«Ρε, συ! Εγώ έχω 5.000 φίλους στο Facebook!»... Την πρώτη φορά που το άκουσα, έκανα (λίγο) την κουφή γιαγιά. Μετά άκουγα (και έβλεπα) όλο και πιο προσεκτικά.
Ας πούμε, εκείνη την ημέρα που βγήκαμε, πέσαμε μούρη με μούρη με συνάδελφο. Εγώ τον χαιρέτισα, ο φίλος, όχι. Απόρησα. Το αντίθετο θα ήταν πιο λογικό. Όλη μέρα, κάθε μέρα, μιλούσαν σε Facebook και Twitter, χαχάνιζαν με τα ίδια ποσταρίσματα, με τις ίδιες ατάκες. Παραξενεύτηκα. Είπα να ρωτήσω.
«- Δεν μιλάτε πια με τον τάδε; Έγινε κάτι;», «Και βέβαια μιλάμε! Πως σου ήρθε;».
«- Ε, να, μόλις περάσαμε από μπροστά του και δεν πήρες κάβο...».
Απάντηση καμία. Ή μάλλον η προφανής. Απλώς, δεν γνωρίζονταν (από κοντά).
Και μετά κι άλλο κρούσμα.
«- Κάνω ένα ποστ και μου κάνουνε λάικ 40. Κάνει αυτή και της κάνουνε 10. Πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται. Πρέπει να 'ναι πιο "πουληστερά" αυτά που γράφει».
«- Γιατί, ρε παιδί μου; Διαγωνισμό κάνετε; Και στην τελική, για 'σένα που έχεις 5.000 φίλους και για εκείνην που έχει 200 η...αναλογία των λάικ, είναι καλή, δε νομίζεις;».
Εκείνο το βράδυ κόντεψε να το «κάψει». Ποστάριζε, ξαναποστάριζε, σχόλια, άρθρα, εντυπώσεις για τη χιλιοστή επανάληψη των «Δύο ξένων», ό,τι «ανέβαζε» το «προωθούσε» και στο Twitter για μεγαλύτερη «διάχυση» - έτσι το είπε – αυτών που έγραφε.
Στο μεταξύ, «μιλούσε» με δυο – τρεις τύπισσες ταυτοχρόνως.
«- Και δεν τις μπερδεύεις;»
«-Όχι, ρε. Θέλει μαγκιά και ταχύτητα. Η μία είναι του... συναισθηματικού, η άλλη το πάει γύρω -γύρω να βρεθούμε και η τρίτη ψάχνεται άγρια. Όταν γράφεις και δε σε βλέπουν είναι πιο εύκολο να πεις αυτό που θέλει να διαβάσει ο άλλος».
Πικρό μεν, αληθές δε.
Μια φίλη «παιζόταν» για καιρό με κάποιον σε «τάιμ-λάινς» και «γουάτς ον γιορ μάιντ». Ήρθε το σύστημα και μπούκωσε από χιλιάδες μηνύματα δυο ανθρώπων που τους χώριζε μια στάση ηλεκτρικού. Αυτός Βικτώρια, εκείνη Αττική.
Όταν το πράγμα κούρασε πολύ, πάρα πολύ, και ξεπεράστηκε και η πιθανότητα να την πει «ξελυσσαγμένη» που του ζητούσε να γνωριστούν από κοντά, έκλεισαν ένα ραντεβού για μια μπύρα. Κανονική μπύρα, όχι προσχηματική. Να τη δει, να τον δει, χωρίς πληκτρολόγια και το άγχος της ατάκας.
Τρεις μήνες μετά η δικιά μας πάτησε ντιλίτ σε 17.500 μηνύματα, σημάδι ότι από κοντά, τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ σκούρα.
