Mourir a 30 ans του Romain Goupil, 1982, Γαλλία, 97’
Μια ρήση θέλει τον κινηματογράφο να εμπνέεται από τη ζωή και τούμπαλιν. Εγώ θα προσθέσω ότι η ζωή, όχι μόνον θυμίζει ενίοτε τον κινηματογράφο ως προς τις πρακτικές του, αλλά και ως προς ταινίες ολόκληρες. Περιστατικά μας κάνουν να θυμόμαστε μια ταινία που είδαμε, ακόμα και αν στην τελική σε τίποτα δε συσχετίζεται το παρόν γεγονός με την κινηματογραφική ανάμνηση.
Με τη μυρωδιά του δακρυγόνου προχτές να αναμειγνύεται με το ούτως η άλλως ρυπαρό αθηναϊκό καυσαέριο, οι σκέψεις μου πέρα από το που πάμε και τι κάνουμε αναπόφευκτα ήρθαν και στην ταινία του Romain Goupil. Ένα ντοκιμαντέρ με εκκίνηση τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το Μάη του 68 στο Παρίσι για να κατέβει η σημαία τερματισμού σε αυτά της αντιφασιστικής πορείας της 21ης Ιουνίου του 1973. Βέβαια, όπως έχουμε συνηθίσει από πληθώρα Γάλλων σκηνοθετών της εν λόγω δεκαετίας, η έκρηξη της μολότωφ δεν έχει τη μείζονα σημασία. Πιο πολύ θα ενδιαφέρονται για τα γεγονότα πριν τη ρίψη της και κατόπιν αυτής. Το κυρίως μέρος λίγο τους απασχολεί, μια σταγόνα σε έναν ωκεανό εικόνων, σαν στοιχείο αποδομιστικής σκέψης, που το αίτιο (διαδηλώσεις πολιτικοκοινωνικού αναβρασμού) δεν είναι απαραίτητα σημαντικότερο του αιτιατού (αναμνήσεις και συναισθήματα σχετιζόμενα με την περίοδο)
Έτσι λοιπόν και ο Goupil -31 χρόνια αφότου τα Cahiers du Cinema άλλαξαν άρδην τον τρόπο που ο κόσμος ολάκερος αντιλαμβανόταν τον κινηματογράφο και έδωσαν πάτημα για την ίδρυση του Παγκόσμιου κινηματογραφικού Νέου Κύματος- μας αφηγείται την ιστορία της ενηλικίωσης του μια ιστορία συμμειγμένη με τα άνωθι γεγονότα. Από τις ημέρες της ξεγνοιασιάς και υπέροχης ρεμαλοσύνης με δύο εφηβικούς συνοδοιπόρους του και μια κάμερα για παρέα, στο πέρασμα στην πολιτική αγωνιστική δράση, στην ενασχόληση με την αφύπνιση των μαθητικών μαζών καθώς ο κόσμος ήταν ένα καζάνι που έβραζε, και τη γνωριμία του με έναν συνομήλικό του, τον Michel Recanati, που είχε τη δυνατότητα να αφομοιώνει τα γεγονότα και να οργανώνει αντιδράσεις ενώ οι υπόλοιποι ακόμα δεν έπαιρναν πρέφα την έκρηξη που γίνεται δίπλα τους.
Όλη η αγωνιστική περίοδος του σκηνοθέτη ήταν ένα και τ’ αυτό με το όνομα του Recanati. Μαζί στις συγκεντρώσεις, μαζί στις συνελεύσεις, μαζί στις καταλήψεις μα και στις γκομενοδουλειές. Αντίβαρο στην απόλυτη ελευθεριότητα και την πιο καλλιτεχνική φυσιογνωμία του Goupil, ο Recanati ήταν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, απόλυτα συγκροτημένος, με πλήρη πολιτική συνείδηση, παράδειγμα για τους συνομηλίκους του, Άδωνις για τα δεσποινάρια και ένας λαμπρός πιθανός μελλοντικός ηγέτης για τους μεγαλύτερους αγωνιστές. Γρήγορα ανήλθε στα υψηλότερα κλιμάκια της οργανωμένης πάλης πρωτοστατώντας και οργανώνοντας δράσεις με αποκορύφωμα την τραγική αντιφασιστική πορεία για την οποία διώχθηκε από τις αρχές, με συνέπεια να φυλακιστεί και έξι χρόνια μετά να αυτοκτονήσει, δίνοντας στον σκηνοθέτη έναυσμα για να αφηγηθεί την ιστορία του(ς).
