Μίλαν Κούντερα : Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης
Το θρυλικό αριστούργημα του Μίλαν Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» επανεκδίδεται σε νέα μετάφραση από τον Γιάννη Χάρη και τις εκδόσεις της Εστίας
Όταν πρωτοεκδόθηκε η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, που επανακυκλοφορεί σε νέα μετάφραση από τις εκδόσεις της Εστίας με τον τίτλο η Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης από τον άοκνο μεταφραστή του Μίλαν Κούντερα, Γιάννη Η. Χάρη, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80, ο κόσμος ακόμα ζούσε στον απόηχο των μεγάλων ιδεών και των ανυπόφορων πολέμων. Σαν αεράκι φύσηξαν οι λέξεις του εξόριστου στη Γαλλία Τσέχου συγγραφέα, ο οποίος τόλμησε να τις απογυμνώσει από την ιδεολογική τους βαρύτητα και να τις αφήσει να μιλήσουν έξω από τα μοδάτα σημασιολογικά περιβάλλοντα. Δεν υπάκουσε στη συνθήκη της δομής, πέταξε μακριά τα στεγανά της γραμμικής ή καθαρής λογοτεχνικής αφήγησης και, ακολουθώντας τα βήματα του Δον Κιχώτη που τόσο λάτρευε, έγινε ένας γνήσιος αποσυνάγωγος στην καρδιά του δυτικού μυθιστορήματος. Τι μπορούν, επομένως, να μας πουν τα πρωτότυπα παραδείγματα των ηρώων της Αβάσταχτης Ελαφρότητας οι οποίοι περιδιαβαίνουν, άλλοτε ως εκφραστές της σοβαρότητας και άλλοτε του γελοίου, στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης, όπως οι Υπνοβάτες του Μπροχ ή σαν γνήσιοι απόγονοι του Οιδίποδα;
Το χάραμα του μυθιστορήματος απλώνεται για τον Κούντερα σε έναν καινούργιο κόσμο και σε μια σκονισμένη αφηγηματική ζούγκλα, όπου τα όρνια των ιδεολογιών απειλούν να φάνε τις σάρκες του μυθιστορήματος που επιβίωσε επειδή ακριβώς φρόντισε να αυτοκαταστραφεί με ένα γέλιο και μια βροντή, έχοντας ως βάση από τη μια τον Σοφοκλή και από την άλλη τον Αριστοφάνη. Ο Τρίστραμ Σάντι, που τη μορφή του ενσάρκωσε γνήσια ο Κούντερα, ήταν, άλλωστε, ένας παρανοϊκός παλιάτσος που έβγαλε τη γλώσσα στις πιο άτεγκτες συμβάσεις. Έτσι και ο Τσέχος διανοητής: έχοντας ως όπλο το διαρκές πείραγμα, άρχισε το μεγάλο του ταξίδι στον πυρήνα της ίδιας της ύπαρξης μιλώντας με τρόπο ανάλαφρο, δηλαδή μέσα από σεξουαλικές ιστορίες και ερωτοτροπίες, για την πιο βαθιά ουσία. Καλύτερα οι ψευδαισθήσεις ενός παράφορου παραμυθά και ιδαλγού, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι επιβεβλημένες, παρά η ανακριτική αλήθεια των δυϊσμών και της «καθαρότητας». Άλλωστε το ψέμα στον Κούντερα συνάδει με την ίδια την ουσία. «Από τη στιγμή που υπάρχει ένας μάρτυρας των πράξεών μας, προσαρμοζόμαστε θέλοντας και μη στα μάτια που μας παρατηρούν, και τίποτα πια απ' ό,τι κάνουμε δεν είναι αληθινό. Όταν έχουμε θεατές, όταν έχουμε στον νου μας κάποιους θεατές, σημαίνει πως ζούμε μέσα στο ψέμα» γράφει στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα. Το ίδιο συμβαίνει με τον εραστή που δίνει διαρκώς παράσταση στο αντικείμενο του πόθου του, το ίδιο και με τον λογοτέχνη απέναντι στον αναγνώστη. Αντίθετα, όσοι «ζουν μέσα στην αλήθεια, τίποτα απ' όσα κάνουν δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν.
