Σκέτο φως και ενεργητική ηρεμία. Αν κάποιος θέλει να περιγράψει μια συζήτηση με την Μπερναρντίν Εβαρίστο, κάτοχο του Booker 2022 για το θρυλικό πλέον «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο», θα σταθεί σ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις.
Πολύ μακριά από την έπαρση των ξένων βραβευμένων λογοτεχνών, πολύ κοντά στα πρακτικά, αλλά κάποτε και ανυπόφορα αυτής της ζωής, ειδικά όταν μιλάμε για γυναίκες –πόσο μάλλον για θηλυκότητες που βιώνουν συστημικούς διασταυρούμενους ρατσισμούς–, η Εβαρίστο, όταν σου μιλά, μοιάζει ταυτόχρονα με φάρο και μια μακρινή φίλη που κάθε της κύτταρο και κάθε σελίδα των βιβλίων της φωνάζει «μην τα παρατάς».
Δεν είναι προσωπική η άποψη. Με την ανακοίνωση της εμφάνισής της στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ως προσκεκλημένης του προγράμματος συζητήσεων «Λέξεις και Σκέψεις» τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν σε κάτι λιγότερο από μισή ώρα! Όσοι πρόλαβαν, έφυγαν μαγεμένοι από μια πολυσχιδή δημιουργό –και έξοχη συνομιλήτρια– που είναι όσα λέει, κάνει όσα συμβουλεύει, είναι η ίδια ως άνθρωπος και συγγραφέας αποτέλεσμα του πείσματός της να ανοίγει κλειστές πόρτες και να εξουδετερώνει κάθε λογής εμπόδια και περιορισμούς.
Έχεις μια αφρικανική ήπειρο που έχει 1,5 δισ. κατοίκους, οι μισοί από αυτούς γυναίκες, και μετά έχεις και την Αμερική που, αν θυμάμαι καλά, έχει πάνω 40.000.000 Αφροαμερικανούς, οι μισοί από αυτούς γυναίκες, και μετά απ’ όλα αυτά ακόμα δεν εκπροσωπούμαστε στον χώρο της λογοτεχνίας! Ακριβώς όπως πριν από κάτι αιώνες δεν εκπροσωπούνταν οι γυναίκες γενικώς. Γιατί, δυστυχώς, και για χρόνια ατέλειωτα, η λογοτεχνία ήταν κάτι που γραφόταν από άνδρες, για άνδρες, και αυτό ήταν όλο!
Ακτιβίστρια, ακαδημαϊκός, καθηγήτρια δημιουργικής γραφής, πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας Λογοτεχνίας του Ηνωμένου Βασιλείου και η πρώτη μαύρη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Booker, μπαίνει στην κουβέντα μας γενναιόδωρα και διερευνητικά μέχρι να σπάσει ο πάγος μεταξύ δύο άγνωστων γυναικών που συναντιούνται για τις ανάγκες μιας συνέντευξης.
Μέχρι το τέλος της συνομιλίας την άκουσα να γελά με την καρδιά της, να μου αναλύει με αριθμούς και παραδείγματα την αποσιώπηση των μαύρων γυναικών από τα γράμματα και τις τέχνες, να εξοργίζεται με το μοντέλο του «παθητικού φεμινισμού» και να δίνει απλόχερα εφαρμόσιμες συμβουλές ενδυνάμωσης για νέα άτομα που θέλουν να γίνουν συγγραφείς.
Έτσι κι αλλιώς, το νέο της βιβλίο «Ξανθές Ρίζες» είναι ένα παιγνιώδες αρχιτεκτόνημα που τολμά να δει την ιστορία του υπερατλαντικού δουλεμπορίου αντεστραμμένο – οι λευκοί κύρηδες γίνονται δούλοι των μαύρων και διαμιάς τα στερεότυπα γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο.
Αλλά η Εβαρίστο είναι πολύ περισσότερα από μια εργατική λογοτεχνική διάνοια. Είναι μια γυναίκα που, όπως αναφέρει και στο «Μανιφέστο» της, ποτέ δεν σταμάτησε να προσπαθεί. Απλώς τώρα συνειδητοποιεί –γιατί με διαβεβαίωσε ότι δεν το είχε πάρει είδηση– πόσο κόσμο πήρε μαζί της, εμπνέοντάς τον, σ’ αυτή την προσπάθεια.
