«Πώς θα φύγει ο ρύπος από τα μυαλά και τις ψυχές μας;», «Τι στο καλό πήγε λάθος;», «Να προκαλέσουμε τους εφησυχασμένους», «Πουλάει ό,τι μας ξεπουλάει», «Μ' ενδιαφέρει να βλέπω τα μυστικά των πραγμάτων», «Γράφω για ό,τι αγάπησα και μίσησα», είναι μερικοί από τους τίτλους συνεντεύξεων και πορτρέτων τριάντα ενός Ελλήνων σημαντικών συγγραφέων από τα τέλη της δεκαετίας του '80 ως τις μέρες μας, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Σταυρούλας Παπασπύρου με τίτλο «Χωρίς Μαγνητόφωνο» και κατά κάποιον τρόπο συμπυκνώνουν την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Εκμυστηρεύσεις, αποκαλύψεις, εξομολογήσεις, αναστοχασμοί, πυκνές σκέψεις, θέσεις, απόψεις και χιλιάδες λέξεις κατακλύζουν το βιβλίο της δημοσιογράφου του πολιτιστικού ρεπορτάζ Σταυρούλας Παπασπύρου.
«Οι συνεντεύξεις που επέλεξα να συμπεριλάβω στο "Χωρίς μαγνητόφωνο" καλύπτουν χρονικά μια τριακονταετία. Παραχωρήθηκαν από σημαντικούς λογοτέχνες λίγο πριν ή λίγο μετά την έκδοση κάποιου βιβλίου τους και οι περισσότερες δημοσιεύτηκαν στην "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία", όταν η κυκλοφορία της, σε σύγκριση με τις πωλήσεις των σημερινών φύλλων, ήταν αστρονομική.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το περιεχόμενό τους δεν εξαντλείται σε ζητήματα λογοτεχνίας αλλά αγκαλιάζει και την εκάστοτε επικαιρότητα μέσα από τα σχόλια που καλούνται να κάνουν οι συγγραφείς γι' αυτήν» γράφει η δημοσιογράφος στο πρόλογο του βιβλίου.
Πολλές σταθερές έχουν κατακρημνιστεί, οι αγωνίες των νέων ανθρώπων έχουν αυξηθεί ραγδαία και νομίζω ότι δεν έχουμε συνείδηση του πόσοι άνθρωποι παλεύουν για να επιβιώσουν. Βιώνουμε ένα ταξικό χάσμα.
Συναντηθήκαμε ένα παγωμένο πρωινό σε ένα καφέ του Θησείου. Κατέφθασε εμφανώς ενθουσιασμένη, κρατώντας το βιβλίο στα χέρια της και έχοντας συνειδητοποιήσει, βλέποντας όλα τα κείμενα συγκεντρωμένα, ότι πέρασε τα πιο δημιουργικά της χρόνια ασχολούμενη με μια δουλειά που αγαπούσε.
H Σταυρούλα Παπασπύρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και Μέσα Επικοινωνίας στο Παρίσι. Είναι πολιτιστική συντάκτρια από το 1987. Έχει εργαστεί στις εφημερίδες «Η Αυγή» και «Ελευθεροτυπία», σε πολλά περιοδικά, όπως τα «Τέταρτο», «Αντί», «Μετρό», «Σινεμά», «ΜΕΝ» και «Vogue», καθώς και στις τηλεοπτικές εκπομπές «Βιβλιόραμα», «Άξιον Εστί», «Έχει γούστο» και προσφάτως στο «Βιβλιοβούλιο» του Καναλιού της Βουλής, καλύπτοντας κυρίως το ρεπορτάζ βιβλίου.
