The Wall του Alan Parker, 1982, Μ. Βρετανία, 95’
Δεν ξέρω κατά πόσο κατατάσσεται η εν λόγω ταινία στον χώρο του cult. Και το γιατί της διερώτησης μου δεν είναι άλλο από την μουσική κληρονομιά του δίσκου στον οποίο βασίστηκε (τι εννοείτε ΠΟΙΟΝ ΔΙΣΚΟ???), όπως επίσης και το γεγονός ότι πολλοί αν και αποθεώνουν το μεγαλείο των Pink Floyd (αν και για να είμαστε πιο δίκαιοι, όχι των Floyd σε σύνολο, αλλά κατά κόρον του Waters επί του προκειμένου) δεν έχουν δει την ταινία, αλλά ωστόσο γνωρίζουν την ύπαρξή της και ψήγματα αυτής. Έτσι ταυτόχρονα αναφερόμαστε σε ένα διόλου cult συγκρότημα αλλά και σε μια δυνάμει cult ταινία. Έχοντας, λοιπόν, νωπές τις αναμνήσεις από την εκπληκτική συναυλία του Roger Waters, αλλά καθαρό μυαλό πλέον κατόπιν της χρονικής απόστασης που ακολούθησε, μια παρουσίαση της ταινίας θεωρείται χρήσιμη για όσους θα ήθελαν να την παρακολουθήσουν.
Θυμάμαι στα χρόνια της Δευτέρας γυμνασίου να διαβάζω ένα αφιέρωμα του περιοδικού Σινεμά για τα μιούζικαλ. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνονταν και όσα οι συντάκτες θεωρούσαν αποτυχημένες προσπάθειες. Και ναι, το Wall ήταν μέσα σε αυτές. Αν και δεν είχα δει την ταινία, μεγαλώνοντας σε σπίτι που έκανε ανθρωποθυσίες στο όνομα των Floyd (υπερβάλλω, αλλά τώρα έχω την προσοχή σας) δεν μπόρεσα να μην τσαντιστώ. Ποιες ήταν αυτές οι σνομπαρίες που τολμούσαν να κρίνουν το έργο των Floyd? Και πόσο μάλλον μια ταινία στην οποία ο Waters ήταν παρών στα γυρίσματα για να βεβαιώνει την ορθότητα των επιλογών του Parker? Ας είναι, την είδα και από τότε πάντα επιστρέφω σε αυτήν.
Η υπόθεση -για όσους δεν κοντεύουν να κάνουν ντοκτορά στο concept του Wall- έχει ως εξής: αντλώντας υλικό από τα βιώματά του ο Waters εξερεύνησε τα τείχη που υψώθηκαν ανάμεσα σε αυτόν και τον κόσμο γύρω του καθώς οι Floyd γνώριζαν όλο και μεγαλύτερη δόξα. Έχοντας ως κεντρικό χαρακτήρα τον Pink, έναν σταρ της ροκ που απομονώνεται από τα εγκόσμια, εξερευνά τις αιτίες που τον οδήγησαν εκεί. Το χαμό του πατέρα του στον Β’ Παγκόσμιο, την υπερπροστατευτική του μητέρα, την άπιστη γυναίκα του, ακόμα και την ίδια του τη φήμη ως μουσικού. Παράλληλα, ενώ βουτάει στην ίδια του τη ψυχή, με ρίσκο πνιγμού και όχι ανέλιξης, δε διστάζει να καταγγείλει τα δεινά του πολέμου και όλες τις συνέπειες που αυτός έχει σε μαχόμενους και μη.
Η όλη αυτοαναφορικότητα επέτρεψε στον Waters να είναι άμεσος και αφοσιωμένος στο έργο του για να δημιουργήσει το εν λόγω διαμάντι. Με την ταινία, όμως τι γίνεται?