— Οι «Ξανθές Ρίζες» είναι ένα βιβλίο που σε κυριεύει με το ύφος του αλλά κυρίως με το εύρημά του: πρακτικά αντιστρέψατε την ιστορία του υπερατλαντικού δουλεμπορίου, βάζοντας μαύρους στη θέση του αφέντη και Ευρωπαίους στη θέση των σκλάβων. Πώς προέκυψε η έμπνευση γι’ αυτή την αντιστροφή της Ιστορίας και ποιο ήταν το πραγματικό σας κίνητρο;
Ήθελα να εξερευνήσω το υπερατλαντικό δουλεμπόριο, καθώς ήταν μία κατεξοχήν επιδραστική εποχή στην παγκόσμια ιστορία για εκατοντάδες χρόνια. Ο λόγος γι’ αυτήν τη αναζήτηση ήταν και προσωπικός, καθώς ο πατέρας του πατέρα μου συμμετείχε στη μετανάστευση απελεύθερων σκλάβων και Αφρικανών από τη Βραζιλία προς τη δυτική Αφρική στα τέλη του 19ου αιώνα.
Επίσης, μεγαλώνοντας στη Βρετανία και έχοντας στο περιβάλλον μου πολλούς ανθρώπους από την Καραϊβική που κατάγονταν από αυτό που αποκαλούμε «οικογενειακό δέντρο σκλάβων», μοιραία ήταν κάτι που μ’ ενδιέφερε πάντα. Ως στάδιο της έμπνευσης θα ανέφερα και τη δραματική σειρά «Roots» («Ρίζες») του Alex Haley που υπήρξε παγκόσμιο φαινόμενο.
Πίσω στο 1975, αυτή ήταν η πρώτη φορά που στη μικρή οθόνη ο κόσμος μπορούσε να παρακολουθήσει αυτό το απίστευτο δράμα, αυτήν τη σπαρακτική συνθήκη που δημιούργησε το υπερατλαντικό δουλεμπόριο. Ξέρετε, πολλοί συγγραφείς κατά καιρούς εξέφρασαν την επιθυμία να ασχοληθούν με το θέμα, όμως εγώ δεν ήθελα να ακολουθήσω τη στερεοτυπική αφήγηση για τους σκλάβους. Κι αν ακόμα το έκανα, αν ακολουθούσα ένα τέτοιο κοινότοπο αφηγηματικό μονοπάτι, όπου οι μαύροι παρουσιάζονται ως πιόνια και θύματα των λευκών, ε, θα ήταν πολύ εύκολο.
Έτσι σκέφτηκα αυτή την ιδέα και αντέστρεψα την ιστορία και ξαφνικά όλο αυτό απέκτησε συναρπαστικές διαστάσεις. Ήταν ο δικός μου τρόπος να εξερευνήσω αυτό το κομμάτι της Ιστορίας και μπορεί να μην είχα ιδέα πώς θα κατέληγε, θα ήταν όμως κάτι που πραγματικά θα διαφοροποιούνταν από τις συνήθεις στερεοτυπικές αφηγήσεις.
— Καθώς διάβαζα το βιβλίο, το οποίο διέπεται από μια εξαιρετική αίσθηση χιούμορ, και ακούγοντάς σας τώρα να αναφέρεστε σε στερεοτυπικές αφηγήσεις περί δουλείας, μοιραία, τη μια θυμόμουν σκηνές από την ταινία «12 χρόνια σκλάβος» και την άλλη σκηνές από έργα των Μόντι Πάιθον. Είχατε κατά νου ένα τέτοιο υποδόριο σκωπτικό σχόλιο που πολλές φορές είναι και η τέλεια εκδίκηση;
(Γελάει). Δεν είμαι εκδικητική! Περισσότερο είμαι σκανδαλιάρα σ’ αυτό το βιβλίο, με κάπως παιγνιώδη διάθεση, ακριβώς η αντίστιξη που αναφέρετε πιο πάνω! Και προίκισα και τους χαρακτήρες του βιβλίου μου με αυτή την παιγνιώδη, σατιρική διάθεση.
