ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ, ως μέρος διδακτορικής διατριβής στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, η «Νικήτρια Σκόνη» (πρωτότυπος τίτλος: «Victorious Dust»), πρώτο μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά (γεν. 1977), είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια για την αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015, μέσα από το είδος της οικογενειακής σάγκα.
Βασικοί αφηγητές σε αυτό το πολυσέλιδο και πολυπλόκαμο μυθιστόρημα είναι ένας πατέρας και ο γιος του: ο Μιχάλης Ξενίδης, γεννημένος το 1943, και ο Ανδρέας Ξενίδης, γεννημένος το 1974. Ο Ανδρέας μοιάζει να είναι το μυθιστορηματικό alter ego του συγγραφέα, καθώς έχει κι αυτός την εμπειρία του πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον όπου, τη στιγμή του μυθιστορηματικού χρόνου, διδάσκει Ιστορία της Λογοτεχνίας. Ο κρίσιμος μυθιστορηματικός χρόνος είναι οι παραμονές του δημοψηφίσματος του 2015, απ’ όπου και εκκινούν όλες οι αναδρομές. Η επιλογή του 2015, με το διχαστικό δημοψήφισμα του Ιουλίου, κινητοποιεί τη μνήμη και φέρνει στην επιφάνεια τη διχαστική πανωλεθρία των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου πολέμου που θα ακολουθήσει. Η μνήμη είναι συστατικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Όχι μόνο γιατί οι δύο βασικοί αφηγητές –και μυθιστορηματικοί ήρωες– θυμούνται και εξιστορούν, αλλά και γιατί και οι δύο είναι «επαγγελματίες» της μνήμης. Ο Ανδρέας είναι ιστορικός της λογοτεχνίας ενώ ο πατέρας του, όπως αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, διατηρεί με μεγάλη επιμέλεια αρχείο. Τρεις υποφάκελοι, πολλά gigabyte δεδομένων, έγγραφα, βιβλία, άρθρα εφημερίδων, φωτογραφίες, ακόμη και βιντεοκασέτες από τηλεοπτικά προγράμματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μιχάλης Ξενίδης εμπλούτιζε το αρχείο του. Μάλιστα, στον υπολογιστή του βρέθηκαν βίντεο που απηύθυνε στην εγγονή του, Νόρα, πριν ακόμη αυτή γεννηθεί, όταν ο γιος του τού είχε τηλεφωνήσει για να του αναγγείλει την εγκυμοσύνη της Αγγλίδας γυναίκας του, της Ρέιτσελ.
Ο κρίσιμος μυθιστορηματικός χρόνος είναι οι παραμονές του δημοψηφίσματος του 2015, απ’ όπου και εκκινούν όλες οι αναδρομές. Η επιλογή του 2015, με το διχαστικό δημοψήφισμα του Ιουλίου, κινητοποιεί τη μνήμη και φέρνει στην επιφάνεια τη διχαστική πανωλεθρία των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου πολέμου που θα ακολουθήσει.
Το αρχείο είναι η ζωντανή μνήμη για τις επόμενες γενιές. Αλλά στην περίπτωση της «Νικήτριας Σκόνης» είναι μυθιστορηματική πρώτη ύλη, εκεί όπου κρύβεται το «μπορχεσιανό» μυστικό που πυροδοτεί την αφήγηση. Άλλωστε ο Ανδρέας Ξενίδης φτάνει στην Αθήνα τον Ιούλιο του 2015 για να είναι δίπλα στον βαριά άρρωστο πατέρα του αλλά και για να ερευνήσει το αρχείο ενός συγγραφέα, του Στέλιου Αμπατζόγλου. Τον συγγραφέα αυτόν τον έχουμε παρακολουθήσει από τη μικρή του ηλικία. Τον βλέπουμε δωδεκαετή να παίρνει μέρος στις διαδηλώσεις των Δεκεμβριανών, όπου τραυματίζεται. Ο μυθιστορηματικός Στέλιος Αμπατζόγλου έχει στοιχεία από τον πραγματικό συγγραφέα Πέτρο Αμπατζόγλου (1931-2004), στοιχεία τόσο βιογραφικά και χαρακτηρολογικά όσο και λογοτεχνικά. Είναι κι αυτό ένα από τα συστατικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Ο Κώστας Καλτσάς «συνομιλεί» διαρκώς με πλήθος συγγραφέων, εντάσσοντας στην αφήγησή του φράσεις και αποσπάσματα από έργα τους.