Τόσα χρόνια τον ανέμεναν (οι γονείς) άλλωστε! Επιβαλλόταν, λοιπόν, να τελεστεί στον καθεδρικό ναό, που ήταν όμως περιζήτητος και στους άλλους καθωσπρέπει μελλόνυμφους. Έτσι, όταν ο Αντώνης και ο κουμπάρος του έφτασαν στο γραφείο του ναού και πάτησαν το κουμπί στο μηχάνημα αναμονής γάμων, εκείνο έβγαλε χαρτάκι με αριθμό προτεραιότητας 97 και μέσο χρόνο αναμονής τους 11,5 μήνες. Ευτυχώς που ο νεωκόρος τύχαινε να έχει πάνω του χαρτάκι με το ν. 32, τα παιδιά τον πλήρωσαν κάτι παραπάνω κι εκείνος τους έδωσε το χαρτάκι ν. 21, έφερε κι ο πεθερός κάτι ψιλά παραπάνω για να πάρουν το χαρτάκι ν.16, μάλωσε κι ένας γαμπρός για τα προικιά και έφτασαν στο ν. 15 κι έτσι η αναμονή περιορίστηκε στους δύο μήνες και κάτι, λίγο πριν τη Σαρακοστή.
Οι πλέον ανυπόμονοι για το μυστήριο ήταν οι γονείς της Λητώς. Οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει να χαρούν το δικό τους γάμο λόγω κάποιων τεχνικών προβλημάτων. Το πρώτο προέκυψε με τον ιερέα, οπαδό γνωστής ομάδας, που μετατέθηκε ξαφνικά σε δυσπρόσιτο μέρος «λόγω μέθης και συγχύσεως των δικεφάλων αετών». Το άλλο πρόβλημα ήταν η διαφορά ύψους μεταξύ του ζεύγους. Ο πατέρας της Λητώς ήταν πολύ κοντός, ενώ η μάνα της ήταν αθλήτρια του βόλεϊ. Είδαν κι έπαθαν να βρούνε στέφανα με δύο μέτρα κορδέλα. Το ακόμα χειρότερο ήταν πως στο χορό του Ησαΐα παπάς και νύφη σκόνταφταν διαρκώς πάνω στο γαμπρό και ενίοτε τον έχαναν στη διαδρομή.
Τα απρόοπτα δεν έλειψαν ούτε στο γάμο του Αντώνη και της Λητώς. Καταρχήν μας κοψοχόλιασε ο κουμπάρος, που έφτασε στο σπίτι του γαμπρού τελευταία στιγμή λόγω βλάβης στο αμάξι του. Τρόπο δεν είχε να μας ειδοποιήσει, μιας και τότε τα κινητά τηλέφωνα ήταν σπάνια – ο μόνος στην παρέα που διέθετε ήμουν εγώ, αλλά η συσκευή μου ήταν τόσο βαριά που την κουβαλούσα σε μία βαλίτσα με ροδάκια. Ευτυχώς που ο κουμπάρος είχε την έμπνευση να σταματήσει έναν πακετά από σουβλατζίδικο και να τον χρυσοπλήρωσει για να τον πετάξει με το παπάκι του εγκαίρως στο σπίτι του Αντώνη. Με την έλευσή του, λοιπόν, όλα πλέον ήταν έτοιμα για τον πολυαναμενόμενο γάμο – μοναδικό ίσως ψεγάδι η μυρωδιά που ανέδινε ο κουμπάρος, κάτι σε πίτα γύρο απ' όλα χωρίς μουστάρδα.
Ακολούθησε η μετάβαση στον καθεδρικό ναό και η αναμονή για τη νύφη. Ο στολισμός της εκκλησίας ήταν υπέροχος, αλλά προοριζόταν για τον επόμενο από εμάς γάμο. Σειρά θα έπαιρνε ένας εφοπλιστής, ο οποίος και χρυσοπλήρωσε για να γεμίσει ο ναός με τεράστιες λαμπάδες και ανθοδέσμες. Με το που κατέφτασε, λοιπόν, και η Λητώ στην εκκλησία και μαζί με τον Αντώνη περάσαν το κατώφλι του ναού, ο νεωκόρος έτρεξε καταπάνω τους και τους σταμάτησε. Τους είπε ότι το πάτωμα μόλις ξανασφουγγαρίστηκε λόγω του εφοπλιστή (και των φλας που ανέμεναν από τα κοσμικά ρεπορτάζ) και μοίρασε σε όλους μας πατάκια. Έτσι όπως σερνόμασταν πάνω τους, φέρναμε σε κάτι από γεωργιανά μπαλέτα. Πάλι καλά που είχε στεγνώσει το Ιερό και επέτρεψε ο ιερέας στο ζεύγος και τον κουμπάρο να πατήσουν με τις κάλτσες. Το καλτσόν της νύφης, ωστόσο, γλιστρούσε πολύ, γι' αυτό και στο χορό του Ησαΐα προπορευόταν ο γαμπρός κι εκείνη τσουλούσε από πίσω πιάνοντας το σακάκι του – από μικρή, άλλωστε, ασχολούνταν με το θαλάσσιο σκι.