Στον κόσμο που έπλασα οι Αφρικανοί είναι οι κύριοι και οι Ευρωπαίοι οι δούλοι. Εξακολουθεί να είναι ένας κόσμος δουλείας, όμως, αυτό που για αιώνες συνέβαινε στους μαύρους, τώρα συμβαίνει στους λευκούς.
Κάνω σάτιρα, το κείμενό μου έχει αρκετές δόσεις χιούμορ, οπότε σίγουρα δεν είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε για να πει στον κόσμο «λοιπόν, τώρα θα πάρετε μια γεύση του τι σημαίνει να είσαι σκλάβος». Είναι περισσότερο ένα παιχνιδιάρικο εύρημα για να εξερευνήσω τη φύση της εξουσίας και κυρίως την κατάχρησή της, την κακοποιητική φύση της. Κι αυτό ακριβώς κάνω με αυτή την αντιστροφή.
— Εκτίμησα πολύ την ξεκαρδιστική αφηγηματική συνθήκη αλλαγής των ονομάτων των ηπείρων και την αντιστροφή των στερεοτύπων ομορφιάς (σ.σ. στις «Ξανθές Ρίζες» η αμερικανική ήπειρος ονομάζεται Amarika, οι Ευρωπαίοι Ευρωπανοί, ενώ κάποιος ξανθός, κατάλευκος, στα μάτια των μαύρων παρουσιάζεται ξεθωριασμένος και πολύ μακριά από τα πρότυπα ομορφιάς). Είναι αυτός ένας νέος, εναλλακτικός τρόπος να μιλήσουμε για τα ιστορικά τραύματα και να ξαναγράψουμε ή να επανεξετάσουμε την Ιστορία από μια νέα οπτική γωνία;
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας. Κυρίως επειδή το υπερατλαντικό δουλεμπόριο στη Βραζιλία έλαβε τέλος το 1888, στη δε Βρετανία το 1830, μιλάμε για σχεδόν 200 χρόνια πίσω. Και ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η τεράστια χρονική απόσταση, αυτοί οι αιώνες που μας χωρίζουν από αυτά τα γεγονότα, έγινε πιο εφικτό για μένα να χρησιμοποιήσω το όπλο του χιούμορ για να γράψω κάτι με αναστοχαστική διάθεση, πέρα από τα τετριμμένα.
Αντιθέτως, δεν θα μπορούσε να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, με τη θεματική του Ολοκαυτώματος, γιατί εκεί εξακολουθείς να μιλάς για ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή με ολοζώντανες τις αναμνήσεις αυτής της θηριωδίας. Δεν θα επιχειρούσε ποτέ κανείς να δει από διαφορετική οπτική γωνία αυτή την τρομερή στιγμή της παγκόσμιας Ιστορίας. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το χιούμορ ως εργαλείο για να αφηγηθείς αυτή την ιστορία, ας πούμε. Υπήρχαν και περιπτώσεις, όπως ο Μελ Μπρουκς, που έκανε σάτιρα με τον Ιησού, αν θυμάστε, αλλά μέχρι εκεί.
Οπότε –και για να απαντήσω στην ερώτησή σας– δεν πιστεύω ότι πρόκειται για έναν νέο τρόπο να αφηγούμαστε την Ιστορία. Πιστεύω ότι είναι ο δικός μου τρόπος να αφηγούμαι κάτι αναφορικά με το μακρινό ιστορικό παρελθόν.
Ξέρετε, στην Αμερική πολλές φορές νιώθεις ότι η δουλεία είναι ακόμα παρούσα επειδή οι Αφροαμερικανοί μετατράπηκαν σε δούλους στην Αμερική και μετά παρέμειναν εκεί, οπότε ο διαγενεακός δεσμός μεταξύ σκλάβων και απελεύθερων είναι πολύ ισχυρός. Και ποτέ στη ζωή μου δεν παρατήρησα κάποιο είδος σάτιρας ή σατιρικού σχολίου πάνω στο θέμα της δουλείας στην Αμερική. Οπότε εκτιμώ την ερώτηση και την παρατήρηση.