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί η αφήγηση του Μιχάλη Ξενίδη. Απευθύνεται στον γιο του, θέλοντας να του μιλήσει για τη δική του παιδική ηλικία. Αναζητάει το σημείο απ’ όπου πρέπει να ξεκινήσει. Θυμάται μια στιγμή του 1958, όταν ήταν 15 ετών. Είχε επισκεφτεί με τους γονείς του και την αδελφή του, Κατερίνα, συγγενείς στη Λαμία. Πήγε για κολύμπι στον ποταμό Σπερχειό και παραλίγο να πνιγεί. Από τότε δεν ξαναμπήκε στο νερό. Αλλά για τον Μιχάλη Ξενίδη το επεισόδιο αυτό δεν ήταν ίσως κατάλληλο για να ξεκινήσει την αφήγησή του. Έπρεπε να πάει ακόμη πιο πίσω. Στο σπίτι της Καισαριανής. Το χαμηλό ταβάνι, τα χωμάτινα πατώματα, η μητέρα του, οι θείες του, Αλίκη και Στέλλα, και ο πατέρας του, που είχε γυρίσει από τον πόλεμο, «ένα σιωπηλό φάντασμα με κενά μνήμης». «Είναι τόσοι οι τρόποι να ξεκινήσω», λέει ο ήρωας, «μα φοβάμαι πως, αν ξεκινούσα μ’ εμένα, δεν θα καταλάβαινες την παιδική μου ηλικία, όπως δεν την είχα καταλάβει κι εγώ. Αν πρέπει όμως να στήσουμε, τρόπος του λέγειν, ένα σκηνικό, πόσο πίσω πρέπει να φτάσουμε; Κάνει το 1944;». Κι έτσι αρχίζει η αφήγηση για τις μέρες του 1944, Οκτώβριος, Νοέμβριος και ο Δεκέμβρης. Τα γεγονότα, κυρίως η μικροϊστορία, η καθημερινή ζωή, η πείνα και η έλλειψη τροφίμων, οι μαυραγορίτες, οι ποιητές (η εικόνα του Βάρναλη στο καφενεδάκι της Δεξαμενής) αλλά και η Αθήνα, οι δρόμοι της, οι συνοικίες της, δίνονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η οπτική γωνία των Άγγλων, μέσα από τον αντισυνταγματάρχη Γουίλφρεντ Μπάιφορντ Τζόουνς, ιστορικό πρόσωπο. Το βιβλίο του «Η ελληνική τριλογία» είναι βασική πηγή του συγγραφέα για την ανασύνθεση των γεγονότων γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Η οπτική γωνία της οικογένειας Βορέα και της οικογένειας Πέτρου, που ανήκουν στη δεξιά, φιλικά διακείμενοι και συνεργάτες με τους στρατούς κατοχής. Η οπτική γωνία της προσφυγικής αριστερής οικογένειας Αμπατζόγλου και φυσικά η οπτική γωνία της οικογένειας Ξενίδη, ιδιαίτερα του πατέρα, του Μιχάλη. Το σχόλιό του ότι ο παλιός κόσμος έχει τελειώσει διαβάζεται σήμερα ως ειρωνεία για τη ματαιότητα εκείνης της σύγκρουσης.
Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, με τους νεκρούς και τους τραυματίες, δίνονται κυρίως από την πλευρά των ηρώων, από τον φόβο τους, από τα δεινά του σώματός τους. «Η θεία Αλίκη, ανένδοτη, παρασυρμένη, η μητέρα μας, αποφασισμένη, βλοσυρή, και η Κατερίνα ενθουσιασμένη, ανυπόμονη, γεμάτη οργισμένη ελπίδα». Το μακελειό παρουσιάζεται μέσα από μια αγχωτική αφήγηση, που δηλώνεται και από την τυπογραφική μορφή των συγκεκριμένων σελίδων: χωρίς τελεία, με τη μία παράγραφο να βγαίνει μέσα από την άλλη.
Το δεύτερο μέρος, που είναι και το πιο σύντομο, λειτουργεί ως ιντερμέδιο, έχοντας ως αφηγητή τον Ανδρέα. Βρισκόμαστε τώρα στον Ιούνιο του 1995 και ο Ανδρέας, 21 ετών, φοιτητής της Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οδηγεί προς την Πάτρα, έχοντας στο πλάι του το κορίτσι του, τη συμφοιτήτριά του, Ζωή. Ο προορισμός τους είναι το χωριό της Ζωής, όπου θα συναντήσουν την οικογένειά της. Στη διαδρομή ακούνε Ξύλινα Σπαθιά, διαφωνούν για τη χρήση του ελληνικού στίχου από ροκ συγκροτήματα, παρατηρούν το τοπίο και συζητούν για σπουδές στην Αγγλία. Εδώ δίνεται μια εικόνα της Ελλάδας του ΠΑΣΟΚ, κυρίως του αγροτικού χώρου. Ο πατέρας και ο αδελφός της Ζωής, αγρότες, επιβλέπουν πλέον τους Αλβανούς που δουλεύουν στα χωράφια. Συνωμοσιολογούν κι είναι φυσικά ματσό. Ο πρόεδρος του χωριού οδηγεί Πόρσε. Πού ανήκει η Ζωή; Στον κόσμο του Ανδρέα ή στον κόσμο του χωριού της; Η συνάντηση με την οικογένεια της Ζωής δίνει την ευκαιρία στον Ανδρέα να παρουσιάσει τον εαυτό του, τη δική του οικογένεια, και να μιλήσει για την ιστορία του αριστερού παππού, Ανδρέα Ξενίδη: ΕΛΑΣ, Δημοκρατικός Στρατός στο βουνό, αιχμάλωτος, Μακρόνησος κ.λπ. Σαν ειρωνεία λειτουργεί κι εδώ μια φράση: «Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμία ιστορία. Ούτε κι εμείς. Κι εμάς μας τη δώσαν, μας πέταξαν μέσα».