Το χάραμα του μυθιστορήματος απλώνεται για τον Κούντερα σε έναν καινούργιο κόσμο και σε μια σκονισμένη αφηγηματική ζούγκλα, όπου τα όρνια των ιδεολογιών απειλούν να φάνε τις σάρκες του μυθιστορήματος που επιβίωσε επειδή ακριβώς φρόντισε να αυτοκαταστραφεί με ένα γέλιο και μια βροντή, έχοντας ως βάση από τη μια τον Σοφοκλή και από την άλλη τον Αριστοφάνη.
Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο, λοιπόν, ο Κούντερα μας αφορά σήμερα περισσότερο από ποτέ: ήξερε ότι ο εχθρός της Ευρώπης είναι ο εξισωτισμός που ξεκινάει από τις ιδέες για να καταλήξει στον τρόπο που οι αιώνιοι προασπιστές της αλήθειας εμμένουν στον λόγο τους, και σε τίποτε άλλο. Αν κάτι συνέβαλε στην κατίσχυση του ολοκληρωτισμού, που επανέρχεται με τρόπο τρομακτικό, είναι ότι οι ιδεολογίες που κατακερμάτισαν τη γηραιά ήπειρο στηρίχτηκαν στην επιβολή μίας και μόνο αλήθειας και στην άρνηση ανάληψης οποιασδήποτε ευθύνης. Γι' αυτό και η Αβάσταχτη Ελαφρότητα ξεκινάει με τον Νίτσε, εμμένοντας στην ανάγκη της συνειδητοποίησης των επιπτώσεων των εκάστοτε επιλογών στη ζωή, όπου η ευκαιρία δίνεται μονάχα μια φορά, και όχι δύο. Ο Οιδίποδας, ο ήρωας που επανέρχεται σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, αποφάσισε να βγάλει τα μάτια του και να αναλάβει έτσι την ευθύνη, παρ' ότι ήξερε πως ό,τι έκανε, το έκανε εν αγνοία του.
Ποια είναι όμως η αντίσταση που μπορεί να προβάλει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη, ο πολίτης της Ευρώπης του σήμερα; Σύμφωνα με τον Κούντερα, δεν είναι ιδεολογική ή πολιτική, γιατί αυτή, αργά ή γρήγορα, θα συνταχθεί με την απολυτότητα των ιδεών, αλλά αισθητική. Και πάλι, νιτσεϊκώ τω τρόπω, ο διονυσιασμένος Κούντερα επιστρέφει στην ομορφιά ως μοναδικό όπλο αντίστασης σε έναν κόσμο που οδηγεί απαρέγκλιτα στην ομοιομορφία: «Ο άνθρωπος, εν αγνοία του, συνθέτει τη ζωή του σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς, ακόμα και τις στιγμές της πιο βαθιάς απελπισίας».
Ο ίλιγγος της ύπαρξης δεν αποφεύγεται ακόμα και όταν νιώθει κανείς ανάλαφρος – τι πιο ανάλαφρο, λοιπόν, και πιο βαρύ από τον έρωτα; Σε μια ζωή που γεννιέται σαν παρτιτούρα, όπως και το ίδιο το μυθιστόρημα που στήνει μουσικά ο Κούντερα, και που προκύπτει τυχαία και ακατέργαστα, οι τέσσερις ήρωες της Αβάσταχτης Ελαφρότητας εναλλάσσονται σε ρόλους δυναμικούς και ασύμμετρους: η σερβιτόρα και κατόπιν φωτογράφος Τερέζα βιώνει βαριά τη ζήλια και τον έρωτά της με τον φαινομενικά ανάλαφρο και επιπόλαιο ερωτικά γιατρό Τόμας, ενώ η Σαμπίνα, μία από τις ερωμένες του Τόμας, αρνείται τη μονογαμική σχέση με τον Φραντς. Όταν όμως ο έρωτας απομακρύνεται από το τυχαίο που τον στιγματίζει, από τη φευγαλέα κίνηση, από την ανάγκη ποιητικής ενατένισης του άλλου, τότε γίνεται κανόνας και υποκύπτει στο πρέπει – αυτό το es muss sein του Μπετόβεν, αλλά χωρίς το απαραίτητο παιχνίδι που είχε εμπνεύσει την ομότιτλη σύνθεση. «Για να μείνει αλησμόνητος ένας έρωτας, πρέπει να μαζευτούν πάνω του απ' την πρώτη στιγμή τα τυχαία, σαν τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης». Γιατί αυτά «τα μαγικά τα κάνει το τυχαίο, όχι η αναγκαιότητα».