— Εδώ, στην Ελλάδα, πολύ συχνά οι οικογενειακοί δεσμοί δρουν καταλυτικά στη ζωή των ανθρώπων, ειδικά των γυναικών. Μπορούν να επηρεάσουν την απόφασή τους να παντρευτούν και να γίνουν μητέρες, να ακολουθήσουν άλλο επάγγελμα από αυτό που ονειρεύονται με την επίφαση της επιβιωτικής ασφάλειας και άλλα σχετικά. Θεωρείτε ότι με τα βιβλία σας εμπνέετε κάπως τις νεαρές γυναίκες να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, ανεπηρέαστες από την όποια οικογενειακή πίεση;
Δεν το αισθάνομαι όταν γράφω. Ωστόσο, έχετε διαβάσει το «Μανιφέστο» και ξέρετε ότι περιγράφει τη ζωή μιας γυναίκας που έζησε ακριβώς όπως ήθελε να ζήσει και έκανε αυτό που ήθελε να κάνει, που πήγε κόντρα στις συμβάσεις και στις προσδοκίες που είχε από εκείνην η κοινωνία.
Μιλάμε για μια γυναίκα που είναι φεμινίστρια, πραγματικά δημιουργικός άνθρωπος και αληθινά ανεξάρτητη και τελικά νομίζω –και ελπίζω– ότι αυτό είναι που εμπνέει άλλες γυναίκες. Και χαίρομαι γι’ αυτό πολύ! Γιατί αν είχα γεννηθεί στη Νιγηρία, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας μου, δεν θα κρατούσατε αυτό το βιβλίο στα χέρια σας και σίγουρα δεν θα είχα γίνει συγγραφέας. Δεν θα συνέβαινε αυτό ποτέ.
Θα ζούσα σε μια εξαιρετικά περιοριστική για τις γυναίκες κοινωνία, χωρίς καμία απολύτως πιθανότητα να κυνηγήσω τους στόχους μου ως νεαρή γυναίκα. Δεν θα συζητούσαμε τώρα το γεγονός ότι είμαι κυρία του εαυτού μου και ζω ανεξάρτητα ήδη από τα 18 μου(!), το ότι έκανα λάθη, έζησα με διαφορετικούς ανθρώπους και ουσιαστικά διεκδίκησα με πάθος τη θέση μου στη ζωή, για να φτάσω σ’ αυτό το υπέροχο σημείο να έχω διαγράψει μια διαδρομή για την οποία είμαι περήφανη και ευγνώμων.
Και μετά, τόσο στο «Μανιφέστο» όσο και στο «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο», μιλώ για την ποικιλία των εμπειριών μας ως μαύρων γυναικών και ως γυναικών γενικώς.
Ξέρετε ότι και τα δύο αυτά βιβλία εξηγούν πως δεν υπάρχει ένας και αποκλειστικός ορισμός των θηλυκοτήτων. Παντρεμένη, ανύπανδρη, μητέρα ή όχι, λεσβία ή straight, non-binary, cis ή trans γυναίκα, όποια δουλειά κι αν κάνει, όποιο κι αν είναι το μορφωτικό και κοινωνικό της επίπεδο, απ’ όπου κι αν προέρχεται, η γυναίκα δεν είναι ένα πράγμα, μία ιδιότητα, μία μονοδιάστατη ύπαρξη.
— Το τελευταίο διάστημα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να το εξηγήσεις αυτό. Για παράδειγμα, εδώ, και ειδικά στην ελληνική επαρχία, το να νοικιάσει ένα διαμέρισμα μια γυναίκα ως single mom έχει σοβαρό βαθμό δυσκολίας...
Είναι πολύ ενδιαφέρον να το ακούω αυτό γιατί μπορώ να αντιληφθώ και τον τρόπο με τον οποίο το «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο» διαβάστηκε στην Ελλάδα, ακριβώς επειδή έχει μέσα του πολλή ελευθερία, πολύ ελεύθερους γυναικείους χαρακτήρες. Οπότε αντιλαμβάνομαι το ότι αυτό το βιβλίο μπορεί να διαβάστηκε υπό διαφορετικό πρίσμα στη χώρα σας.