Ντοκιμαντέρ μεν, εντούτοις ξεφεύγει από το γενικό κανόνα «Οοοοο ιπποπόταμος, έχει μια πολυάσχολη μέρα στο βάλτο». Ακόμα και τα πλέον σοβαρά γεγονότα έχουν υποψίες χιούμορ κατά την περιγραφή τους από τους αυτόπτες μάρτυρες που περνάνε μπροστά από την κάμερα για να δώσουν το δικό τους ψήγμα στη Ρασομον-ική ιστορία της αναζήτησης αλήθειας σχετικά με το ποιόν αυτής της τόσο περίπλοκης προσωπικότητας. Επιπλέον, τα πρωτόλεια φιλμάκια, που σκηνοθετούσε ο νεαρός Goupil με τους άλλους δύο Ντάλτον και μας προσφέρονται ως δείγματα πρώτης επαφής με το ατελιέ του, φαντάζουν το λιγότερο πρωτοποριακά και σίγουρα αν είχαν τραβηχτεί 10 χρόνια πίσω από την εποχή τους, θα μιλάγαμε για τα αφροδισιακά που προκάλεσαν την έξαψη και τη γονιμοποίηση της μήτρας του γαλλικού κινηματογράφου, οδηγώντας στη γέννηση της Nouvelle Vague.
Αυτή η ταινία θα μπορούσε, αν δεν ήταν σχετικά άσημη, να παραλληλιστεί με το πρώτο μέρος του 1900 του Bertollucci. Για σκεφτείτε: άνοδος ενός ανεπιθύμητου καθεστώτος, 2 παιδιά που γνωρίζονται μέσα σε αυτό και επιθυμούν την ανατροπή του, κοινές περιπέτειες, ενδείξεις παιδικής αφέλειας και επαναστατικότητας αφενός και ωρίμανσης μέσα σε αυτά τα γεγονότα αφετέρου. Σίγουρα, οι διαφορές είναι περισσότερες, μα ο βασικός κορμός ο ίδιος. Και αν το είδος του ντοκιμαντέρ δεν ήταν τόσο δυσπρόσιτο και πολλές φορές αποθαρρυντικό για το μέσο θεατή, τότε ίσως η πλάστιγγα να έγερνε υπέρ του.
Θετικό επιπλέον είναι και το γεγονός ότι παρά το νοσταλγικό κλίμα κανείς δε χαρίζεται ώστε να περιγράψει την περίοδο σαν μια αλυσίδα γεγονότων κατ’ αποκλειστικότητα ρόδινη Αντιθέτως, τα μελανά της σημεία τονίζονται ιδιαίτερα, αποκαθηλώνοντας την εξιδανίκευσή της από όλους τους ανίδεους νοσταλγούς μιας εποχής και καταστάσεων που δεν έζησαν.
Αφήστε λοιπόν τα πάνελ να συζητάνε για το πώς θα έπρεπε να τιμωρηθούν οι βάνδαλοι που καταστρέφουν τα μάρμαρα του Συντάγματος, το κλωνάρι και όχι τη χλωρίδα του πλανήτη δηλαδή, βάλτε τραγούδια του Brel και γυρίστε σε μια εποχή που και άλλοι άνθρωποι πάλευαν για τα ιδανικά τους, μέσα από την ιδιαίτερη αφήγηση ενός εξ’ αυτών. Στα πολύ καλά ενημερωμένα videoclub από τη New Star.
σχόλια