«Δεν έβγαινε ποτέ. Στο Facebook φαινόταν ότι πήγε στην τάδε εκδήλωση, στο τάδε event, ότι κάπως κύλαγε αίμα στις φλέβες του. Αυτός δεν κοιμόταν, αν δεν τσεκάριζε τα λάικς. Μπύρες, τηλεόραση, βλέφαρο στο smartphone κάθε δέκα λεπτά. Μελαγχολούσε, όταν δεν έβλεπε κόκκινα σημαδάκια σε μηνύματα και mentions. Μιλούσε μ' άλλες τρεις. Στην αρχή απόρησα που τον έβρισκε τον χρόνο, αλλά τί λέω; Έχω γνωρίσει άδειους, αλλά αυτός τους "σβήνει" όλους. Σάλια και ψέματα. Αυτό».
Μας έκοψε τη φόρα για οποιαδήποτε άλλη κουβέντα, έσβησε και το προφίλ της και φχαριστιέται βόλτα και καφέδες.
Το τρίτο κρούσμα παραλίγο να με βρει στο (διαδικτυακό) φιλότιμο.
«- Και καλά, όταν "ανεβάζεις" κάτι και δεν σου κάνει λάικ κανείς ή σου κάνει ένας ή δύο δε νιώθεις λίγο ντροπή;».
«- Μα δεν... κλέβω κανέναν. Και δεν είναι απαραίτητο να αρέσει στους άλλους ό,τι αρέσει σε 'μένα ή ό,τι πιστεύω εγώ. Μ' αρέσει κάτι, το ποστάρω, τέλος»
«- Ε, να μωρέ, είναι λίγο άβολο».
«- Το ίδιο άβολο με το να έχεις άποψη για όλα ανά τέταρτο. Σαν τα νούμερα τηλεθέασης»
«- Όχι, μωρέ δείχνεις ότι υπάρχεις, ότι συμμετέχεις, ότι έχεις κάτι έξυπνο να πεις»
«- Πρέπει πάντα να έχεις κάτι να πεις;»
«- Ναι!».
Πρέπει πάντα να έχεις κάτι να πεις, πάντα να είσαι έτοιμος, να κάνεις λάικ για να σου κάνουν, να μελαγχολείς, όταν δεν σου κάνουν, λες κι είναι η μόνη αποδοχή που έχεις να περιμένεις, να ξεχνάς ποιος είσαι, τι είσαι και ότι αυτό το πράγμα είναι δημόσιος λόγος και μένει κι όχι παιχνίδι για τα δάχτυλα σου, να νιώθεις ακραία οικεία με ανθρώπους, που, αν ήταν δίπλα σου, θα 'τρεμες ακόμη και τον αναπτήρα να τους ζητήσεις, αλλά τώρα κανένα πρόβλημα να γράφεις "giasou glyka pirazei pou thelw na ta poume apo konta", να φροντίζεις, «κουρεύεις», στολίζεις ένα προφίλ που ούτε υπάρχει ούτε θα αποκτήσεις, το βράδυ να ζεις για τα κόκκινα mentions, να μπαίνεις απρόσκλητος, να τσακώνεσαι χωρίς λόγο, τη μέρα να την περνάς με «καλημέρες» και «κοινοποιήσεις», να «σηκώνεις» φωτογραφίες που τράβηξες μόνος /-η σου με το i-phone, κάνεις σαματά, μοιράζεσαι λες, σχολιάζεις, σχολιάζεις, σχολιάζεις... Πού λες περισσότερα ψέματα, άραγε; «Εδώ» ή έξω; Και κυρίως, γιατί; Κι αλήθεια: ποιον (πραγματικά) τον νοιάζει που δεν ζεις;
* Μια χαρά είναι τα social media. Για ενημέρωση – κάθε μορφής – και για ό,τι, μα ό,τι αξίζει να μοιραστεί κανείς ως πληροφορία. Πραγματική πληροφορία. Η επικοινωνία είναι άλλο πράγμα και αλλού. Απλώς, με τους... social media experts που είναι όσοι και τα προφίλ σε όλα μαζί τα δίκτυα, μπερδεύεται ακόμη χειρότερα και το Μέσο και η χρήση του. Μάλλον, θέλει κι αυτό τον χρόνο του.
σχόλια