— Σε αρκετές συνεντεύξεις σας έχετε δηλώσει ότι για εσάς υπήρξαν πηγή έμπνευσης Αφροαμερικανίδες συγγραφείς, όπως η Toni Morrison, η Alice Walker και η Audre Lorde. Αξιοσέβαστο και μεγάλο το έργο τους, ωστόσο δεν είναι παράξενο που τόσα χρόνια μετά, όταν πρέπει να αναφερθούμε σε μαύρες συγγραφείς, ακόμη επικαλούμαστε αυτές;
Θα μπορούσαμε να το πούμε εν γένει για τις γυναίκες, αλλά ειδικά για τις μαύρες γυναίκες ισχύει μέχρι σήμερα το εξής: αν δεν γράψουμε εμείς οι ίδιες την Ιστορία και τις ιστορίες μας, δεν πρόκειται να το κάνει κανείς άλλος.
Έτσι, όταν διάβαζα Αφροαμερικανίδες συγγραφείς, επιτέλους έγραφαν μαύρες γυναίκες για μαύρες γυναίκες. Επιτέλους, κάποια έγραφε για εμένα, για κορίτσια σαν εμένα. Ακόμα κι αν η κουλτούρα τους ήταν διαφορετική από τη δική μου, ακόμα κι αν προέρχονταν από μια διαφορετική εποχή και γενιά, ακόμα κι αν όλα ήταν διαφορετικά, έγραφαν για μαύρες γυναίκες. Και μέχρι να ξεκινήσουν αυτές να το κάνουν, δεν το έκανε κανείς άλλος.
Σκέψου, λοιπόν, ότι έχεις μια αφρικανική ήπειρο που έχει 1,5 δισ. κατοίκους, οι μισοί από αυτούς γυναίκες, και μετά έχεις και την Αμερική, που, αν θυμάμαι καλά, έχει πάνω 40.000.000 Αφροαμερικανούς, οι μισοί από αυτούς γυναίκες. Και μετά απ’ όλα αυτά ακόμα δεν εκπροσωπούμαστε στον χώρο της λογοτεχνίας, ακριβώς όπως πριν από κάτι αιώνες, που δεν εκπροσωπούνταν οι γυναίκες γενικώς. Γιατί, δυστυχώς, για χρόνια ατέλειωτα, η λογοτεχνία ήταν κάτι που γραφόταν από άνδρες για άνδρες και αυτό ήταν όλο! Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό –και προκειμένου να καταστεί γνωστό τι σημαίνει να είσαι γυναίκα ή μαύρη γυναίκα– το να γράφουμε τις ιστορίες μας.
Αυτά, λοιπόν, που έγραφαν κάποτε η Μorrison, η Lorde, η Walker, ήταν ένα μήνυμα προς εμένα, όπως ελπίζω εγώ να αποτελώ συνολικά ένα τέτοιο μήνυμα προς τις νέες γυναίκες, που θα λέει: «Γράψε την ιστορία σου! Δεν έχει καμία σημασία από πού προέρχεσαι, αν είσαι κορίτσι της εργατικής τάξης, αν είσαι queer ή μετανάστρια – κάτσε και γράψε την ιστορία σου. Αν δεν το κάνεις, οι πιθανότητες να το κάνει κάποιος άλλος για σένα είναι μηδενικές».
— Ωραία όλα αυτά, αλλά πώς διαχειριζόμαστε την απόρριψη; Τι κάνουμε όταν προσπαθούμε, χτυπάμε πόρτες, αγωνιζόμαστε για ορατότητα και εκπροσώπηση και τελικά ακούμε «όχι»;
Πώς διαχειριζόμαστε την απόρριψη; Μα, την αναμένουμε και την ξεπερνάμε, εννοείται! Πρέπει να την περιμένεις την απόρριψη, γιατί η ζωή είναι γεμάτη από εμπόδια και φυσικά χρειαζόμαστε και τη σύγκρουση, χρειαζόμαστε και την ένταση, αλλιώς δεν θα ήμασταν άνθρωποι, σωστά; Σκεφτείτε να είχαμε ακριβώς ό,τι θέλαμε ή, έστω, χρειαζόμασταν με την πρώτη προσπάθεια. Μπορεί να μοιάζει ιδανικό ή να θεωρείται ευτυχία, αλλά, πιστέψτε με, δεν είναι.
