Τέταρτο καλοκαίρι καρφωμένος στο διαμέρισμα.
-Θέλω να ταξιδέψω... είπε ο Αρτέμης.
Ήταν με κομμένα τα δυο του πόδια, καθηλωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι, αχρηστευμένα τα δυο του χέρια και τυφλός από το ένα μάτι. Μισοκαμένη η μούρη του.
-Θα σε βοηθήσω να ταξιδέψεις, θείε... του είπε ο ανιψιός του ο Στήβης. Ψηλός, λιανός, ξανθός, με σπυριά στα μάγουλα. Μόλις είχε απολυθεί από το στρατό. Είχε ένα τατού στο μπράτσο. «Θέλω να συναντήσω κάποτε τον Θεό να του τα πω. Όχι καρφωμένος σε ένα φέρετρο, αλλά όρθιος στο πηδάλιο ενός αστεριού» έγραφε. Δούλευε σεκιουριτάς στα σκρατς μέχρι να βρει κάτι καλύτερο.
Ο Αρτέμης κοίταξε το τατού.
-Στίχος από ένα τραγούδι των Αλδεβαράν είναι... έχουν συναυλία μεθαύριο... στο νταμάρι... του είπε ο Στήβης.
-Το ξέρω, του είπε ο σακάτης. Στ' αλήθεια θα με βοηθήσεις να ταξιδέψω; ρώτησε.
-Ναι... κείνο το παλιό σου σχέδιο... Αύγουστο με τα μελτέμια... να ξεκολήσουμε από δω...
-Και με την Ιωάννα;
-Με τη μάνα; Μη της πούμε τίποτα ακόμη. Μας αγαπάει πολύ και τους δυο για να μας αφήσει να μας πάρουνε τα σύννεφα... του γέλασε ο Στήβης, γέλασε και ο Αρτέμης, όσο μπορούσε να γελάσει.
Κάποτε ήταν ένας ψηλός άντρας που κοίταζε στα μάτια το μέλλον. Τώρα μισός, καψαλισμένος, παραμορφωμένος, έμοιαζε με φρικιό. Το 'χε πάθει πριν κάμποσα χρόνια. Χριστούγεννα ήταν, όταν, φορτωμένος με δώρα και όνειρα, όμορφος, ανέμελος, πήγαινε επίσκεψη στο σπίτι της αδελφής του της Ιωάννας. Είχε αργήσει και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχε ξεκινήσει στα περισσότερα σπίτια, και συγγενείς και φίλοι τρώγαν, πίναν και τα λέγαν στη ζεστή και κεφάτη ατμόσφαιρα που έχουν τα σπίτια τις γιορτινές ημέρες. Στο βαγόνι του μετρό ήταν μόνο αυτός και ένα αγόρι με πορτοκαλί μαλλιά και δερμάτινο μπουφάν και αρβύλες με καρφιά, και κανένας άλλος.
Στο σταθμό στα Σεπόλια που έκανε στάση το τρένο, μόλις άνοιξαν οι πόρτες του βαγονιού περιμέναν το αγόρι οι αστυνομικοί απ' έξω. Τον σημάδεψαν με τα πιστόλια τους. Τον κάλεσαν να παραδοθεί.
Τότε ο Αρτέμης συνειδητοποίησε ότι ο συνεπιβάτης του ήταν το αγόρι που δείχναν στις ειδήσεις και καταζητούσαν οι αρχές για ληστεία τράπεζας και το φόνο του πολύτεκνου φρουρού.
Το αγόρι έχωσε το χέρι στο μπουφάν και τράβηξε μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα με κρουστικό καψούλι και τους την έδειξε.
-Χαμούρες, τους είπε, θα σας πάρω μαζί μου. Στο δικό μου ταξίδι.
Κι έκανε να πετάξει πάνω τους τη χειροβομβίδα. Ένας πυροβολισμός, μια τρύπα στο μέτωπο, και το παιδί ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο πλαστικό πάτωμα του βαγονιού. Η χειροβομβίδα έπεσε από τα χέρια του και κύλησε μες στο βαγόνι. Οι αστυνομικοί έπεσαν κάτω, ταμπουρώθηκαν.
