Σ’ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΟΥ ταξίδια στην Πράγα, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, ο Μίλαν Κούντερα –πολιτογραφημένος Γάλλος από το 1981– άκουσε έναν φίλο του που είχε παραμείνει στη χώρα να τον προτρέπει: «Έναν Μπαλζάκ χρειαζόμαστε τώρα. Γιατί εδώ βλέπεις την παλινόρθωση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας με ό,τι πιο ωμό και ηλίθιο συνεπάγεται, με όλη τη χυδαιότητα των απατεώνων και των νεόπλουτων»…
Για να του δώσει μάλιστα μια εικόνα της αλλόκοτης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, του ανέφερε το παράδειγμα ενός πρώην ανώτερου κομματικού στελέχους που είχε παντρέψει τις κόρες του με «ταξικούς εχθρούς», αλλά όταν οι τελευταίοι ανέκτησαν τις περιουσίες τους, ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελαν να δουν τον πεθερό τους.
Ανακαλώντας το παραπάνω περιστατικό στο αστραφτερό δοκίμιό του «Ο πέπλος» (μετ. Γ.Η. Χάρης, Εστία, 2005), ο Κούντερα σπεύδει να εξηγήσει γιατί δεν θα ενέδιδε ποτέ σε παρόμοια προτροπή. Κανένας σοβαρός μυθιστοριογράφος, λέει, δεν θα καταπιανόταν πια με τη συγγραφή μιας ακόμα μπαλζακικής «Ανθρώπινης κωμωδίας». Θα ’ταν γελοίο.
Τι κι αν η ιστορία της ανθρωπότητας έχει την «κακογουστιά» να επαλαμβάνεται; Η ιστορία της τέχνης δεν ανέχεται τις επαναλήψεις: «Η τέχνη υπάρχει για να δημιουργεί τη δική της ιστορία. Αν κάποια μέρα μείνει κάτι απ’ την Ευρώπη, δεν θα ΄ναι η επαναλαμβανόμενη ιστορία της, που από μόνη της δεν αντιπροσωπεύει καμία αξία. Το μόνο που ενδέχεται να μείνει είναι η ιστορία των τεχνών της».
Σε μια εποχή που το λογοτεχνικό οικοδόμημα δείχνει να καταρρέει υπό το βάρος της άκρατης εμπορευματοποίησής του, ο Μίλαν Κούντερα εξερευνά γι’ άλλη μια φορά την τέχνη του μυθιστορήματος επιχειρώντας να τινάξει από πάνω της τον «πέπλο» των προερμηνειών που το καλύπτει.
Αντίστοιχα γελοία, σύμφωνα με τον Κούντερα, θα ήταν και μια αριστοτεχνική σονάτα ενός σύγχρονου συνθέτη που θα έμοιαζε μ’ εκείνες του Μπετόβεν. Όχι, δεν πρόκειται για το άκρον άωτον της υποκρισίας. Απλώς, «η συνείδηση της συνέχειας είναι τόσο ισχυρή μέσα μας, που παρεμβαίνει στην αντίληψή μας για κάθε έργο τέχνης. Και μόνο στο πλαίσιο της ιστορικής εξέλιξης μιας τέχνης γίνεται αντιληπτή η αισθητική της αξία».
Σε μια εποχή που το λογοτεχνικό οικοδόμημα δείχνει να καταρρέει υπό το βάρος της άκρατης εμπορευματοποίησής του, ο Μίλαν Κούντερα εξερευνά γι’ άλλη μια φορά την τέχνη του μυθιστορήματος επιχειρώντας να τινάξει από πάνω της τον «πέπλο» των προερμηνειών που το καλύπτει.
«Σαν γυναίκα που βάφεται προτού τρέξει στο πρώτο της ραντεβού», γράφει, «ο κόσμος, όταν τρέχει κοντά μας τη στιγμή της γέννησής μας, είναι ήδη μακιγιαρισμένος, μεταμφιεσμένος, προερμηνευμένος». Όπως όμως ο Θερβάντες με τον «Δον Κιχώτη» έσκισε τον υφασμένο από θρύλους πέπλο του κόσμου που γνώριζε, όπως ο Κάφκα ανακάλυψε την τερατωδία της γραφειοκρατίας προτού αυτή εξελιχθεί στο τέρας που γνωρίζουμε, έτσι και ο κάθε πραγματικός μυθιστοριογράφος «οφείλει να μην αντιγράφει αλήθειες κεντημένες στον πέπλο της προερμηνείας».
Να, λοιπόν, ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της τέχνης του μυθιστορήματος για τον Κούντερα: η κατανόηση αυτής της «αναπότρεπτης ήττας» που είναι η ανθρώπινη ζωή.
Φιλοδοξία του μυθιστοριογράφου, επιμένει ο ίδιος, δεν είναι να τα καταφέρει καλύτερα από τους προκατόχους του, αλλά να δει και να πει όσα εκείνοι δεν είδαν και δεν είπαν. Αν όμως το μυθιστόρημα καθορίζεται από τον χώρο της πραγματικότητας που πρέπει ν’ ανακαλύψει, η μορφή του γεννιέται από μια ελευθερία που κανείς δεν μπορεί να περιορίσει: «οι υπαρξιακές ανακαλύψεις και ο μετασχηματισμός της φόρμας πάνε οπωσδήποτε μαζί».
Στον «Πέπλο», υιοθετώντας έναν τόνο φιλικό προς τον αναγνώστη και αναμειγνύοντας, όπως πάντα, το σοβαρό με το ανάλαφρο, ο Κούντερα συνοψίζει όσα τον απασχόλησαν στην «Τέχνη του μυθιστορήματος» (1986) και στις «Προδομένες διαθήκες» (1993). Στηλιτεύει το κιτς και τον συναισθηματισμό, προτάσσει το χιούμορ και τον στοχασμό, αντλεί ξανά το υλικό του από τα επιτεύγματα των «μεγάλων» –Θερβάντες, Φίλντινγκ, Ραμπελέ, Τολστόι, Φλομπέρ, Ντοστογιέσφκι, Κάφκα, Μούζιλ, Μπροχ, Γκομπρόβιτς– και, καθώς γράφει στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, δεν παραλείπει να επιτεθεί και στην ανικανότητα ν’ αντιμετωπίσει κανείς την κουλτούρα του στο «μεγάλο πλαίσιο», πέρα από το εθνικό.
«Ποιος μουσικολόγος ενδιαφέρεται για τη μητρική γλώσσα του Μπαχ;» αναρωτιέται. «Αντίθετα, ένα μυθιστόρημα, επειδή συνδέεται με τη γλώσσα του, σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου γίνεται αντικείμενο μελέτης σχεδόν αποκλειστικά στο μικρό εθνικό πλαίσιο. Η Ευρώπη δεν κατάφερε ν’ αντιληφθεί τη λογοτεχνία της σαν ιστορική ενότητα, και δεν θα σταματήσω να επαναλαμβάνω πως εδώ βρίσκεται η παταγώδης πνευματική αποτυχία της».