Γι’ αυτό η απόρριψη είναι απλώς κάτι που πρέπει να προσπεράσουμε. Αν αυτό που κάνεις είναι αυτό που πάντα ήθελες να κάνεις, αν είναι το πάθος σου, τότε απλώς θα συνεχίσεις να το κάνεις, αντιμετωπίζοντας τα εμπόδια, μέχρι να τα ξεπεράσεις. Αν αυτό συνεχίζεται για πολλά χρόνια, πρέπει να επανεξετάσεις τις πηγές και τις εναλλακτικές σου, για να μην εγκαταλείψεις αυτό που αγαπάς.
Όταν ξεκινούσα ως θεατρική δημιουργός και συγγραφέας πίσω στο 1982 δεν υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για τις μαύρες γυναίκες στο θέατρο και κάπως έτσι δημιουργήσαμε το Θέατρο Μαύρων Γυναικών, μια ξεχωριστή πηγή ευκαιριών και δικτύωσης σε χώρους που μέχρι τότε ήταν ερμητικά κλειστοί για εμάς, οπότε αποφασίσαμε να μπούμε μόνες μας σε αυτούς.
Ακόμα και στο πεδίο των εκδόσεων, όταν το 1987 επιμελήθηκα μια ανθολογία μαύρων ποιητριών, κανείς άλλος δεν ασχολούνταν με αυτό, οπότε την εκδώσαμε μόνες μας και πρακτικά αυτή ήταν η αφετηρία μου στον κόσμο των εκδόσεων. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, το βαθύτερο νόημα πίσω απ’ όλα αυτά!
— Αισθανθήκατε πρωτοπόρος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ούτε καν! Μπορεί να μοιάζει έτσι τώρα, κοιτώντας προς τα πίσω, αλλά ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα αυτήν τη λέξη, γιατί η «πρωτοπόρος» είναι κάποια που κρίνεται αποκλειστικά από το απώτερο μέλλον της, τελικά.
— Στις μέρες μας το φεμινιστικό κίνημα αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη –κυρίως για τους υψηλούς και θυμωμένους τόνους του–, ενώ για τις φεμινίστριες υπάρχει μια εχθρική ρητορική, ότι πρόκειται κυρίως για γυναίκες που θέλουν να εργαλειοποιήσουν πολιτικά τον ακτιβισμό τους. Παραδόξως, όμως, και λόγω των εχθρικών ενεργειών εναντίον των γυναικείων δικαιωμάτων (απαγόρευση των αμβλώσεων, εμπεδωμένος σεξισμός, γυναικοκτονίες), αυτή η ρητορική καταρρίπτεται, δυστυχώς, με ευκολία. Ποια είναι η δική σας άποψη; Γιατί χρειαζόμαστε τον φεμινισμό σήμερα;
Αχ, αυτή η αιώνια συζήτηση για τις θυμωμένες φεμινίστριες! Ποιος τα λέει αυτά; Μήπως μιλάει η πατριαρχία; Εννοείται! Γιατί θέλει να συντηρήσει τα πράγματα ακριβώς όπως ήταν πάντα, με τους άνδρες στην κορυφή του δέντρου και τις γυναίκες στις ρίζες του.
Γι' αυτό, λοιπόν, οι γυναίκες χρειάζεται να είναι θυμωμένες ή, για την ακρίβεια, σε ενεργητική επιφυλακή, χρειάζεται να έχουν ενέργεια για να μάχονται εναντίον της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας. Διαφορετικά, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Όλα θα μείνουν απελπιστικά ίδια.
Ξέρετε, διάβαζα σε μια βρετανική εφημερίδα ένα άρθρο που αναφερόταν σε δύο φεμινίστριες και περιέγραφε τη μία γυναίκα ως «θορυβώδη φεμινίστρια» και την άλλη ως κάποια που είναι φεμινίστρια, αλλά δεν το φωνάζει κιόλας. Κι αναρωτιόμουν: γιατί να είσαι φεμινίστρια και να το κρύβεις; Είναι γελοίο!