Η χειροβομβίδα σταμάτησε στα πόδια του Αρτέμη. Αυτός, φορτωμένος με τα δώρα στα χέρια, έκανε να της δώσει κλωτσιά και να τη διώξει μακριά του. Η έκρηξη του λιάνισε τα πόδια, του σμπαράλιασε τα χέρια και του έκαψε το μισό του πρόσωπο. Τα δώρα που κουβαλούσε διαλύθηκαν, κομμάτια φωτιάς που γέμισαν το βαγόνι. Τα ρούχα του πήραν κι αυτά φωτιά. Η χειροβομβίδα είχε και φώσφορο μέσα, ήταν μια μίνι ναπάλμ για οδομαχίες. Κάηκαν η ταυτότητά του, οι πιστωτικές του κάρτες, το μπλοκ των επιταγών του. Σώθηκε μόνο το ναυτικό του φυλλάδιο. Κι αυτό από ένα ακόμη καπρίτσιο της τύχης, καθώς το κομμάτι ύφασμα από το φλεγόμενο σακάκι του, με την τσέπη και το φυλλάδιο μαζί, σπρωγμένο από το ωστικό κύμα, πέταξε σαν πουλί της φωτιάς έξω από την ανοιχτή πόρτα του βαγονιού και έπεσε πάνω στον αλεξίσφαιρο θώρακα ενός από τους αστυνομικούς.
-Θέλω να μου φέρεις γυναίκα, είπε της αδελφής του ο Αρτέμης.
Η Ιωάννα τον κοίταξε. Χήρα που φορούσε ακόμη τα μαύρα κι ας ήταν ντάλα καλοκαίρι κι ας είχε πεθάνει οκτώ χρόνια ο άντρας της κι ας σφάζονταν όταν ζούσε.
-Τα λεφτά είναι τσίμα τσίμα. Δεν πληρώθηκε ακόμη και ο Στήβης...
-Να πάρεις από τα δικά μου... από την τράπεζα.
-Αυτά είπαμε να μην τα πειράξουμε... να τα 'χουμε για τα δύσκολα...
Ο Αρτέμης την κοίταξε. Κομμάτια μαύρο κόκκινο το μισό του πρόσωπο.
-Ντάξει, λύγισε η Ιωάννα, τη Σάσα.
-Την κυρα-Ρήνη, της είπε ο Αρτέμης.
-Θα με σκοτώσει ο άντρας της... προχτές που μέθυσε με έβρισε ρουφιάνα... νομίζω κάτι έχει καταλάβει... γιατί δεν θες τη Σάσα που είναι και η δουλειά της και είναι και νέα...
Η μουτσούνα του, σταθερή, την κοίταξε. Είχε ιδρώσει το μέτωπό του. Η Ιωάννα τού σκούπισε τον ιδρώτα.
-Ντάξει, λύγισε ξανά, την κυρα-Ρήνη. Μου ζήτησε όμως παραπάνω χρήματα.
-Να της τα δώσεις...
-Τσίμα τσίμα είμαστε σου είπα... ντάξει... ντάξει...
Υποτάχτηκε. Δεν άντεχε να του φέρνει αντιρρήσεις. Ένιωθε υπεύθυνη γι' αυτό που 'χε πάθει ο αδελφός της. Γιατί εκείνη ήταν που επέμενε να τους μαζεύει όλη την οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Ο Αρτέμης δεν τ' άρεσαν αυτά. Όμως την αγαπούσε πολύ την αδελφή του την Ιωάννα για να της χαλάει τις ψευδαισθήσεις.
«Οικογένεια ειίαστε. Στις χαρές και στις λύπες μαζί. Τα Χριστούγεννα να μη λείψει κανείς. Όλοι εδώ» τους διέταζε.