Η ομοιόμορφη, λοιπόν, ταπετσαρία με την οποία οι άνθρωποι της πολιτικής έχουν καλύψει τον κόσμο, αυτή του κομμουνισμού ή του φασισμού, δεν θα αφήσει καμία λευκή πτυχή που πάνω της θα μπορεί να ζωγραφίσει ο δημιουργός το μυστήριο. Ο τοίχος της ύπαρξης θα είναι ασφυχτικά γεμάτος και προβλέψιμος, ενώ «μόνο το τυχαίο μιλάει. Προσπαθούμε να το διαβάσουμε, όπως διαβάζουν οι Τσιγγάνες στο φλιτζάνι τα σημάδια από το κατακάθι του καφέ». Αρκεί μόνο να διαθέτεις το βλέμμα ώστε να προσέξεις ότι, όταν καταφθάνει τυχαία το αντικείμενο του πόθου σου, όπως συνέβη με την πρωταγωνίστρια του βιβλίου, Τερέζα, μπορεί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, να ακούγεται μια συγκεκριμένη μουσική συμφωνία ή στο τραπέζι να υπάρχει ένα συγκεκριμένο βιβλίο, απόδειξη πως μονάχα ο έρωτας αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα της παρατήρησης – σχεδόν τα οξύνει. Διαφορετικά, θα έμεναν κρυφά και απαρατήρητα τόσες χιλιάδες μηνύματα που περνούν δίπλα μας καθημερινά. Η μεταφορά έχει, επομένως, πιο αληθινή δύναμη από την κυριολεξία.
Οι ήρωες του Κούντερα ονειρεύονται διαρκώς είτε ότι ανυψώνονται, είτε ότι πέφτουν, είτε ότι πεθαίνουν, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ζουν. Φυσικά, η φαντασία και το όνειρο, που είναι αδιαφιλονίκητα συνδεδεμένα με την ίδια την ανθρώπινη φύση, ενέχουν τον κίνδυνο του ιλίγγου ακριβώς γιατί ανυψώνουν τον άνθρωπο σε σφαίρες που δεν μπορεί να προβλέψει, ούτε καν να δει. Και στον ταλαντευόμενο άξονα ανάμεσα στην ύπαρξη ή στην ανυπαρξία, στην ψυχή ή στο σώμα, υπάρχει πάντα η έκπληξη που παραμονεύει τον συγγραφέα ή τον εραστή, η έκπληξη της δημιουργίας. «Όπως ξαναείπα, τα πρόσωπα ενός έργου δεν γεννιούνται από γυναικείο σώμα, όπως τα ζωντανά πλάσματα, αλλά από μια κατάσταση, μια φράση, μια μεταφορά, η οποία περιέχει εν σπέρματι μια βασική ανθρώπινη δυνατότητα που ο συγγραφέας φαντάζεται πως δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα ή πως δεν έχει ειπωθεί ακόμα γι' αυτήν τίποτα ουσιώδες». Ίσως γι' αυτό θα προτιμούσαμε το «Είναι» από την «Ύπαρξη», έναν πολύ πιο συγκεκριμένο και υπέρ το δέον ακριβή φιλοσοφικό όρο για τα σχετικά μέτρα του Κούντερα, πολύ πιο κοντά στα ενδεχόμενα από την κυριολεξία.