Ξεκινώντας τη συζήτησή μας, επισημαίνει ότι «πέρα από τη θεματική των έργων που εξετάζονται στις σελίδες του βιβλίου, πέρα από ζητήματα που σχετίζονται με την τέχνη της γραφής, για το πώς το βίωμα μεταπλάθεται σε λογοτεχνία, για τη σχέση μυθοπλασίας και Ιστορίας, για το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας στη χώρα μας, στο "Χωρίς μαγνητόφωνο" γίνεται επίσης λόγος για το σκάνδαλο Κοσκωτά αλλά και για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, για τα χρόνια της ευημερίας και για τα χρόνια της οικονομικής κατάρρευσης, για τις πολιτικές ηγεσίες και για την πνευματική ζωή μας, για την Ελλάδα που υποδεχόταν μετανάστες όπως και για την Ελλάδα που έφτασε στο σημείο να διώχνει τα παιδιά της στο εξωτερικό. Το βιβλίο διατρέχει όσα έχουμε ζήσει από το 1989 μέχρι σήμερα, φιλοδοξώντας να καλύψει παράλληλα ένα κομμάτι της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Η ιδέα του βιβλίου ως σύλληψης προέκυψε από τις πολυάριθμες συζητήσεις που κατά διαστήματα είχε με τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα. «Υπήρχε, μάλιστα, διδακτορικό φοιτητή που είχε ενσωματώσει αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις μας με τον κορυφαίο συγγραφέα και αυτός ήταν ένας βασικός λόγος για να καταλήξω στη διαμόρφωση αυτού του βιβλίου. Ο δεύτερος ήταν ότι χάνονταν σταδιακά τα ίχνη αυτών των συζητήσεων από το Διαδίκτυο» αναφέρει.
Η ίδια καταλήγει στο «Χωρίς μαγνητόφωνο» σε ένα βασικό συμπέρασμα: «Όλα αυτά έγιναν σε μια εποχή που ο γραπτός Τύπος είχε κύρος και η δημοσιογραφία στα μάτια των συμπολιτών μας λογαριαζόταν ακόμα ως λειτούργημα. Ήμουν τυχερή».
Γιατί θεωρεί τον εαυτό της τυχερό; «Στο βιβλίο περιλαμβάνεται μια διαδρομή συνομιλιών που ξεκινούν από το 1989 και τη συνέντευξη του Θανάση Βαλτινού και φτάνουν στο σήμερα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια μιας ενδιαφέρουσας δημοσιογραφικής πορείας. Στην "Ελευθεροτυπία" ξεκίνησα να γράφω σε ένα ένθετο το 1991. Όμως, στο μισθολόγιο κατάφερα να μπω οκτώ χρόνια αργότερα, το 1999. Όλο αυτό το διάστημα ήμουν εξωτερική συνεργάτις.
Όταν προσλήφθηκα, πήγα στο γραφείο του διευθυντή Σεραφείμ Φυντανίδη, ο οποίος τότε με είχε ρωτήσει: "Καλά, εγώ νόμιζα ότι είσαι ήδη δική μας". Οκτώ χρόνια, λοιπόν, έδινα εξετάσεις. Από τότε μέχρι το κλείσιμό της και την περίοδο της απαξίωσης, επί ιδιοκτησίας Μάνιας Τεγοπούλου, βρισκόμουν σε αυτό το έντυπο. Ήταν πολύ καλές οι συνθήκες.
Το ένθετο "Επτά" της "Κυριακάτικης" ήταν εβδομαδιαίο και σου έδινε τη δυνατότητα να επιλέγεις τα θέματά σου, να έχεις χρόνο και ελευθερία. Κυρίως, υπήρχε εμπιστοσύνη. Γι' αυτό, λοιπόν, γράφω ότι ήμουν πολύ τυχερή. Διότι ένιωθα περήφανη που ήμουν δημοσιογράφος. Ήταν μια εποχή κατά την οποία ο γραπτός Τύπος είχε βαρύτητα, εγκυρότητα, αποδοχή και απήχηση».
Αναντίρρητα, οι αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στην πτώχευση ισχύουν και για την "Ελευθεροτυπία". Οφείλω, όμως, να πω ότι αυτό που κρατώ από εκείνα τα χρόνια είναι η απόλυτη ελευθερία. Το γεγονός ότι εργαζόμασταν σε ένα περιβάλλον εργασιακής ειρήνης, χωρίς βυζαντινισμούς.
Όπως μου λέει η ίδια, μια εικόνα που προσδιορίζει τη μεταβολή του ρόλου του δημοσιογράφου και έχει εντυπωθεί πολύ έντονα στη μνήμη της προέρχεται από το δημοψήφισμα του 2015.