Φρίκη ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα. Τους διέλυσαν. Τρώγαν το γλυκό όταν το 'πε η τηλεόραση. Ο πατέρας έφυγε επιτόπου κοιτώντας στην τηλεόραση τα φριχτά νέα. Συγκοπή. Η μάνα λάλησε. Εγκεφαλικό από το οποίο ποτέ δεν συνήλθε. Πέθανε ένα χρόνο μετά, μόνη της στο άθλιο δωμάτιο ενός πιο άθλιου ακόμη γηροκομείου.
Τους είχαν τσακίσει κείνα τα Χριστούγεννα και το γιορτινό τραπέζι.
«Η ελπίδα είναι πιο δυνατή κι από την πιο μεγάλη καταστροφή. Η μάνα έζησε από τη φωτιά της Σμύρνης και την Κατοχή, ο πατέρας από τον πόλεμο με τους Γερμανούς, Κατοχή, Μακρονήσι και μετά Μπούλκες και όμως τα κατάφερε, θα τα καταφέρουμε κι εμείς» είπε η Ιωάννα του σακατεμένου Αρτέμη και με τον Στήβη αρνήθηκαν να τον αφήσουν στο ίδρυμα ανιάτων, τον πήραν σπίτι. Έγινε η ίδια νοσοκόμα του και το χέρι που τον τάιζε και τον ξεσκάτιζε.
H Ιωάννα πήγε βρήκε την κυρα-Ρήνη.
-Έλα, σε θέλει, της είπε.
-Πόσα; ρώτησε η κυρα-Ρήνη.
-Εκατό, της είπε η Ιωάννα.
-Ντάξει! Να φύγει ο Μανώλης για τη δουλειά κι έρχομαι.
Η κυρα-Ρήνη ήταν μια κοντοκώλα, στρουμπουλή γυναίκα, χωριάτα, που ακόμη δεν την ειχε αφομοιώσει η πόλη. Φορούσε μαντήλα κι αρνιόταν να κάνει αποτρίχωση στο μικρό χνούδι πάνω από τα χείλη που είχε αρχίσει να γίνεται τρίχα. Φορούσε μαύρη φούστα και γκρίζες κάλτσες. Βοηθούσε στο καθάρισμα της εκκλησίας του Άγιου Τρύφωνα και κρατούσε το ψιλικατζίδικο κοντά στα αρχαία της Ακαδημίας με τον άντρα της τον Παΐσιο. Τους βοηθούσε και ο Μανώλης ο γιος της, που πήγαινε στο βραδυνό γυμνάσιο και τώρα καλοκαίρι δούλευε παρτ τάιμ ντελιβεράς στο σούπερ μάρκετ. Ο άντρας της ήταν και μάστορης μπογιατζής και αναλάμβανε φρεσκαρίσματα και μικρομερεμέτια. Όμως ήταν παραμυθιασμένος από αυτά που 'βλεπε στην τηλεόραση. Τ' άρεσαν τα ακριβά αυτοκίνητα και πίεζε τη Ρήνη να κάνει λέιζερ να βγάλει τις τρίχες από το πανώχειλο και να αγοράσει να βάλει κάνα λαμπερό ρούχο και κάνα «σέξι μαγιό» να την πηγαίνει για μπάνιο με το αμάξι που θα αγόραζε. Ο ίδιος, παρά τις αντιρρήσεις της Ρήνης «ένεκα καλοκαίρι που 'ρχόταν και της μεγάλης δουλειάς που περίμενε», όπως της είπε, απόκτησε με δόσεις ένα τζιπ λιμουζίνα με αυτόματο κλιματισμό. Το καλοκαιράκι ήρθε, όμως η μεγάλη δουλειά που περίμενε και του 'χαν τάξει, σοβάντισμα και βάψιμο ενός συγκροτήματος με μεζονέτες, δεν ήρθε και οι δόσεις άρχισαν να του χτυπούν την πόρτα. Ό,τι βγάζαν από το ψιλικατζίδικο πήγαινε πια στις δόσεις. Η κυρα-Ρήνη του γκρίνιαζε, αυτός θύμωνε και την έβριζε, μια φορά μάλιστα τη χτύπησε και με τη σειρά του τον χτύπησε αυτόν ο Μανώλης για να σώσει τη μάνα του από τα χέρια του. Κόλαση η ζωή τους για ένα γαμημένο αυτοκίνητο.
