Η ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΗ «λογοτεχνία του πένθους» αποτελεί εδώ και χρόνια ένα ανθηρό εκδοτικό υποείδος, στο αγγλόφωνο βιβλίο τουλάχιστον. «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» (2005) και οι «Μπλε νύχτες» (2011) της Τζόαν Ντίντιον τοποθέτησαν τον πήχη πολύ ψηλά, και πολύ πρόσφατα όμως μπορεί να πετύχει κανείς κάποια εξαίσιες περιπτώσεις «απομνημονευμάτων της απώλειας», γραμμένες από σημαντικούς νέους (σχετικά) συγγραφείς που θέλησαν να δώσουν ένα σχήμα, μια μορφή, μια φόρμα στο πένθος τους, εξιλεώνοντάς το στην πορεία, καθένας με τον τρόπο του. Όπως το Stay True (2022) του Χουά Χσου, που κέρδισε το Πούλιτζερ και κυκλοφόρησε και σε ελληνική μετάφραση πριν από μερικούς μήνες («Μείνε αληθινός», εκδόσεις Οκτώ) και είχε να κάνει με την απώλεια ενός κολλητού φίλου του συγγραφέα όταν ήταν συμφοιτητές. «Ίσως το να παίρνουμε σοβαρά τις ιδέες των εκλιπόντων φίλων μας», γράφει ο Χσου στο βιβλίο, «αντιπροσωπεύει την απόλυτη έκφραση της φιλίας μας».
«Οι άνθρωποι είναι τα μόνα ζώα που βιώνουν την άρνηση… Είμαστε τόσο αλλεργικοί στη θνητότητά μας. Η άρνηση είναι το πιο αλλόκοτο στάδιο της θλίψης, επειδή μιμείται τόσο στενά την ηλιθιότητα. Αλλά είναι αδύνατο να την αποφύγεις».
Ακόμα καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, είναι το περσινό Grief is for People («Το πένθος είναι για τους ανθρώπους»), έβδομο βιβλίο της εξαίρετης – και εξαιρετικά πνευματώδους– δοκιμιογράφου και λογοτέχνιδας Σλόαν Κρόσλεϊ. 190 σελίδες όλες κι όλες, περιλαμβάνουν όμως όλα τα στάδια του πένθους (άρνηση, διαπραγμάτευση, θυμός, κατάθλιψη, αποδοχή) όπως το βίωσε και εξακολουθεί να το βιώνει μετά την προ πενταετίας απώλεια ενός αγαπημένου της φίλου, μέντορα αλλά και για πολλά χρόνια συνεργάτη όταν ακόμα εργαζόταν και η ίδια στoν εκδοτικό οίκο Vintage Books (της Penguin Random House), o οποίος αυτοκτόνησε τον Ιούνιο 2019, στοιχείο που διαμορφώνει με τον δικό του ύπουλο τρόπο την ψυχογεωγραφία του πένθους.

«Ο χρόνος δεν γιατρεύει όλες τις πληγές», γράφει. «Ο χρόνος δεν γιατρεύει καμία πληγή. Απλώς σπρώχνει τις πληγές στην άκρη… Και κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να διδαχτεί κάτι από την απώλεια. Είναι φρικτό αυτό το πράγμα που κάνουμε σ’ εκείνους που χτυπήθηκαν πρόσφατα, ενθαρρύνοντάς τους να θυμούνται τις καλές στιγμές, ενώ βρίσκονται ακόμα διπλωμένοι στα δύο. Είναι σα να ταΐζεις μπριζόλα σε ένα μωρό. Έχω διαβάσει τη λογοτεχνία του πένθους και τη φιλοσοφία του πένθους και, ήμαρτον Θεέ μου, έχω ακούσει και τα podcasts του πένθους, και το πιο πρακτικό πράγμα που έχω μάθει είναι η δύναμη του ενεστωτικού χρόνου. Το παρελθόν είναι μια κινούμενη άμμος και το μέλλον είναι αχαρτογράφητο, στο παρόν όμως μπορείς να επιπλεύσεις. Τίποτα δεν λείπει, τίποτα δεν είναι υποθετικό».
