ΠΑΡΟΤΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ της σχετικά σύντομης ζωής του ο Σέζαρ Βαγιέχο δημοσίευσε μόνο τρεις ποιητικές συλλογές, θεωρείται ένας από τους καινοτόμους ποιητές του 20ού αιώνα. Πάντα ένα βήμα μπροστά απ' τα υπόλοιπα λογοτεχνικά ρεύματα, κάθε βιβλίο του ήταν ξεχωριστό από τα άλλα και, υπό μία έννοια, επαναστατικό.
Ο Βαγιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και ποίηση αποδομητική προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Υπήρξε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα. Και για τον λόγο αυτόν η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη.
Στο «Τρίλθε», που άρχισε να το γράφει στη φυλακή, εγκαταλείπει τους γνωστούς κανόνες της ποιητικής έκφρασης και καταργεί τη γραμματική διάρθρωση της ισπανικής γλώσσας.
Γεννήθηκε στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, ένα απομακρυσμένο χωριό στις περουβιανές Άνδεις. Σπούδασε λογοτεχνία στο Universidad de la Libertad στο Τρουχίγιο του Περού. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να σταματήσει τις σπουδές για έναν χρόνο και να εργαστεί σε μια φυτεία ζάχαρης, τη Χασιέντα Ρόμα, όπου είδε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση των αγροτών, μια εμπειρία που θα ασκούσε αργότερα σημαντική επίδραση στα μαρξιστικά πολιτικά του πιστεύω και στην ποιητική αισθητική του. Ο Βαγιέχο πήρε το πτυχίο του στην Ισπανική Λογοτεχνία το 1915, την ίδια χρονιά που γνώρισε την μποέμικη πλευρά του Τρουχίγιο, ειδικότερα μέσω των συνιδρυτών του APRA, Αντενόρ Ορίγο και Βίκτορ Ραούλ Άγια ντε λα Τόρε.
Το 1916 μετακόμισε στη Λίμα, όπου σπούδασε, δούλεψε σαν δάσκαλος, ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική και πολιτική πρωτοπορία της εποχής και άρχισε να γράφει τα ποιήματα που το 1919 θα εκδίδονταν στην ποιητική συλλογή «Οι Μαύροι Μαντατοφόροι» («Los Heraldos Negros»). Ο Βαγιέχο υπέστη διάφορες συμφορές τα επόμενα χρόνια: έχασε τη θέση του γιατί αρνήθηκε να παντρευτεί μια γυναίκα με την οποία είχε ερωτική σχέση, η μητέρα του πέθανε το 1920 και φυλακίστηκε για 120 ημέρες επειδή, υποτίθεται, υποκίνησε μια εξέγερση στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο. Το 1922 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή, «Τρίλθε» («Trilce»). Στο «Τρίλθε», που άρχισε να το γράφει στη φυλακή, εγκαταλείπει τους γνωστούς κανόνες της ποιητικής έκφρασης και καταργεί τη γραμματική διάρθρωση της ισπανικής γλώσσας. Τα ποιήματα εδώ διαπνέονται από μια ανανέωση, ενώ πολλά φαίνεται να είναι γραμμένα σε κατάσταση παραληρήματος.
Μετά τη δημοσίευση των συλλογών με διηγήματα «Μελογραφικές Σκάλες» («Escalas Μelografiadas») και «Άγρια γλώσσα» («Fabla Salvaje») το 1923, ο ποιητής μετανάστευσε στην Ευρώπη υπό την απειλή φυλάκισης και παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του στο Παρίσι το 1938. Όλα αυτά τα χρόνια κύλησαν μέσα σε τρομερή φτώχεια στο Παρίσι, με τρία ταξίδια στη Ρωσία και μερικά χρόνια στην Ισπανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1938 από μια άγνωστη ασθένεια που τώρα εικάζεται πως ήταν μια μορφή ελονοσίας. Τάφηκε στο Μοντρούζ, νεκροταφείο για τους φτωχούς.