-Τι τα κρύβεις μάνα, είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Ξανθό καλοκαιράκι. Να 'χα πάρει το χρώμα τους, της έλεγε ο γιος της ο Μανώλης, που 'ταν κάρβουνο μαύρος και σμιχτοφρύδης, ίδιος ο πατέρας του.
Χτύπησε το κουδούνι, της άνοιξε η Ιωάννα.
-Σ' ευχαριστώ που 'ρθες, της είπε και της έδωσε τα λεφτά, δυο πενηντάρικα.
-Θα 'μαι κάτω, στου Στήβη τη γκαρσονιέρα, να τη συγυρίσω. Όταν τελειώσεις, χτύπα μου ν' ανέβω. Δεν θέλω να τον αφήνω μόνο του.
-Ντάξει, της είπε η κυρα-Ρήνη. Δίπλωσε τα λεφτά, τα 'χωσε στην τσέπη της φούστας και πέρασε μέσα στο χολ. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Άκουσε την Ιωάννα που 'φευγε. Προχώρησε ίσια προς το δωμάτιο του Αρτέμη. Η Ιωάννα είχε κλείσει τα ρολά κι είχε ανάψει το μικρό πορτατίφ. Το κλιματιστικό δούλευε στο φουλ. Ο Αρτέμης περίμενε και το βλέμμα του έκαιγε μες στην καβουρνιασμένη μούρη του.
Η κυρα-Ρήνη πήγε γονάτισε μπρος του κι έγειρε το κεφάλι της στα σκέλια του. Μόλις ένιωσε τον πόθο του, σηκώθηκε, ανέβασε τη φούστα μέχρι πάνω και κόλλησε τα σκέλια της στο πρόσωπό του. Τα βογγητά της ακούστηκαν μέχρι έξω τον ακάλυπτο. «Άντρα μου, άντρα μου» του φώναζε κι ο σακάτης με τα χείλη, με τα δόντια, με τη γλώσσα έπινε έρωτα και ζωή. Μόλις τελείωσε ο σπαραγμός και ο σεισμός η κυρα-Ρήνη αποκαμωμένη κάθισε για λίγο στα πόδια του. Κι αυτός βαριανάσαινε. Ξελαχάνιασε η κυρα-Ρήνη και σηκώθηκε και γονάτισε μπρος του, του ξεκούμπωσε το παντελόνι με τα άδεια μπατζάκια. Τα πόδια του ήταν κομμένα από τα μπούτια και κάτω. Έσκυψε το κεφάλι.
-Με το χέρι, τη σταμάτησε ο Αρτέμης.
-Ναι, άντρα μου, του είπε αυτή κι έπιασε το καψαλισμένο του πέος, επιφανειακά είχε καεί, οι μύες και τα νεύρα όμως ήταν άθικτα και τα αρχίδια απείραχτα και του χάριζαν ακόμη ηδονή.
Ο σακατεμένος τελείωσε με μικρές κραυγές που μοιάζαν λυγμοί. Η κυρα-Ρήνη τον αγκάλιασε. Αυτός, αποκαμωμένος, έγειρε το κεφάλι του στα στήθη της.
-Εσύ είσαι ο άντρας μου, του είπε και τον χάιδεψε στο κεφάλι, ο άλλος που 'βαλα στεφάνι μαζί του με γαμάει και μετά μ' αφήνει. Το νιώσε ξεφτίλα να με τρίψει όταν του το ζήτησα. Του το 'πα, μόνο με το τρίψιμο τελειώνω κι αυτός μου 'δωσε χαστούκι γιατί νόμισε πως τον έθιξα. Τζιβιτζιλού είσαι μωρή; Μ' έφτυσε ο πούστης.