«Θυμάμαι που ήμουν το Σύνταγμα συμμετέχοντας στις συγκεντρώσεις. Το σύνθημα που ακουγόταν πολύ έντονα ήταν το "αλήτες - ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι", αντιδρώντας με αυτό τον τρόπο στην τηλεοπτική κάλυψη εκείνου του γεγονότος. Όταν το άκουσα, δεν σου κρύβω ότι σε έναν βαθμό το συμμερίστηκα. Ακόμα κι εγώ είχα αγανακτήσει.
Παρακολουθούσαμε μηχανισμούς προπαγάνδας και όχι αντικειμενική δημοσιογραφία. Ειδικότερα, λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης αλλά και μετέπειτα, η κατάσταση ξέφτισε. Επίσης, όσο υπεύθυνη και σοβαρή είναι η δημοσιογραφία, τόσο λιγότερο αμφισβητείται από την επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Επομένως, αν υπάρχει ένα ισχυρό αντίβαρο, ο κίνδυνος είναι προφανώς μικρότερος. Όμως, νομίζω ότι η δημοσιογραφία στις μέρες μας εξακολουθεί να είναι στρατευμένη».
Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην «Ελευθεροτυπία» σε όλες τις περιόδους της, και όταν η κυκλοφορία της ήταν άπιαστη και όταν στο τέλος πουλούσε μόλις 2.500 φύλλα.
«Η υπογραφή είχε βαρύτητα σε όλους τους κύκλους της εφημερίδας, είτε επιτυχημένους είτε αποτυχημένους. Με ενδιέφερε πάντοτε να δουλεύω με τον ίδιο τρόπο. Ανήκω σε μια γενιά που δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί με το δημοσιογραφικό φιλότιμο» τονίζει.
Μέσα στην εφημερίδα έκανε ελάχιστες φιλίες και με κάποιους διατηρεί ακόμα επικοινωνία. Τον μακροβιότερο διευθυντή της «Ε», Σεραφείμ Φυντανίδη, δεν τον γνώρισε ποτέ, πέρα από δύο συναντήσεις που είχε μαζί του. Η μία ήταν όταν προσλήφθηκε και η δεύτερη όταν αποφάσισαν στην εφημερίδα να μοιράζουν βιβλία ως ένθετα και χρειάστηκαν τη βοήθειά της.
Τι πήγε λάθος και έκλεισε η «Ελευθεροτυπία»; «Η εφημερίδα αυτή ήταν η μικρογραφία της Ελλάδας. Ανεξέλεγκτη δανειοδότηση, κακή οικονομική διαχείριση, κανένας έλεγχος και παραγοντισμοί. Υπήρξαν πρόσωπα που ήταν πολύ χαμηλά στην ιεραρχία και λάμβαναν περισσότερα χρήματα από τον αρχισυντάκτη, αφού ήταν αγαπημένα παιδιά άλλων που είχαν εξουσία μέσα στην εφημερίδα.
Αναντίρρητα, οι αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στην πτώχευση ισχύουν και για την "Ελευθεροτυπία". Οφείλω, όμως, να πω ότι αυτό που κρατώ από εκείνα τα χρόνια είναι η απόλυτη ελευθερία. Το γεγονός ότι εργαζόμασταν σε ένα περιβάλλον εργασιακής ειρήνης, χωρίς βυζαντινισμούς».
Στην πρώτη θέση της ιεραρχίας των μέσων η Σταυρούλα Παπασπύρου τοποθετεί την εφημερίδα, αλλά σήμερα προτιμά να τις διαβάζει από το Διαδίκτυο.
Τη ρωτώ γιατί το βιβλίο φέρει το τίτλο «Χωρίς μαγνητόφωνο». Και απαντά: «Η απουσία μαγνητοφώνου με ωθούσε να καταγράφω τα ουσιώδη από κάθε συνομιλία και ήταν κάτι που με ανάγκαζε να είμαι σε μεγαλύτερη εγρήγορση, πιο προσεκτική». Αυτή την πρακτική την ξεκίνησε από μια συνέντευξη που τη σημάδεψε.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν ήταν νεόκοπη πολιτιστική συντάκτρια στην «Αυγή», της ανέθεσαν να πάρει συνέντευξη από τη Διδώ Σωτηρίου. «Πήγαινα να τη συναντήσω με ένα δέος. Όταν έφυγα, πίστευα ότι είχα στα χέρια μου ένα ντοκουμέντο. Επιστρέφοντας στην εφημερίδα ήμουν πολύ χαρούμενη, όρμησα στην απομαγνητοφώνηση και θεώρησα σωστό να διατηρήσω ατόφιο το πηγαίο ύφος της, μεταφέροντας τον λόγο όσο πιο πιστά γινόταν. Μάλιστα, κατά την επιστροφή κρατούσα με ενθουσιασμό στο χέρι μου ένα γαρίφαλο που μου είχε χαρίσει. Ήμουν ξετρελαμένη για το υπέροχο επάγγελμα που έκανα.
