία", τη σοφία δηλαδή.
Βοηθάει τις δύο γυναίκες να κάνουν μαγικά, αλλά τις αγαπάει ειλικρινά. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι μοιάζει λίγο με σύμβολο. Έτσι περιφέρεται μέσα στο έργο. Προφητεύει και την καταστροφή της Σμύρνης κάποια στιγμή κι εκεί πλήττεται και η ίδια, παρόλο που είναι Τουρκάλα, γιατί είναι υπέρ των ανθρώπων. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ως έργο και θα έχει και ως παράσταση».
Η Σμαράγδα Καρύδη, που δεν ξέρω πώς θα μετατραπεί σε άσχημη Κατίνα, σχολίασε το έργο από τη δική της οπτική:
«Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που υποδύομαι την Κατίνα γιατί είναι ένας ρόλος που δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να κάνω, ένα τύπος γυναίκας που δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου Είναι μισή Τουρκάλα, ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, από ένα χωριό, κι έφτασε να γίνει η μεγαλύτερη κυρά στη Σμύρνη και να παντρευτεί τους καλύτερους άντρες της πόλης, κι όλο αυτό με μαγιολίκια.
Αυτό δεν έχει καμία σχέση μ' εμένα, γι' αυτό και το βρίσκω πάρα πολύ γοητευτικό, όπως και την εποχή. Θα χρειαστεί να μεταμφιεστώ και να γίνω μελαχρινή. Επίσης, δεν έχω καμία σχέση με το μεταφυσικό, μου φαίνεται φοβιστικό, και γενικά δεν το ακουμπάω, αλλά συγχρόνως με γοητεύει.
Οι γυναίκες στο βιβλίο αυτό δεν λένε ποτέ αυτό ακριβώς που θέλουν ούτε το διεκδικούν άμεσα. Όλα γίνονται χειριστικά. Ακόμα και μάγια να μην υπήρχαν, μόνο με τον χειρισμό τα καταφέρνουν, ποτέ ευθέως όμως. Αυτό μου είναι εντελώς ξένο. Στη ζωή μου οι αποφάσεις που παίρνω έχουν να κάνουν με τον ορθολογισμό και μόνο.
Παράλληλα, υπάρχει όλη αυτή η εποχή και η Σμύρνη που είναι οριστικά χαμένη για μας τους Έλληνες και πάντα ασκεί μεγάλη γοητεία με τις μυρωδιές και τα φαγητά της. Αλλά ούτε με αυτό έχω προσωπική σχέση, δεν συνδέομαι με την προσφυγιά».
Info:
Οι Μάγισσες της Σμύρνης
Θέατρο Παλλάς
Από 11/10, Πέμ., Παρ., Σάβ. 21:00, Τετ., Κυρ. 19:00
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη
Χορογραφία: Δημήτρης Παπάζογλου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Καβογιάννη, Σμαράγδα Καρύδη, Μέμος Μπεγνής, Μελέτης Ηλίας, Νικολέτα Βλαβιανού και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου στο ρόλο της Μάγισσας Αττάρτης.
Παίζουν ακόμα: Νατάσσα Κοτσοβού, Γιώργος Παράσχος, Μαρία Αντουλινάκη, Γιώργος Δεπάστας, Δέσποινα Πολυκανδρίτου, Δανάη Μπάρκα, Αθηνά Νιαβή, Ευγενία Σαμαρά, Βερόνικα Δαβάκη, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μανόλης Γεραπετρίτης, Νεφέλη Παπαδερού, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Στράτος Μένούτης, Γιώργος Λόξας, Κλεάνθης Βαρσαμούλης, Γιώργος Γκολφινόπουλος, Γιώργος Ματζιάρης, Νίκος Βασιλειάδης, Νίκος Σταυρακούδης
σχόλια