Το τρίτο μέρος τοποθετείται το 2015, στην Αθήνα, με αφηγητή και πάλι τον Ανδρέα. Ξεκινάει με την παράθεση του βιογραφικού του από το 1995 και μετά, ένα μεταμοντερνιστικό στοιχείο στην αφήγηση. Δεν είναι το μόνο. Σε άλλες σελίδες έχουμε ενσωμάτωση email ή αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα. Στο βιογραφικό βλέπουμε την εκπαιδευτική και επαγγελματική εξέλιξή του, την οικογενειακή, όπου μαθαίνουμε για τον γάμο του με τη Ρέιτσελ (2010) και τη γέννηση της κόρης του, Νόρας (2012), αλλά και τα ερωτικά του, όπου βλέπουμε ότι ο Ανδρέας είχε σχέσεις και με άνδρες. Ο Ανδρέας έχει έρθει όχι τόσο για να ψηφίσει στο δημοψήφισμα όσο για να βρεθεί κοντά στον άρρωστο πατέρα του και να συμπαρασταθεί στη μητέρα του και στον αδελφό του. Αυτές τις μέρες του Ιουλίου του 2015 ο Ανδρέας περιπλανιέται στην πόλη και δείχνει τις πιο σκοτεινές πλευρές της Αθήνας της κρίσης. Ταυτόχρονα συναντά πρόσωπα από το παρελθόν –σαν το μυθιστόρημα να ξαναβρίσκει τα αφηγηματικά νήματά του– όπως η Ζωή ή ο γιος της οικογένειας Πέτρου, που είναι πλέον ένας κυνικός δικηγόρος και στον οποίο είχε ζητήσει δουλειά ο πατέρας του. Ο Ανδρέας, που πιστεύει ότι έχει φύγει μακριά από την Ιστορία, ξαναβρίσκει την ιστορία του πατέρα του. Όχι μόνο γιατί βρίσκεται κοντά του τις τελευταίες ώρες της ζωής του, αλλά γιατί πέφτει μέσα στο αρχείο του. «Μας πέταξαν μέσα» στην Ιστορία.
Διάβασα το βιβλίο του Κώστα Καλτσά σχεδόν παράλληλα με το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου «Ελληνικός Κομμουνισμός, μια διεθνική ιστορία» (εκδόσεις Αντίποδες). Βρήκα εδώ μια φράση που νομίζω ότι ταιριάζει με το μυθιστόρημα του Καλτσά: «Η κίνηση, η “πραγματική κίνηση” πραγματικών ανθρώπων διαμορφώνει την Ιστορία και όχι το αντίθετο».
Και μερικές παρατηρήσεις. Το μυθιστόρημα είναι οπωσδήποτε σημαντικό και αξιοδιάβαστο. Υπάρχουν όμως προβλήματα. Πριν απ’ όλα, είναι φανερή η τεχνική του και βλέπουμε ξεκάθαρα τους αρμούς, στοιχείο που συσκοτίζει την αφηγηματική ενότητα. Η ενότητα αδυνατίζει επίσης από τις πολλές παρεκβάσεις που μας απομακρύνουν από το storyline, πολύ περισσότερο που αρκετές είναι άσχετες με την ιστορία. Μερικές φορές έχουμε την εντύπωση ότι ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για πολλά, για σύγχρονες αφηγηματικές θεωρίες, για την Τζούντιθ Μπάτλερ, για το fluidity των σεξουαλικών ταυτοτήτων, για το άχθος της Ακρόπολης και των αρχαίων ερειπίων και άλλα, που δεν δικαιολογούνται από το μυθιστόρημα. Ένας διάλογος για την ποίηση στο πρώτο μέρος, στο καφενείο της Δεξαμενής, μοιάζει σαν οι συζητητές να διαβάζουν δοκιμιακά κείμενα. Εντελώς αφύσικο. Σε αρκετά σημεία υπάρχουν ακατανόητες ελληνικές φράσεις. Για παράδειγμα, «όχι, ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρώπους που δεν θα ‘ξεραν ν’ αδειάσουν έναν κουβά νερό που να τον είχαν περάσει για καπέλο», «η νίκη έχει ήδη επιτευχθεί χάρη στην ίδια τη συγκέντρωση σε πλήθος», «δεν έχω να είμαι πουθενά για μισή ώρα». Υπάρχουν επίσης φράσεις που ακούγονται ενοχλητικά εξυπνακίστικες: «Ο ΝτεΛίλο είχε καταλάβει ακριβώς τι παίζει με τους Έλληνες. Δεν έλεγαν ποτέ τίποτα που δεν είχαν ήδη πει χιλιάδες φορές», «κάτω από τη σκιά μιας εξπρεσιονιστικής ελιάς μουνχικής τεχνοτροπίας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.