Την επόμενη μέρα, μόλις η Διδώ Σωτηρίου είδε τυπωμένη τη συνέντευξη, με αναζήτησε στο τηλέφωνο. Μου έβαλε τις φωνές, λέγοντα: "Kοριτσάκι μου, υπήρξα κι εγώ δημοσιογράφος. Πώς μετέφερες έτσι τα λεγόμενά μου; Γιατί δεν τα σουλούπωσες λιγάκι; Ντροπή!". Κάπως έτσι αποφάσισα ότι στις επόμενες συνεντεύξεις θα κρατώ σημειώσεις και δεν θα χρησιμοποιώ μαγνητόφωνο» αφηγείται.
Μερικές από τις αγαπημένες της συνεντεύξεις που εμπεριέχονται στο βιβλίο είναι αυτές με τον Νίκο Χουλιαρά, τη Μάρω Δούκα, τον Θανάση Βαλτινό, τη Ρέα Γαλανάκη και τον Μένη Κουμανταρέα.
«Η πρώτη συνέντευξη με τον Κουμανταρέα πραγματοποιήθηκε στο σπίτι μου και στη συνέχεια διατηρήσαμε οικογενειακές σχέσεις. Το τέλος του με σόκαρε. Ήταν βίαιο. Ίσως και μυθιστορηματικό. Ήμουν παρούσα σε όλη τη διάρκεια της δίκης των δολοφόνων του. Και μου προξένησε τεράστια εντύπωση το ότι ήρθαν ελάχιστοι άνθρωποι να την παρακολουθήσουν.
Επίσης, διαμόρφωσα τη χειρότερη εικόνα για τον δικηγόρο Αλέξη Κούγια. Προέβαινε σε συνεχείς αλλαγές της υπερασπιστικής γραμμής, ενώ τον θυμάμαι να λέει στο δικαστήριο ότι ο Μένης είχε γράψει το «Τρίτο Στεφάνι», ένα βιβλίο που είναι γραμμένο από τον Κώστα Ταχτσή.
Ο Μένης ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Ο πόθος τον ακολουθούσε μέχρι τα γεράματα. Πάντοτε επέλεγε τη ζωή. Η προσωπική του διαδρομή αποκαλύπτεται σε όσα έγραψε στον «Θησαυρό του Χρόνου».
Ανεξίτηλες έχουν μείνει οι συναντήσεις της με αξεπέραστες προσωπικότητες όπως ο Χρήστος Βακαλόπουλος και ο Νίκος Θέμελης. «Ο Βακαλόπουλος προέβλεψε την έκπτωση που θα ερχόταν. Σκιαγραφούσε την Ελλάδα που είχε πάρει λανθασμένη κατεύθυνση. Ήταν ένας άνθρωπος που διατηρούσε για τον εαυτό του την πολυτέλεια να σκέφτεται. Με την προσωπικότητά του σε ωθούσε να γίνεσαι δημιουργικός, να εξελίσσεσαι. Έλεγε ο ίδιος ότι το πρόβλημα είναι πως "πιστέψαμε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την ελευθερία μας, το ανεμπόδιστο δηλαδή της εσωτερικής μας ζωής".
Από τον Νίκο Θέμελη δεν ξεχνώ την αίγλη που είχε το πρόσωπό του. Είχα την τύχη να βρίσκομαι στον στενό πυρήνα των συντακτών με τους οποίους είχε επιλέξει να μιλά. Η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ήταν στο σπίτι του, στου Παπάγου. Παρόλο που πονούσε πολύ, δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε μια στιγμή. Αναρωτιέμαι, πάντως, πώς άνθρωποι με το εκτόπισμά του δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος της ανομίας που κινούνταν γύρω τους».