Χαλαρή, λιωμένη, άρχισε να του μιλάει πάλι για την παλιοζωή της. Ο Αρτέμης άκουγε, ρούφαγε τα λόγια της. Ακόμη και για το ρολό του μαγαζιού που δεν έκλεινε καλά του είπε και για τον φραγκοφονιά τον κλειδαρά που της το χρέωσε τρία μεροκάματα για να της το φτιάξει, για μιας ώρας δουλειά.
Με τα μικροβασανάκια της που του περιέγραφε μετά από τον έρωτα που κάναν, αν μπορείς να το πεις έρωτα αυτό που κάναν, του 'φερνε τη δράση μες στην ανημπόρια του. Την κίνηση στην ακίνητη ζωή του. Όμως κι αυτή ξαλάφρωνε. Τα ξεφορτωνόταν από πάνω της. Δεν είχε άλλον να τα πει. Καμιά φορά της μιλούσε και ο Αρτέμης για τα δικά του. Τώρα της είπε για το ταξίδι που ετοίμαζαν με τον Στήβη και πως ψάχνουν λεφτά και συνεργάτες για να φτιάξουν το σκάφος. Να κάνουν το γύρο της γης από ψηλά με Μογκολφιέρα, με πλήρωμα φίλους κι αυτός, δεμένος σε ειδική καρέκλα, να πιλοτάρει. Τούνεζι, Κάπο Βέρντε, μετά, εκμεταλλευόμενοι τα ρεύματα των αληγών ανέμων να περάσουν απέναντι πάνω από τον Ατλαντικό στη Βραζιλία και καρφί για νότο και μετά απ' το στενό του Μαγγελάνου να βγουν Ειρηνικό, να πετάξουν με τη δύναμη των ανατολικών ανέμων Κίνα και να συνεχίσουν ψηλά μέχρι Σιβηρία κι από κει, με το δυνατό ρεύμα του Γραίγου, να κατεβούν Ευρώπη και ακολουθώντας το Δούναβη πίσω στα Βαλκάνια, να γυρίσουν Αθήνα να προσεδαφιστούν στα αρχαία, στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στη γειτονιά τους. Και άρχισε να της εξηγεί την κίνηση των ανέμων και τους ουράνιους δρόμους που ανοίγουν τα ρεύματά τους. Για τον Αμαζόνιο όπου ο άνεμος τρέχει κατά τη φορά της ροής του προς τη θάλασσα, για τις πυραμίδες στο Περού που σε πάει ίσια καταπάνω τους ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο «ότσε», και που μπορεί να μην ήταν ναοί αλλά παρατηρητήρια του ουρανού. Για το ακρωτήριο Χορν και το Σταυρό του Νότου και το γεμάτο φώσφορο πλαγκτόν που μετατρέπει σε ένα τεράστιο νερένιο πορτατίφ τη θάλασσα. Η κυρα-Ρήνη μαγεύτηκε. Τινάχτηκε πάνω.
-Τέτοια ευκαιρία δεν τη χάνω. Θα με πάρεις κι εμένα μαζί σου, του είπε. Θα σε πληρώσω. Θα σου βρω λεφτά για το σκάφος σου. Ζωή ειν' αυτή που κάνω δω;
Ο Αρτέμης ξαφνιάστηκε.
-Τον άλλο μήνα βγαίνει η σύνταξή μου κι ο Στήβης θα φέρνει τσάμπα υλικά από τα σκρατς, της είπε. Ήθελε να την αποτρέψει. Ήξερε την ανέχειά της.
-Θα τα βολέψουμε.
-Δεν ξέρω τι μου λες για τον Στήβη και τα υλικά, αγρίεψε αυτή, εγώ ξεκινάω με αυτό. Και μην τ' αρνηθείς. Θα σε κάψει ο Θεός.
-Κι άλλο; ειρωνεύτηκε ο Αρτέμης.
-Χαμοζωή, παλιοζωή, μπήκε το καλοκαίρι κι ούτε ένα μπάνιο δεν έχω κέφι να κάνω, του πικρογέλασε αυτή. Θέλω να δω τη γη και τη θάλασσα από ψηλά. Από όσο πιο ψηλά γίνεται.
