Klopka του Srdan Golubovic, 2007, Σερβία, 106’
Τελικά το Hollywood σκοτώνει ή διατηρεί ακέραια την ποιότητα κάποιων σεναρίων πλέον? Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη μόλις έπεσαν τα credits του Klopka. Και όχι, δεν πρόκειται περί χολυγουντιανής παραγωγής, για την ακρίβεια η αμερικάνικη ήπειρος απέχει πολύ από τα εδάφη στα οποία υλοποιήθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας αυτής.
Μπορεί ο συλλογισμός μου να είναι ανορθόδοξος για το ξεκίνημα μιας κινηματογραφικής πρότασης, αλλά όπως τον εκλαμβάνω είναι τουλάχιστον καταναγκαστικός. Ως άλλος Σωκράτης (!! θά ‘θελα) με επαγωγικό τρόπο θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω πως κατέληξα σε αυτή την πρόταση, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων του στυλ «Βάζεις να δεις ταινία και σκέφτεσαι άλλα αντ’ άλλων?»
Ο Golubovic δίνει ζωή στους χαρακτήρες του βιβλίου του Tenad Teofilovic σε μια Σερβία μετά την πτώση του Milosevic. Μια πυρηνική οικογένεια ακολουθεί βίον ανθόσπαρτον άνευ εμποδίων, βγάζοντάς τα πέρα με τα απολύτως απαραίτητα. Ο άντρας και η γυναίκα χαίρονται τον έρωτα τους και ο γιος περνά τα βράδια του ζωγραφίζοντας στο κρεβάτι του αντί να βλέπει όνειρα. Η χαρά τους θα διακοπεί με μια εκ πρώτης όψεως αθώα λιποθυμία του παιδιού στο σχολείο που θα αποκαλύψει μια ασθένεια στο στεφανιαίο μυ. Αν δεν εγχειριστεί στο Βερολίνο (26.000 ευρώ το κόστος μόνο της εγχείρησης) θα παθαίνει συνεχώς κρίσεις ώσπου, τελικά, θα περάσει στον άλλο κόσμο. Το άγχος ενός πολιτικού μηχανικού και μιας καθηγήτριας αγγλικών που δεν έχουν να διαθέσουν τα χρήματα για την υγεία του παιδιού τους, τους οδηγεί στην δημοσίευση μιας αγγελίας προς βοήθεια του μικρού. Κάποιος απαντά και λέει στον άντρα ότι είναι διατεθειμένος να του δώσει 30.000 ευρώ… αρκεί να σκοτώσει έναν επαγγελματικό του αντίπαλο. Φυσικά και δε μπορεί να θέσει το ζήτημα επί τραπέζης στη γυναίκα του, σίγουρα η απάντησή της θα είναι κατηγορηματικά αρνητική. Το δίλημμα είναι τεράστιο και αυτός μόνος του. Και όλα αλλάζουν καθώς τα περιθώρια στενεύουν.
Ένας άγνωστος στις μάζες σκηνοθέτης σκιαγραφεί τις αποστάσεις που άθελά τους οι άνθρωποι βάζουν στις μεταξύ τους σχέσεις, όταν τα ηθικά μονοπάτια αποκλίνουν. Το ζευγάρι στην αρχή κάνει παθιασμένο έρωτα, μετά ο καθένας γυρνάει στο πλευρό του, ακολουθώντας κατά γράμμα τους στίχους του «Love Will Tear Us Apart» των Joy Division, για να καταλήξουν, τελικά, να μην ξέρουν τίποτα ο ένας για τον άλλον, να μη μπορούν να δουν ξεκάθαρα τη ραγδαία ζωώδη μεταμόρφωση τους, έστω και αν αυτή γίνεται στο όνομα του αγνού αισθήματος της αγάπης.
Το γκρίζο φόντο της χειμερινής Σερβίας, άλλοτε με χιόνια, άλλοτε με βροχή αλλά πάντα σε μια μίξη του άσπρου και του μαύρου, είναι σίγουρα η καταλληλότερη παλέτα για να χρησιμοποιηθεί και να αποτυπώσει αυτή τη σταδιακή κάθοδο. Οι στιγμές που το ζευγάρι περνά αμίλητο, χωρίς καν ο ένας να κοιτάζει στην κατεύθυνση του άλλου είναι πιο ισοπεδωτικές και από βουτιά σε κοντέινερ υγρού μόλυβδου. Και αυτές είναι τα γερότερα τούβλα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης για να μας δώσει μια θεαματική ανάβαση στην κορυφή του ζιγκουράτ του, μια κορυφή που εμπεριέχει ένα απίστευτο κρεσέντο, που με τη σειρά του γεννά περισσότερο αρνητισμό από αυτόν που υπήρχε εξ αρχής.
Και όλα αυτά είναι γυρισμένα τόσο απλοϊκά. Κανένα γρήγορο πλάνο, καμία μελαγχολική μουσική υπόκρουση, κανένα φως στην άκρη του τούνελ. Η απογύμνωση του από τα στοιχειώδη μικροπράγματα που ανυψώνουν άλλες ταινίες μας μεταφέρει στην κατάσταση επιτυχέστατα. Αναρωτιόμαστε τι θα κάναμε εμείς στη θέση του πρωταγωνιστή, προσπαθούμε να σκεφτούμε τρόπο συμφιλίωσης των πραγμάτων. Και εκεί έρχεται το κατηγορηματικό «ΟΧΙ!» της πραγματικότητας. Η το ένα ή το άλλο. Μπλε ή κόκκινο, μωβ δε θα υπάρξει.
Ιδού και η λογική του αρχικού ειρμού. Υποθετικά μιλώντας, αν η ταινία αυτή γυριζόταν στο Hollywood, ίσως μιλάγαμε για ένα πολύ δυνατό σενάριο. Μέχρι εκεί όμως. Ίσως το σενάριο της να ήταν το μόνο θετικό, να μην υπήρχε καμία αφαιρετικότητα, όπως η συγκεκριμένη, να το κάνει αφόρητο ψυχικά. Ίσως να ήταν τόσο αφιερωμένο στις ανούσιες λεπτομέρειες που να έμοιαζε με κάτι που έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν και μας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση. Ίσως να το βλέπαμε στα Village. Και τώρα με το νέο ενός Hollywood-ιανού remake της δεν μπορώ παρά να είμαι καχύποπτος. Μακάρι να αποστομωθώ και ο αμερικάνικος ήλιος να έχει αντίστοιχες επιδράσεις με τον κρύο, βαρύ ανατολικοευρωπαϊκό αέρα. Ελληνικός τίτλος : Η Παγίδα. Στα videoclubs από την Private Cinema.