Video Nasties: A Sick Story#5
Fight for Your Life του Robert A. Endelson, 1977, ΗΠΑ, 82’
Double Post καθώς έλειπα από τα αθηναϊκά εδάφη για το τριήμερο και η έλλειψη χρόνου και διαδικτύου καθιστούσαν αδύνατο το ανέβασμα κάποιας προτάσεως. Έχω βαλθεί κιόλας να τελειώσω τη δεκάδα πριν με βρει το 2012, οπότε κατηγορείστε τον καταναγκασμό μου για αυτή μου την πράξη.
Κατ’ οίκον κακοποιήσεως συνέχεια με ένα ακόμα «σκουπίδι» από αυτά που σωριδόν κλείνονταν στους κλιβάνους, για τη θεωρητική προστασία του κοινού από τη διαφθορά του. Αυτή τη φορά, όμως, το συναίσθημα οίκτου για τους «σπιτοπειρατές» είναι ανύπαρκτο, εν αντιθέσει με το House on the Edge of the Park. Αυτό, κυρίως, βασίζεται στη θεματική της ταινίας, που οδήγησε τις κριτικές επιτροπές της Βρετανίας να την ορίσουν ως Video Nasty: τον άμετρο ρατσισμό που τη διατρέχει.
Σε μια περίοδο που η μυρωδιά της μέχρι πρότινος νομικά ισχύουσας φυλετικής ανισότητας δεν είχε σβήσει ακόμα, το θέμα της ήταν χορδή λεπτή και ευαίσθητη. Σε αυτή την ταινία ο ρατσισμός δεν είναι έμμεσος, αλλά τόσο εμφανής και πρόστυχος που μπορεί να φαντάζει γελοίος σήμερα, που έχουμε συνηθίσει σε πιο εγκεφαλικές προσεγγίσεις τέτοιων θεμάτων στο πανί. Ειδικά το μέτριο της παραγωγής δεν δίνει καμία δικαιολογία ηθελημένης μετριότητας για λόγους σκηνοθετικού μηνύματος, αντίθετα, την υποβιβάζει, αποτρέποντας τους 7ους ελιτιστές από το να την παρακολουθήσουν.
Στα της υπόθεσης: τρεις δραπέτες, περιπλανώμενοι στους δρόμους της Αμερικής, δολοφονώντας και ληστεύοντας κατά συρροήν ιδιοκτήτες κάβας για τα προς το ζην και τη διασκέδασή τους, καταλήγουν στο σπίτι ενός θεοσεβούμενου Αφροαμερικανού υπουργού και κρατούν αυτόν και την οικογένειά του όμηρους, χωρίς να σταματάνε να τους βασανίζουν ψυχολογικά και να κατονομάζουν με τους χειρότερους τρόπους την καταγωγή τους. Αρχηγός της αγέλης, ένα κινούμενο στερεότυπο λευκού σκουπιδιού του αμερικάνικου Νότου, ο Kane, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στοργικό και πράο πατέρα του χώρου που βρίσκονται, τον υπουργό Turner. Η οικογένεια υπομονετικά αντέχει τα όλο και εντεινόμενα βασανιστήρια, μέχρι που στο τέλος η αντίδραση θα είναι παντοδύναμη και καμία συγχώρεση, παρά τη θρησκευτικότητα της οικογένειας Turner, δε θα λάβει χώρα.
Δεν μπορώ να μην αναφέρω μερικά από τα αρνητικά της ταινίας για να προϊδεάσω τους ενδιαφερόμενους. Έχει σκηνές που θα μπορούσαν να απογειωθούν, καθώς παρά τις χαμηλές δυνατότητες, ο σκηνοθέτης είχε όραμα. Μέσα σε αυτές συγκαταλέγεται και το φινάλε, που παρότι δεν έχει απόλυτα κακές ερμηνείες, είναι εξόφθαλμα προβλεπόμενο και μελό. Το τρίο που κρατά όμηρη την οικογένεια μερικές στιγμές καταλήγει να είναι πιο καρικατούρα απ’ όσο θα έπρεπε, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα αρνητικό. Υπάρχουν στιγμές μέσα στην ταινία που κάνουν ψυχικό πλιάτσικο στον θεατή και το κωμικό διάλειμμα είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί η κατάρρευση.
Αλλά τώρα, χρονιάρες μέρες που ‘ναι, δε μπορώ να κάθομαι να γκρινιάζω (και σε διαδικτυακό επίπεδο). Οπότε ας επικεντρωθώ στα ατού της ταινίας. Το σοκ που παρέχει σε όποιον τη δει είναι καθαρά ψυχολογικής φύσεως. Το αιματηρό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη πλειοψηφία του καταλόγου με την ετικέτα «Video Nasties», εδώ χρησιμοποιείται σε ελάχιστο βαθμό αλλά με εξίσου δυνατές παρενέργειες. Παραδείγματος χάριν, δε βλέπεις κάθε μέρα ένα παιδί να σκοτώνεται με πέτρα στο κεφάλι…
Επιπλέον, ο σατανικός πρωταγωνιστής και ηγέτης των καθαρμάτων, δεν είναι άλλος από τον William Sanderson, τον ηθοποιό που ενσάρκωσε τον Sebastian στο θρυλικό Blade Runner. Παρ’ ότι εδώ τον βλέπουμε σε μια άγουρη ακόμα ερμηνεία του, κρίνεται ως πάνω από μέτρια. Δεν μπορεί κανείς παρά να τον μισήσει, ακόμα και αν στο τέλος αποκαλύπτει τα μυστικά του. Έχει ένα παρανοϊκό ύφος που κοιτάει κατευθείαν μέσα στη ψυχή, δύσκολο να επιτευχθεί και απαιτεί ταλέντο. Ο χαρακτήρας του είναι μανιακός και φροντίζει να τον πλάσει ανάλογα, ως ένα σκουπίδι που θα πυροβόλαγε μέχρι και ένα βρέφος (true story) αρκεί να το ήθελε. Οι προσβολές που ξεστομίζει θα έκαναν ακόμα και ένα λάτρη των ρατσιστικών ανεκδότων να αηδιάσει. Δεν είναι καν αστείος, είναι παραφρονικά κακός. Στον αντίποδά του, ο καλοσυνάτος πατέρας που τελικά ξυπνάνε μέσα του οι ζωώδεις παρορμήσεις και τον οδηγούν σε αιματηρά αποτελέσματα, η γιαγιά, που είναι η φωνή της ψυχραιμίας μέσα σε αυτό τον πανζουρλισμό και ο μικρός Floyd, μια νότα παιδικής αθωότητας και απλουστευμένης λογικής.
Κλισέ μέχρι εκεί που δεν πάει, αλλά, τουλάχιστον, δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Δεν θα χαρακτήριζα αυτή την ταινία πρόδρομο του American History X, αλλά, μέχρι ενός σημείου, δείχνει ότι το μίσος γεννά μίσος, όσο μέτρια και να είναι στο τελικό αποτέλεσμα. Πετυχαίνει το σκοπό της έστω και με τη βάση. Δεν θα αλλάξει τη ζωή κανενός, αλλά βλέπεται ευχάριστα, όσο ευχάριστα δηλαδή μπορούν να ειδωθούν τέτοιες ταινίες. Ένα απλά καλό δείγμα exploitation κινηματογράφου, που ίσως εκτιμηθεί λίγο παραπάνω από τους φανατικούς του ιδιώματος.
σχόλια