Τράβηξε από την τσέπη της τα δυο πενηντάρικα που της είχε δώσει η Ιωάννα.
-Αυτό το πενηντάρι για μαγιά, του 'δειξε το ένα και το 'χωσε παρά τις αντιρρήσεις του κάτω από το μαξιλάρι του. Το άλλο το κρατάω γιατί αύριο είναι τα κοινόχρηστα, το ξανάβαλε στην τσέπη. Δεν το χάνω με τίποτα αυτό το ταξίδι... Τον πούστη τον άντρα μου... να βλέπω την ξινίλα του όταν θα τον χαιρετάμε από ψηλά... από την... πώς την είπες...
-Μογκολφιέρα... όχι ακριβώς... κάτι ανάμεσα σε Μογκολφιέρα και Ζέπελιν...
-Θα περάσει και πάνω από το νησί μου;
-Ναι...
-Μογκολφιέρα... επανέλαβε με κέφι. Του 'πιασε το μπράτσο. Μόνο με την ψωροσύνταξή σου δεν θα τα καταφέρετε. Τη δουλειά που άρχισα μαζί σου, στην αρχή ήταν για τα λεφτά, μετά μ' άρεσε που καύλωνα κι έχυνα, αυτήν τη δουλειά θα την κάνω και μ' άλλους... ο χασάπης με γλυκοκοιτάει κι ο ταμίας του σούπερ μάρκετ ο Πακιστανός... θα μου τ' ακουμπήσουν... τρίχα μουνιού καράβι σέρνει, τώρα θα σύρει και αερόστατο... του είπε με πάθος η κυρα-Ρήνη κι αυτός γέλασε όσο μπορούσε να γελάσει.
-Χορηγός και πλήρωμα εγώ, μια πουτάνα νοικοκυρά, και καπετάνιος εσύ, ένας σακάτης... κι όπου μας βγάλει... έσκασε στα γέλια κι η κυρα-Ρήνη.
-Μόνος σκοπός του ταξιδιού τα αστέρια... της απάντησε ο Αρτέμης και του 'ρθαν δάκρυα από τα γέλια.
Απ' έξω είχε κολλήσει στον καπλαμά της πόρτας το αυτί της η Ιωάννα. Ξαφνιάστηκε που άκουσε τον αδελφό της να γελάει ξανά. Χρόνια είχαν να γελάσουν όλοι τους.
Μέσα η κυρα-Ρήνη τον αγκάλιασε.
-Άντρα μου, του 'πε.
-Στο ταξίδι, της είπε αυτός.
-Στο ταξίδι, ευχήθηκε κι αυτή.
Απ' έξω η Ιωάννα αποτραβήχτηκε στη σκοτεινή μεριά της σκάλας. Κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι, χώθηκε μες στα χέρια της σαν μωρό.
-Δόξα σοι ο Θεός... αν υπάρχει Θεός... ψιθύρισε.
Μετά που γύρισε στο ψιλικατζίδικο η Ρήνη, χαλαρή όπως ήταν, ξανάβαλε την ταμπέλα «επιστρέφω σε λίγο» και χώθηκε πίσω από το παραβάν κι έπεσε στο ράντζο. Την πήρε αμέσως ο ύπνος. Την ξύπνησε ο Παΐσιος, η ανάσα του που έζεχνε ούζο, καθώς ξάπλωσε δίπλα της.
-Το βράδυ, μετά που θα κλείσουμε το μαγαζί, θα σε πάρω να πάμε στη θάλασσα με το τζιπ, της είπε και κόλλησε πάνω της, της άνοιξε τα πόδια και μπήκε μέσα της. Άρχισε τα βογγητά. Αυτή ξύλο ακίνητο το σώμα της. Η ψυχή της όμως και το μυαλό της ψηλά, με τη Μογκολφιέρα του σακάτη, ταξίδευε για Κάπο Βέρντε.