Συνδυάζοντας κανονικούς ηθοποιούς και πληθώρα εφιαλτικών-σουρρεαλιστικών κινουμένων σχεδίων από τον τότε σκιτσογράφο της Sunday Times, Gerald Scrafe, ο Alan Parker κατάφερε να αποδώσει, μετά από άπειρες δυσκολίες και, τελικά, με τις ευλογίες του Waters, το δίσκο όσο καλύτερα μπορούσε σε εικόνες. Με έναν αμίλητο Bob Geldoff για πρωταγωνιστή (υπ’ όψιν, είχε δηλώσει πως σιχαινόταν τη μουσική των Pink Floyd, καθ’ ότι πάνκης), να ακροβατεί ανάμεσα στην παράνοια και την προσπάθεια για λύτρωση από τον αυτοκαταστροφικό του χαρακτήρα, η ταινία μας ξεναγεί στις εμμονές του Waters και στην κατάντια της μεταπολεμικής κοινωνίας, η οποία γένναγε άτομα με παρόμοια προβλήματα. Γεγονός ότι προς το τέλος της ταινίας ο Pink υψώνεται σε ηγέτη ενός κινήματος αντίστοιχου αυτού των Ναζί, δηλώνοντας αλληγορικά την ολοένα και μεγαλύτερη αποστασιοποίηση του καλλιτέχνη από το κοινό του, κρατώντας έτσι και προβληματισμούς που αφορούν στο χώρο της Τέχνης ειδικότερα.
Διάλογοι με ουσία δεν υπάρχουν, τα μόνα λαλούντα είναι τα τραγούδια του Wall, παραλλαγμένα, σε μεγάλο μέρος τους, για τις ανάγκες της ταινίας. Δε θα μπορούσε, άλλωστε, να εμπλουτιστεί το ηχητικό κομμάτι περαιτέρω, καθώς σε αυτά βασίστηκε η ταινία. Δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω πινελιές σε ένα άψογο πορτραίτο, μόνο να το μουτζουρώσουν μπορούν. Οι δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών πείθουν ότι οι απεικονιζόμενοι χαρακτήρες είναι άτομα που βασανίζονται από τις καταστάσεις και τον ίδιο τους τον εαυτό, χωρίς να καταφεύγουν σε υστερίες ανα 2 δευτερόλεπτα. Τα δυσοίωνα σκίτσα του Scarfe, επηρεασμένα από το κίνημα του Bauhaus, σε κάποιες στιγμές αγγίζουν το τρίπτυχο του Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων του Bosch με το ζόφο τους να ελίσσεται με ιδιαίτερη ευκολία.
Σε σύνολο όμως η ταινία συναντά ένα πρόβλημα. Είναι αρκετά δυσνόητη. Για την ακρίβεια, είναι τόσο, μα τόσο ψυχεδελική που αν κάποιος θέλει να την παρακολουθήσει χωρίς να έχει μια ιδιαίτερη επαφή με το περιεχόμενο του δίσκου, θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Όπως και το μουσικό έργο των Floyd, δεν περνά ως κάτι το απλοϊκό, με μόνο λόγο ύπαρξης την ανέμελη και χωρίς βαθύτερο νόημα διασκέδαση. Όχι, απαιτεί αφοσίωση, η οποία με τη σειρά της θα βραβεύσει τον κάθε γενναίο με εικόνες που θα τον συνοδεύουν μια ζωή.
Όσοι αποφασίσετε τελικά να κάνετε το βήμα, υπάρχει σε ορισμένα videoclub προς ενοικίαση, αλλά και σε μουσικά καταστήματα προς πώληση από τη Sony Music με αρκετό extra υλικό, όπως ένα ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα της ταινίας από το 81, ένα δεύτερο με συνεντεύξεις των συντελεστών και τα videoclips των Another Brick in The Wall Pt. 2 και Hey You (το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην ταινία). Ελληνικοί υπότιτλοι δεν υπάρχουν. Καλύτερα όμως, γιατί μια απλή μετάφραση θα κατέστρεφε τους τόσο προσεγμένους στίχους του δίσκου.
σχόλια