The Warriors του Walter Hill, 1979, HΠΑ, 92’
Τρίτη δημοτικού και ο μικρότερος εαυτός μου έψαχνε τη γνώση στους μεγαλύτερους, που τους είχε ως θεούς και αναζητούσε τη γνώση μέσω του διαλόγου μαζί τους. Έτσι ο Αχιλλέας, ένα παλικάρι που είχε περάσει τα 20, γιος της τότε σπιτονοικοκυράς του πατέρα μου, προθυμοποιουταν να μου μεταδώσει ό,τι ήξερε από μουσική. Οι Black Sabbath, οι Πράσσειν Άλογα, ό, τι γενικά είχε στη δισκοθήκη του, όποτε τον επισκεπτόμουν, γινόταν υπόκρουση μιας μυσταγωγίας. Δεν είχε μόνο οργισμένο ροκ στη συλλογή του, μάζευε και πολλά soundtracks. Όταν το μάτι μου έπεσε στο ζωγραφισμένο εξώφυλλο του soundtrack του Warriors που ήταν πάνω στο στερεοφωνικό του, ένιωσα ένα περίεργο αίσθημα τρόμου και περιέργειας από τις βλοσυρές μορφές των συμμοριτών που με κοίταζαν στρυφνά, λες και ήθελαν να με κατασπαράξουν.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Αχιλλέας ξεψύχησε μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ενώ σπούδαζε στην Αγγλία και ασυναίσθητα τον συνέδεσα με αυτήν την ταινία. Όποτε τη βλέπω τον ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου. Πρώτη φορά την είδα μετά από περίπου 2 χρόνια, όταν βρήκα τυχαία στο videoclub μου μια κόπια της. Η βιντεοκασέτα έπαιξε πολλές φορές και η αισθητική μιας βραδινής Αμερικής, δέσμιας, πλέον, από τον υπόκοσμό της με μάγευε κατά πολύ περίεργο τρόπο.
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του 1965 του Sol Yurick, εμποτισμένο με στοιχεία της Κύρου Αναβάσεως του Ξενοφώντα, η κάμερα ακολουθεί κάποια μέλη της συμμορίας των Warriors που προσπαθούν να γυρίσουν στο Coney Island με οδυσσειακή δυσκολία. Και αυτό επειδή λίγες ώρες νωρίτερα, σε μια μάζωξη των συμμοριών της Νέας Υόρκης υπό τον Κύρο, αρχηγό της κραταιάς συμμορίας, Gramercy Riffs, κατηγορούνται για τη δολοφονία του την ώρα που αυτός ξεδίπλωνε ενώπιον όλων τα σχέδια του για ένωση των συμμοριών και τον μαζικό έλεγχο της πόλης από αυτές. Υπεύθυνη για όλη αυτή τη δυσφήμιση, η αντίπαλη συμμορία τους, οι Rogues, ακόλουθοι του ναρκομανή Luther, ο οποίος κατέβασε τον Κύρο από τον θρόνο του άδοξα. Κυνηγημένοι από όλες τις συμμορίες προσπαθούν να φτάσουν σπίτι, σαν τα ποντίκια που τρέχουν να μπουν στην τρύπα τους ενώ τα κυνηγά μια τροφαντή σπιτόγατα.
Μέσα στην ταινία γνωριζόμαστε και με μερικές ακόμα συμμορίες: τους Baseball Furies (οι αγαπημένοι μου) που ντύνονται σαν μπειζμπωλίστες, βάφουν τα πρόσωπα τους και κραδαίνουν ρόπαλα, τους Turnbull AC’s, skinheads με άγριες διαθέσεις που οι υπόλοιπες συμμορίες τρέμουν, τις Lizzies, μια all-girl συμμορία και τους κακομοίρηδες Orphans που φοβούνται και τον ίσκιο τους.
Λίγο πριν μας κάνει να γουρλώνουμε τα μάτια στο σκοτάδι και να αγκομαχάμε τρομαγμένοι με τα δύο πρώτα μέρη του Alien, ο Hill μας έδειξε το αρνητικό της φωτογραφίας της κοινωνίας, όπου οι συμμορίες το ‘χουν και οι πολιτικοί το ψάχνουν, που κυριαρχούν στη νύχτα και κάνουν δικούς τους τους καρπούς της, χωρίς, όμως, να αποτελούν δυνάστες του πληθυσμού, αλλά μέλη του.
Η όλη ιδέα μιας Νέας Υόρκης που οι συμμορίες της έχουν το πάνω χέρι μεταφράζεται άψογα στο film. Θαμπά χρώματα, πολλές σκιές, αστικά πλάνα φτωχογειτονιών και γκέτο, όλα μαζί φτιάχνουν ένα σκηνικό όχι παρακμιακό, αλλά υπόγεια μεγαλεπήβολο. Αυτός που κυριαρχεί, άλλωστε στα έγκατα της Γης είναι και ο πιο δυνατός (βλέπε τα σκουλήκια που κατασπαράζουν, σαν ένδειξη τελικής νίκης τους, τα πτώματα των άσπλαχνων που τα συνθλίβουν, που σαπίζουν στο χώμα).
Ένα έξυπνο σκηνοθετικό τρικ του Walter Hill, σαν άλλο περιληπτικό διαφημιστικό σποτάκι που χαλαρώνει και ενημερώνει το κοινό για όσα έγιναν, τα ιντερλούδια από το στόμα μιας ραδιοφωνικής παραγωγού, που, με τη λάγνα φωνή της, ενημερώνει για την πορεία των Μαχητών, εύχεται καλή τύχη στους ήρωές μας και βάζει κανά (εξαιρετικό) κομμάτι της εποχής.
Δε χρειάζεται να έχει κανείς εξειδικευμένο γούστο για να την απολαύσει. Και αυτός που του αρέσουν οι περιπέτειες και αυτός που ψάχνει κάτι το βαθύτερο θα την κατευχαριστηθούν. Και ω! του θαύματος! Υπάρχει σε dvd στα ελληνικά videoclub!