Δέχομαι ότι σ’ αυτό το σημείο που βρίσκεται ο κόσμος ο φεμινισμός δεν είναι μόνο φωνές αλλά πράξεις αντίστασης. Αλλά το να σου λένε ότι ο παθητικός φεμινισμός είναι ο ιδανικός και ο φεμινιστικός ακτιβισμός ο λάθος φεμινισμός, ε, είναι μια τρέλα!
Οπότε, αν είστε θυμωμένες, καλώς είστε. Πρέπει να είμαστε ενεργές και έτοιμες, αλλιώς τίποτα δεν αλλάζει. Η σιωπηλή, υποτακτική συμπεριφορά, το πώς «πρέπει» να συμπεριφερόμαστε σαν «κυρίες» είναι αυτό που βολεύει την πατριαρχία για να μην το κουνάνε οι γυναίκες από τη θέση στην οποία τις έβαλε.
— Λογικά, τόσο ως συγγραφέας που κέρδισε το Booker όσο και ως καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο, μέχρι τώρα θα έχετε απαντήσει εκατομμύρια φορές σ’ αυτή την ερώτηση, όμως δεν θα την αποφύγω: έχετε κάποια συγγραφική ρουτίνα και κυρίως κάποια συμβουλή προς όσα άτομα αναζητούν τη συγγραφική τους φωνή;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να διαβάζεις πολύ και συστηματικά και να διατηρείς τη σύνδεση με τα διαβάσματά σου. Είναι σημαντικό η δημιουργική σκέψη σου και το γράψιμό σου να απορροφήσουν τη λογοτεχνία που επιλέγεις εσύ να γράψεις ή θα γράψεις μια μέρα.
Κατά δεύτερον, πάρε υποστήριξη και feedback από τους γύρω σου. Δίνε τους να διαβάσουν τη δουλειά σου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί διαφορετικά γράφεις σε απομόνωση και αυτό είναι ανθυγιεινό και αντιπαραγωγικό.
Αν είσαι ντροπαλό άτομο ως γραφιάς, πρέπει να το ξεπεράσεις, εκτός κι αν γράφεις για να τα διαβάζεις μόνο εσύ. Ειδάλλως χρειάζεσαι έναν καθρέφτη, έναν αντικατοπτρισμό της δουλειάς σου, έναν παραγωγικό διάλογο που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις τι κάνεις σωστά και τι πρέπει να αλλάξεις.
Αυτά τα τρία πράγματα θα συμβούλευα, για να φτάσεις κάποτε να εκδώσεις τη δουλειά σου. Κι αν δεν το καταφέρνεις, θα πρέπει να εξετάσεις τις εναλλακτικές σου. Γιατί να μην ξεκινήσεις τον δικό σου εκδοτικό οίκο;
— Ε, αυτό είναι κάπως ακριβό σπορ!
Τότε online. Το διαδίκτυο έχει σπάσει τα παλιά στεγανά του εκδοτικού κόσμου. Δεν είναι το ιδανικό ή αυτό που θα θέλαμε, αλλά είναι μια αρχή, όταν όλες οι πόρτες είναι κλειστές.
Η δική μου στρατηγική, μετά από σαράντα χρόνια εμπειρίας σε αυτό το αντικείμενο, είναι να μην κάθομαι στ’ αυγά μου: κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα, δεν κάθομαι μόνη μου σ’ ένα δωμάτιο να γράφω, μιλάω με ανθρώπους, διαβάζω πολύ, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έγραφα κριτικές βιβλίων, διδάσκω στο πανεπιστήμιο, οργανώνω πρωτοβουλίες και events, μιλάω για τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη...
Κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα κι αυτό μου δίνει την ένταση και το οξυγόνο που χρειάζεται το γράψιμό μου. Δεν κλείνομαι κάπου για να γράψω, ζω μαζί με τον κόσμο και ξέρω ότι αυτή είμαι εγώ: ενεργητική και εμπλεκόμενη, όχι απόμακρη και απομονωμένη!