Ο ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑΣ ΙΣΠΑΝΟΠΕΡΟΥΒΙΑΝΟΣ συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα που πέθανε την περασμένη Κυριακή, 13 Απριλίου, στη Λίμα σε ηλικία 89 ετών, άφησε πίσω του ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο που απηχεί οικουμενικές αξίες και καταδεικνύει τις επιπτώσεις της εξουσίας και της κοινωνικής καταπίεσης στην ανθρώπινη φύση. Ο Λιόσα ανήκε σε εκείνη τη χορεία των μεγάλων μορφών της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας -μαζί με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τον Χούλιο Κορτάσαρ- που της χάρισαν παγκόσμια αναγνώριση και προκάλεσαν το λεγόμενο «λατινοαμερικάνικο μπουμ», τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Γεννημένος στην Αρεκίπα του Περού, στις 28 Μαρτίου 1936, ο Λιόσα ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα το «Η Πόλη και τα Σκυλιά» σε ηλικία μόλις 22 ετών και το οποίο τον έκανε αμέσως διάσημο. Τη δεκαετία του ’60 η φήμη του εκτοξεύθηκε από μυθιστορήματα -πέρα από το προαναφερθέν- όπως το «Πράσινο σπίτι» (1966) και «Η Συνομιλία στον Καθεδρικό Ναό» (1969).
Μετά τον θάνατό του Λιόσα μπορούμε να πούμε πως σίγουρα η λογοτεχνία του μάς βοήθησε να αντιληφθούμε πολύ καλύτερα την πραγματικότητα της βίας και της εξουσίας και μας έδωσε αρκετά εφόδια ώστε να επιχειρήσουμε να την αλλάξουμε.
Από τότε ακολούθησαν πολλά ακόμα μυθιστορήματα, δοκίμια και θεατρικά ενώ το 2010 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του και σύμφωνα με το σκεπτικό της Ακαδημίας «για τη χαρτογράφησή του των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές του εικόνες της ατομικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας». Έντονη ήταν και η ενασχόληση του με τη πολιτική και τα κοινά, κάτι που στη δύση της ζωής του τού στοίχισε σε δημοτικότητα, εξαιτίας της ακραία συντηρητικής του στροφής.
Η έντονα πειραματική του διάθεση, η υιοθέτηση μεταμοντέρνων τεχνικών, η μη γραμμική αφήγηση, η πολυφωνικότητα στο στυλ του Ουίλιαμ Φόκνερ, η ψυχολογική εμβάθυνση και η ζέουσα σχέση του με την ιστορία, τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο σπουδαίους και επιδραστικούς συγγραφείς των καιρών μας. Σε συνέντευξή του, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα είχε δηλώσει, για τη γενιά των συγγραφέων στην οποία ανήκε, πως: «Μας διαμόρφωσε ως συγγραφείς η ιδέα ότι η λογοτεχνία είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, ότι δεν είναι απλώς μια πολύ εκλεπτυσμένη μορφή ψυχαγωγίας, αλλά ένας τρόπος δράσης».
Και σήμερα μετά τον θάνατό του μπορούμε να πούμε πως σίγουρα η λογοτεχνία του μάς βοήθησε να αντιληφθούμε πολύ καλύτερα την πραγματικότητα της βίας και της εξουσίας και μας έδωσε αρκετά εφόδια ώστε να επιχειρήσουμε να την αλλάξουμε.
Ξεχωρίσαμε πέντε από τα πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα που υπήρξαν σημεία αναφοράς για το έργο του:
Η πόλη και τα σκυλιά
Μετ. Αγγελική Αλεξοπούλου, 1999