Ποια είναι η δική της γνώμη για την κρίση; «Πολλές σταθερές έχουν κατακρημνιστεί, οι αγωνίες των νέων ανθρώπων έχουν αυξηθεί ραγδαία και νομίζω ότι δεν έχουμε συνείδηση του πόσοι άνθρωποι παλεύουν για να επιβιώσουν. Βιώνουμε ένα ταξικό χάσμα. Και η κρίση ήταν μια χρήσιμη ευκαιρία για να αντιληφθούμε ποιοι άνθρωποι είναι πραγματικοί φίλοι, ποιοι αξίζουν, αλλά και ένας τρόπος για να φανεί η βαθύτερη ποιότητα του καθενός.
Βέβαια, πικράθηκα με συμπεριφορές. Είδαμε πολλές ακρότητες. Έναν ακατανόητο φανατισμό, μια άκρατη επιθετικότητα από ανθρώπους που διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι είναι αριστεροί και ανοιχτόμυαλοι. Πιστεύω ότι αριστερά πάντα θα υπάρχει, παρά το ότι τον έχουν καπηλευτεί πολιτικά αυτό τον όρο.
Και ο Αλέξης Τσίπρας αριστερός δηλώνει, αλλά ποιος άλλος υπηρέτησε καλύτερα τα μνημόνια; Ωστόσο, ποιος άλλος κατάφερε να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη τα τελευταία χρόνια; Πάντως, αισθάνομαι πιο προστατευμένη απ' αυτή την κυβέρνηση. Κρίνω ότι υπερασπίζεται τους αδύναμους λίγο περισσότερο σε σχέση με τους προηγούμενους» υποστηρίζει.
Σε τι περιβάλλον μεγάλωσε και πότε αποφάσισε να γίνει δημοσιογράφος; «Οι γονείς μου εργάζονταν στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο πατέρας μου, μάλιστα, ξεκίνησε από καταμετρητής και κατάφερε να γίνει διευθυντής της τράπεζας. Και οι δυο αγαπούσαν πολύ τα βιβλία. Θυμάμαι ότι από πολύ μικρή ηλικία με ξετρέλαινε ο κόσμος της βιβλιοθήκης. Ήταν το καταφύγιό μου.
Οι γονείς μου διάβαζαν εφημερίδα κι έτσι απέκτησα από νωρίς οικειότητα με τη μυρωδιά του χαρτιού και τον έντυπο λόγο. Το μικρόβιο της δημοσιογραφίας εισχώρησε μέσα μου όταν διάβαζα μανιωδώς τη στήλη "Ωτοβλεψίες" στις πολιτιστικές σελίδες των "Νέων", ένα μονόστηλο με περιεκτικές ειδήσεις από τον χώρο του πολιτισμού. Έλεγα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος για να καταφέρω να γράφεται το όνομά μου στις πολιτιστικές σελίδες».
Αυτό που υπογραμμίζει πολύ έντονα για τη δημοσιογραφική της πορεία είναι το γεγονός πως θεωρούνταν αδιανόητο να πας στις συνεντεύξεις αδιάβαστος. «Βλέπω ότι σήμερα οι συνεντεύξεις γίνονται τηλεφωνικά, γραπτές ή χωρίς προετοιμασία. Επίσης, η αγραμματοσύνη έχει μεγεθυνθεί σε απίστευτο βαθμό. Ανορθογραφίες και ασύντακτα κείμενα εξαιτίας μιας βιασύνης, μιας ταχύτητας να προλάβεις να δημοσιεύσεις το κείμενό σου γρήγορα, αδιαφορώντας πλήρως για την αξιοπιστία.
Στη δική μας γενιά δίναμε διαρκώς εξετάσεις. Υπήρχε σεβασμός απέναντι στους συνομιλητές. Κάναμε εκατό τσιγάρα προκειμένου να γράψουμε μια παράγραφο» παραδέχεται.
