Paradise Villa του Chong-Won Park, 2001, Ν. Κορέα, 100’
Η εφηβεία μου χαρακτηρίστηκε από ακρότητα. Ακρότητα κυρίως στα μουσικά και κινηματογραφικά μου γούστα. Είχε πεντάλφα? Το άκουγα. Είχε κομμένα κεφάλια? Το έβλεπα. Τι να κάνουμε? Ο καθένας είχε την αντίδρασή του. Μόλις έμπαινα στο videoclub έβλεπα τον φίλτατο ιδιοκτήτη να με κοιτάει κρυφογελώντας καθώς κατευθυνόμουν στα θρίλερ απορώντας τι θα του πάω πάλι. Αναπόφευκτα μια μέρα τα χέρια μου έπεσαν πάνω σ’ αυτό. Ήταν και της New Star οπότε ήταν εγγύηση για γουστόζικο πιτσίλισμα αίματος σε κάθε πιθανή γωνία.
Κάποια χρόνια μετά, πέρα από τη διάχυτη βία, θυμάμαι και κάποια άλλα πράγματα από αυτό το κόκκινο (κυριολεκτικά) διαμαντάκι, και όχι τόσο σε θέμα τρόπων θανάτου των πρωταγωνιστών όσο σε θέμα περιεχομένου.
Μου είναι απαραίτητο να πω τα βασικά για την υπόθεση πριν προχωρήσω στην εξήγηση της παραπάνω πρότασης. Ένας νεαρός παίζει ένα διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων. Κάποια στιγμή όμως, ο χαρακτήρας του βρίσκεται γδυμένος από τον εξοπλισμό που με τόσο κόπο μάζεψε. Αναζητώντας τον υπαίτιο αυτού του κακόγουστου αστείου, με το ψευδώνυμο Viagra, ο πιτσιρικάς οδηγείται σε ένα σύμπλεγμα διαμερισμάτων, όπου, έχοντας χάσει μέρος των λογικών του πλέον, αρχίζει να δολοφονεί όποιον περνά στο διάβα του.
Μέσα σε αυτή την πολυκατοικία, λοιπόν, ερχόμαστε σε γνωριμία με τους κατοίκους. Παρατηρούμε τις μεταξύ τους σχέσεις, μικρές σκηνές καθημερινότητας που θα μπορούσε να δει ο καθένας σε μια τυπική πολυκατοικία, αλλά και πιο προσωπικές στιγμές του καθενός, μυστικά που έρχονται στην επιφάνεια προς όφελος της αφήγησης. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω μια παρέα που παρακολουθεί το ματς με την Ιαπωνία που μας τοποθετεί πολύ ωραία στον τόπο και τον χρόνο, μια σωσία μιας πασίγνωστης πορνοστάρ, μια οικογένεια με ένα γιό εξίσου εθισμένο στο βιντεοπαιχνίδι (σε σημείο να πουλάει εξοπλισμό σε παίκτες αντί αληθινών χρημάτων) και μια κοπέλα-πλασιέ φίλτρων νερού.
Ο σκηνοθέτης μας δείχνει το δυνατό του χαρτί εδώ: όχι να μπορεί να φτιάξει έναν δολοφόνο που σκοτώνει τα θύματα του με νυχοκόπτη ή αναβράζουσες βιταμίνες, αλλά να μας δέσει με τα θύματα, αφού πρωτίστως μας έχουν καλέσει άτυπα μια βόλτα από τα αμπελοχώραφά τους, καθώς μας διηγείται γλαφυρότατα τις ιστορίες τους. Τα κίνητρα του κυνηγού τα ξέρουμε, οπότε μας μένει να γνωριστούμε με τα ελαφάκια. Τα τεχνάσματά του στο πως δένεται η μια δολοφονία με την άλλη είναι τόσο απλά όσο το να ζητήσεις από το γείτονά σου λίγη ζάχαρη. Δεν ξέρω αν όντως επιχείρησε να το κάνει αυτό η αν του βγήκε αυθόρμητα (πόσο μάλλον αν είμαι τόσο άρρωστος που βλέπω τέτοια πράγματα σε μια splatter ταινία ξεχασμένη από το Θεό), αλλά πάντως το κατάφερε.
Εντάξει, μιλάω για splatter τόση ώρα, αλλά ας είμαι ειλικρινής. Δεν είναι όλες οι δολοφονίες έτσι. Με χιτσκοκικό τρόπο ελαύνει ο θάνατος σε συγκεκριμένους κατοίκους. Η βία ενίοτε περνά σε δεύτερη μοίρα για χάρη της άλλης πριμαντόνας, της ατμόσφαιρας. Μια τρομακτική μουσική και κάποιες κραυγές πόνου είναι αρκετές για να σηματοδοτήσουν το τέλος μιας ζωής, the Asian way.
Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ και σε έναν, αν μη τι άλλο, προφητικό χαρακτήρα της ταινίας. Λίγα χρόνια πριν (για τα ελλαδικά δεδομένα τουλάχιστον) τα διαδικτυακά παιχνίδια κλείσουν σπίτια και κάψουν εγκεφαλικά κύτταρα, ο Park (απλή συνωνυμία με τον Chan Wook Park, σκηνοθέτη του Oldboy) μας κάνει να τον κοιτάμε ενώ μας εξηγεί τι θέλει να πει, να στραβώνουμε λίγο τα χείλη και να του λέμε «Έλα, ντάξει, τα παραλές». Ο ρεαλισμός όμως πίσω από το σενάριο είναι αυτό που μπορεί να προκαλέσει και τον μεγαλύτερο φόβο. Η ζωώδης αποξένωση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο στο όνομα του ψηφιακού.
Τι ευχάριστη έκπληξη, μια τυχαία επιλογή ταινίας μιας τυχαίας μέρας (αν δεν κάνω λάθος την είχα δει μια μέρα πριν ξεκινήσει η Τρίτη γυμνασίου) να παραμένει ζωντανή για διαφορετικούς λόγους κάποια χρόνια μετά. Αν θέλετε να την ψάξετε, πρέπει να έχετε ένα videoclub ενήμερο με τις κυκλοφορίες της New Star Productions. Ειδάλλως και μια βόλτα στο DVD Shop κατά κέντρο μεριά είναι αρκετή.