Ζήτημα είναι αν υπάρχει πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο συγγραφέα, όπως αυτό που καθιέρωσε τον Λιόσα άμα τη εμφανίσει του. Έστω κι αν είχαν προηγηθεί κάποια διηγήματά του που δημοσίευε σε λατινοαμερικάνικα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’50, ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα που έγραψε στο Παρίσι και ολοκλήρωσε σε ηλικία μόλις 26 ετών το 1963, αυτό που χάρισε στον Λιόσα παγκόσμια φήμη. Το «Η Πόλη και τα σκυλιά» μεταφράστηκε σε πάνω από τριάντα γλώσσες και παραμένει σημείο αναφοράς για τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Σε αυτό στηλιτεύει τη στρατοκρατία και τον αυταρχισμό της πατρίδας του, χρησιμοποιώντας και τις δικές του εμπειρίες του από τη στρατιωτική σχολή στη Λίμα όπου φοίτησε και όπου τον είχε βάλει ο πατέρας του, όταν εμφανίστηκε μετά από απουσία ετών. Οι έφηβοι μαθητές του βιβλίου ακολουθούν μια στρατιωτικού τύπου πειθαρχία και μία άκρως σκληροτράχηλη εκπαίδευση με άκαμπτους κανονισμούς, που έχει καθοριστικές συνέπειες για την ψυχολογία τους. Ξεκινώντας από ένα κλειστό αυστηρό περιβάλλον κι έναν μικρόκοσμο όπου οι μαθητές βιώνουν στο πετσί τους την ανηθικότητα και τον αυταρχισμό των θεσμών, η βία και η υποκρισία γινονται η αφορμή για τον Λιόσα ώστε να στηλιτεύσει την υποκρισία των κοινωνικών θεσμών γύρω του και να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ εξουσίας και προσωπικής ελευθερίας. Μέσα από μία πολυφωνική αφήγηση και με ιστορίες εγκιβωτισμένες στη βασική πλοκή, ο Λιόσα επεκτείνει την ιστορία του πολύ έξω από τους τοίχους της στρατιωτικής σχολής, πετυχαίνοντας να προσεγγίσει με απαράμιλλη διεισδυτικότητα οικουμενικά ζητήματα και να κατακτήσει μία διαχρονικότητα ήδη από την αρχή της συγγραφικής του καριέρας.
Το πράσινο σπίτι
Μετ. Κατερίνα Τζωρίδου, 2005

Εκδόθηκε πρώτη φορά το 1966 και τον επόμενο χρόνο απέσπασε το σημαντικό βραβείο για τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία «Rómulo Gallegos». «Το Πράσινο σπίτι» είναι μία δαιδαλώδης περιδιάβαση στα αχανή βάθη του Αμαζονίου και στην έρημο του Περού και σε μία φύση σχεδόν μυστικιστική. Το «πράσινο σπίτι» δεν είναι παρά ένα διάσημο πορνείο στη μικρή πόλη Πιούρα στο Περού, όπου συναντιούνται πιστοί και ακόλαστοι, μέσα από πέντε διαφορετικές ιστορίες που τους συνδέουν. Το βιβλίο είναι από τα πιο φιλόδοξα και πειραματικά του συγγραφέα και συνιστά λογοτεχνικό κατόρθωμα για τον Λιόσα, καθώς δεν υπάρχει καμία γραμμικότητα στην αφήγηση και οι διάλογοι είναι ελάχιστοι. Στην ουσία πρόκειται για ένα παλίμψηστο από χρονικές περιόδους, πρόσωπα και οπτικές γωνίες, συχνά ακόμα και στην ίδια σελίδα. Τα όρια μεταξύ υπαρκτού και φανταστικού συσκοτίζονται όπως και το τι είναι ιερό και τι βέβηλο. Ο περιβόητος οίκος ανοχής του βιβλίου διαθέτει μία ιερότητα για όσους καταφεύγουν σε αυτόν ενώ έξω μαίνονται οι αποικιοκρατικές τακτικές και η απανθρωπιά. Ποιος είναι τελικά ο «πιστός» και ποιος ο «αμαρτωλός»; Ποιος είναι πιο «άγριος» ο ιεραπόστολος ή ο ιθαγενής; Ο Λιόσα αποδεικνύει εδώ πως και οι αγνότερες προθέσεις και μία διαστρεβλωμένη έννοια του «ιερού» κάλλιστα μπορούν να γίνουν όργανα της πιο διεφθαρμένης εξουσίας.
Η θεία Χούλια και ο γραφιάς
Μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, 2013

Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977 και είναι η ιστορία ενός 18χρονου επίδοξου συγγραφέα του Μάριο που ερωτεύεται τη 32χρονη θεία του Χούλια, κόντρα στις συμβάσεις της εποχής και προκαλώντας σκάνδαλο στη συντηρητική Λίμα της δεκαετίας του ’50. Βασίζεται στην αληθινή εμπειρία του ίδιου του Λιόσα, ο οποίος το 1955, στα 19 του, το έσκασε και παντρεύτηκε την 10 χρόνια μεγαλύτερή του, θεία του εξ αγχιστείας, Julia Urquidi. Πέρα από το γεγονός ότι και εδώ ο Λιόσα χρησιμοποιεί το βίωμά του ως πρώτη ύλη για τη λογοτεχνία, η συγγραφική του ευφυΐα τον οδηγεί να χειριστεί μία κατά τα άλλα απλή σκανδαλιστική ερωτική ιστορία ως αφετηρία για να μιλήσει για τον σφιχτό εναγκαλισμό μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Στον ραδιοφωνικό σταθμό όπου δουλεύει ο νεαρός Μάριο, ταυτόχρονα εκτυλίσσεται και μία αισθηματική σαπουνόπερα, μια radionovela, οι οποίες εκείνη την εποχή γνώριζαν μεγάλες δόξες. Ο συγγραφέας των ραδιοφωνικών σαπουνόπερων, έχοντας καταληφθεί από δημιουργικό οίστρο, -ένα σχόλιο και για την ίδια την «παράνοια» της δημιουργικής διαδικασίας- δυσκολεύεται να ξεχωρίσει πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινά η φαντασία του. Η αφηγηματική δεξιοτεχνία του Λιόσα εδώ θριαμβεύει καθώς ουσιαστικά γράφει δυο βιβλία σε ένα, εμπλέκοντας δυο διαφορετικές πλοκές, από τη μια την ερωτική ιστορία του Μάριο και από την άλλη τη «σαπουνοπερική» δίνη του «γραφιά».
Η γιορτή του τράγου
Μετ. Αγγελική Αλεξοπούλου, 2002