Το βιβλίο αυτό καλύπτει μια περίοδο τριάντα ετών και διαβάζεται ως τοιχογραφία μιας εποχής. Είναι μια συλλογή ψυχογραφημάτων και συγγραφικών αποσταγμάτων σπουδαίων ανθρώπων.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα παραμένει προσγειωμένη, χωρίς την πίεση της καθημερινότητας της εφημερίδας και χορτασμένη από εικόνες, αφηγήσεις και ιστορίες πνευματικών προσωπικοτήτων.
«Είναι ο ανθός όσων έκανα στη δημοσιογραφία. Ολόκληρη η ζωή μου. Ψηφίδες αναμνήσεων, στιγμές με σημαντικά πρόσωπα, συζητήσεις που σε ακολουθούν, κυρίως παραμένοντας πιστή στο πνεύμα των συναντήσεων αυτών» λέει.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, σύζυγό της επί είκοσι πέντε χρόνια. Όπως δηλώνει: «Αν δεν ήταν σύζυγός μου, θα βρισκόταν ανάμεσα στους συγγραφείς που θα ήθελα να τους πάρω συνέντευξη».
Τη μέρα που συναντηθήκαμε διάβαζε το βιβλίο του Μπανκς Ράσελ «Μια άλλη γλυκιά διάσταση», στο οποίο ξετυλίγεται η ιστορία ενός πολύνεκρου δυστυχήματος σχολικού λεωφορείου και το ηθικό δίλημμα μιας μικρής κοινωνίας. Το δίλημμα αυτό φέρνει στο φως ένα από τα πιο βασανιστικά ερωτήματα της ζωής: «Όταν το χειρότερο συμβεί, σε ποιον ρίχνεις το φταίξιμο;».
Αγαπημένοι της ξένοι συγγραφείς είναι οι Φίλιπ Ροθ, Πολ Όστερ, Χάινριχ Μπελ και Μίλαν Κούντερα. Αναφέρει ότι το βιβλίο που τη σημάδεψε σε μικρή ηλικία ήταν το «Κάστρο» του Κρόνιν. Ήρωας είναι ένας γιατρός είκοσι τεσσάρων χρόνων που ξεκινά με τον ιδεαλισμό και την αγνότητα της ηλικίας του να υπηρετήσει τους αρρώστους στη μουντή και άχαρη φύση των ανθρακωρυχείων της νότιας Ουαλίας. Ζητά να ανατρέψει το υπάρχον, προσβλέποντας σε μια αγαθή επανάσταση που θα λειτουργήσει ως μια κοινωνική αλλά και θεία δικαιοσύνη.
Η γνωστή δημοσιογράφος λατρεύει το κολύμπι, τον χορό, το διάβασμα και τις ξένες σειρές. «Δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από τον ελεύθερο χρόνο» προσθέτει. Κλείνοντας, θα μου πει ότι από τότε που θυμάται τον εαυτό της επιθυμούσε να γράφει και να διαβάζει. Το κατάφερε. Γι' αυτό συμπληρώνει εμφατικά: «Όσο μπορώ να διαβάζω, δεν θα πλήξω ποτέ στη ζωή μου».
Φεύγοντας, τη ρωτώ τι εύχεται για το δικό της βιβλίο. Εκείνη τη στιγμή ανοίγει το «Χωρίς μαγνητόφωνο» και εστιάζει σε μια παράγραφο που είχε γράψει για το βιβλίο της Μάρως Δούκα «Τίποτα δεν χαρίζεται»: «Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει το βιβλίο αυτό ξεκινώντας απ' όποιο σημείο τού κάνει κέφι, άναρχα. Έτσι όμως και το πιάσει από την αρχή ως το τέλος, συντονισμένος με τη συνειρμική σκέψη και τους ελιγμούς της Δούκα ανάμεσα σε πρόσωπα, έργα κι εποχές, ακόμα καλύτερα. Υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες που τρέχουν υπόγεια στις σελίδες του: για το πώς διαμορφώνεται ένας συγγραφέας, πώς τέχνη και ζωή αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοκαθρεφτίζονται αλλά και πώς μια χώρα, η δική μας, γλίστρησε στην ανεμελιά της ευημερίας, δόξασε τη φτήνια, έπεσε στην παγίδα της αμεριμνησίας κι έφτασε εδώ που έφτασε».
σχόλια