«Οι άνθρωποι είναι τα μόνα ζώα που βιώνουν την άρνηση… Είμαστε τόσο αλλεργικοί στη θνητότητά μας. Η άρνηση είναι το πιο αλλόκοτο στάδιο της θλίψης, επειδή μιμείται τόσο στενά την ηλιθιότητα. Αλλά είναι αδύνατο να την αποφύγεις».
Και δεν την αποφεύγει ούτε και η ίδια. Και κάποιες νύχτες μιλάει στον αγαπημένο της φίλο σα να την ακούει…
Συνειδητοποιείς ότι όλοι θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε χωρίς εσένα; Μια μέρα, σε μερικά χρόνια, εγώ θα είμαι πενήντα δύο και εσύ θα είσαι ακόμα πενήντα δύο. Τι μαλακία είναι αυτή, μου λες; Ο Καμύ είχε γράψει ότι δεν υπάρχει παρά μόνο ένα πραγματικά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα, και αυτό είναι η αυτοκτονία. Είναι η εξάλειψη, το να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα. Και ξέρεις τι είχε πει η Γεωργία Σάνδη; Η Γεωργία Σάνδη είχε πει ότι δεν μπορούμε να σκίσουμε ούτε μια σελίδα, αλλά μπορούμε να κάψουμε ολόκληρο το βιβλίο της ζωής μας. Σου άρεσε η Γεωργία Σάνδη; Θα έπρεπε να μπορώ να θυμηθώ, αφού ήσουν τύπος που είτε λάτρευε είτε μισούσε τα πάντα. Τίποτα δεν ήταν ποτέ απλά ΟΚ. Βλέπεις; Ήδη σε ξεχνάω.
Συχνά, ο πόνος της απώλειας δεν εκδηλώνεται ούτε με λυγμούς ούτε με κραυγές, αλλά με πνιχτές στριγκλιές:
«Στα νορβηγικά, ο τίτλος του πιο διάσημου έργου του Μουνκ, μεταφράζεται ως "Η Στριγκλιά". Ίσως οι δύο λέξεις – η "κραυγή" και η "στριγκλιά" – να έχουν την ίδια ακριβώς σημασία στα νορβηγικά, αλλά στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες υπάρχει σημαντική διαφορά. Μια στριγκλιά είναι πολύ πιο ακούσια. Είναι πόνος που μπαίνει μέσα, όχι που βγαίνει έξω…»
Τα στάδια του πένθους υπάρχουν και στους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου, εκτός από το τελευταίο. Το "acceptance" («αποδοχή») έχει αντικατασταθεί από την λέξη "Afterward" («Επίλογος»):
«To πένθος μου για σένα θα παραμείνει πάντα ατίθασο, ακόμα κι αν ξέρω ότι εμπεριέχει τη λογική όλων όσων έχουν ποτέ πενθήσει. Μερικές φορές κλείνω τα μάτια μου για να μπορώ να το ακούσω να απλώνεται. Για να μπορώ να το κάνω να απλωθεί στους τοίχους του σπιτιού μου. Το ακούω να κάνει κύκλους στα κουφώματα και να βγαίνει από το παράθυρο. Το ακούω να πέφτει από τη σκάλα κινδύνου και να ραγίζει το τσιμέντο καθώς προσγειώνεται. Κάποιες φορές το ακούω στα ποτάμια, να παλεύει με τις πέτρες, ή να στριγγλίζει φρενάροντας, όπως τα τρένα στον υπόγειο. Και τότε, επειδή δεν μπορώ να σε καλέσω σπίτι σου, αποκαλώ εκείνο σπίτι μου. Ανοίγω τα μάτια μου και με μια φλασιά επιστρέφει σε μένα… Έχει βολευτεί μια χαρά εδώ. Αγνοώντας την ίδια του τη δύναμη, ροχαλίζει τόσο γλυκά πάνω στο στήθος μου, πάνω στο περίγραμμα μιας γυναίκας που η ώρα της δεν έχει έρθει ακόμα».