Σαφώς το καλύτερο βιβλίο της ωριμότερης περιόδου του Λιόσα που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2000 και μάλλον το πιο πολιτικό του μυθιστόρημα. Εδώ εξιστορεί τις τελευταίες μέρες του δικτάτορα Ραφαέλ Τρουχίλιο στη Δομινικανή Δημοκρατία, ενός από τους πιο αιμοσταγείς δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής, μέσα από διαφορετικές σκοπιές και εκδοχές κάθε φορά. Μέσα από τρεις παράλληλες αφηγήσεις που αλληλοδιαπλέκονται, εξυφαίνει την πτώση ενός αυταρχικού καθεστώτος αλλά παράλληλα τα έργα και τις ημέρες των δικτατορικών καθεστώτων γενικά στην Λατινική Αμερική που έσπειραν τον τρόμο και τη βία σε εκατομμύρια ανθρώπους. Τα ακριβή ιστορικά γεγονότα μπλέκονται με την μικροϊστορία ενώ τα κενά συμπληρώνει η μυθοπλασία, με την αφηγηματική δεινότητα του Λιόσα να παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν κυκεώνα όπου η μνήμη και το τραύμα έρχονται στην επιφάνεια με τον τρόπο που μόνο η λογοτεχνία είναι σε θέση να κατορθώσει. Ο ίδιος ο Λιόσα είχε δηλώσει για τη «Γιορτή του Τράγου»: «Είναι ένα μυθιστόρημα, όχι ιστορικό βιβλίο, οπότε πήρα πολλές ελευθερίες. Σεβάστηκα τα βασικά γεγονότα, αλλά άλλαξα πολλά πράγματα για να κάνω την ιστορία πιο πειστική — και δεν υπερβάλλω». Και πλέον κανείς δεν πιστεύει ότι υπερέβαλε. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ήξερε την καθηλωτική δύναμη της λογοτεχνίας και τη δυνατότητά της να καλύπτει τα κενά της επίσημης αφήγησης και να μιλά για τη βία, την κοινωνική καταπίεση και τη διαφθορά της εξουσίας καλύτερα κι από την ίδια την Ιστορία.
Το παλιοκόριτσο
Μαργαρίτα Μπονάτσου, 2007

Το «Παλιοκόριτσο» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2006 και έχει πρωταγωνιστές τον Ρικάρντο που μεγαλώνει στη Λίμα με το αιώνιο όνειρο να ζήσει στο Παρίσι και μία μυστηριώδη γυναικεία μορφή (niña mala) που επανέρχεται στη ζωή του αλλεπάλληλες φορές, κάθε φορά με διαφορετική ταυτότητα και σε διαφορετικές εποχές και πόλεις (Λίμα, Παρίσι, Λονδίνο, Μαδρίτη, Τόκιο). Ο Λιόσα στο «Παλιοκόριτσο» γίνεται πιο ανθρώπινος, εστιάζοντας σε μία παθιασμένη ερωτική ιστορία που χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο για να διατρέξει εποχές και δεκαετίες, παρουσιάζοντας μία τοιχογραφία του Περού αλλά και της Ευρώπης από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Από τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, στο ξέφρενο Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του ’70 κι από εκεί στο Τόκιο και τη Μαδρίτη της δεκαετίας του ΄80, φτάνοντας μέχρι τα 90ς. Ο κόσμος αλλάζει διαρκώς και μαζί του αλλάζουν και οι ήρωες του βιβλίου ενώ τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα μπλέκονται με την προσωπική τους ιστορία. Και το «παλιοκόριτσο» που μεταμορφώνεται διαρκώς –πότε εμφανίζεται ως επαναστάτρια πότε ως αστή– μπορεί να ιδωθεί και ως μια αλληγορία των ίδιων των κινημάτων, των επαναστάσεων και των ζυμώσεων του ταραγμένου δεύτερου μισού του 20ου αιώνα αλλά και των συμβιβασμών, των παραχωρήσεων και του αστικού κομφορμισμού που ενίοτε στον τελικό απολογισμό κυριαρχεί.