Το τελετουργικό ολοκληρώθηκε με τις εγκάρδιες ευχές του ιερέα προς τους νεόνυμφους και την αυστηρή προειδοποίηση στους υπόλοιπους να μη διανοηθούν να πετάξουν ρύζια. Αναγκαστήκαμε να το κάνουμε σε παντομίμα. Αφού τελειώσαμε με τις ευχές στο ζεύγος, τις μπομπονιέρες και ένα γρήγορο ξεσκονισματάκι στα στασίδια, σειρά πήρε το γαμήλιο γλέντι σε μία οικογενειακή ταβέρνα έξω από την πόλη.
Εγώ τότε δε διέθετα αμάξι, γιατί δε χωρούσε το κινητό μου. Δέχτηκαν να με πάρουν μαζί τους κάτι μεταλλάδες φίλοι της νύφης που τους άρεσε να ακούνε τις μουσικές τους στη διαπασών. Ευτυχώς που κουβαλούσα πάνω μου τις ωτοασπίδες για τα ροχαλητά του μπαμπά μου κι έγινε κάπως ανεκτή η διαδρομή.
Η οικογενειακή ταβέρνα ονομαζόταν «Τα καβάκια» και ήταν χωμένη κάπου μέσα στη βιομηχανική περιοχή. Ο μόνος που γνώριζε τη διαδρομή ήταν ο κουμπάρος, γι' αυτό και σχηματίσαμε ένα καραβάνι ξωπίσω του με εμένα και τους μεταλλάδες τελευταίους. Στην αρχή το κομβόι μας κινούνταν καλά. Κάποια στιγμή όμως χώθηκε μπροστά μας η πάπια ενός πακετά (με πίτσες αυτός) και χάσαμε το υπόλοιπο καραβάνι. Ο οδηγός μας δε φάνηκε να ανησυχεί και αφέθηκε τραγουδώντας ένα σουξέ των Μέγκαντεθ.
Κάπου στα φανάρια της Λαχαναγοράς εντοπίσαμε μπροστά μας ένα αυτοκίνητο που θα ορκιζόμασταν ότι ανήκε σε κάποιον καλεσμένο του γάμου. Αποφασίσαμε να το ρισκάρουμε και να τον ακολουθήσουμε μουγκρίζοντας ακόμη μια μέταλ επιτυχία των Ντεθ κάτι. Κάποια στιγμή το αμάξι που ακολουθούσαμε μπήκε σε ένα χωριό. Προφανώς θα κόβει δρόμο, σκεφτήκαμε. Εκείνο όμως περιπλανήθηκε σε κάθε πιθανό δρόμο, καλντερίμι, σοκάκι, στη συνέχεια βγήκε από το χωριό, μπήκε στο γειτονικό χωριό και επαναλάβαμε την ίδια περιοδεία. Οι συνταξιδιώτες μου δεν χαμπάριαζαν τίποτε, πωρωμένοι καθώς ήταν με τον Ντεθ σαματά του κασετοφώνου (μιλάμε για άπειρα Ντεθιμπέλ, αν μου επιτρέπεται το λογοπαίγνιο).
Στο τρίτο χωριό ζήτησα ευγενικά από τα παιδιά να χαμηλώσουν τις $#%@# Ντεθ μουσικές τους για να έχουμε επαφή με το έξω περιβάλλον. Άνοιξα το παράθυρο και άκουσα έναν ήχο από τηλεβόα. Προερχόταν από το αμάξι που ακολουθούσαμε και διαφήμιζε την παράσταση «Ο γάμος του Καραγκιόζη», Κυριακή πρωί, στην οικογενειακή ταβέρνα «Τα καβάκια». Πάλι καλά! Το ρίσκο μάς βγήκε σε καλό. Πρώτη φορά μας στέλνει κάποιος στο γάμο του Καραγκιόζη και πετυχαίνουμε διάνα.
Δύο ακόμα Ντεθ επιτυχίες και φτάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας, μία μεγάλη κυβιστική ταβέρνα περιτριγυρισμένη από πανύψηλες λεύκες. Τη στιγμή εκείνη κατέφθανε και το αυτοκίνητο των νεόνυμφων. Τα υπόλοιπα εξελίχθηκαν κατά τα καθιερωμένα:
Τα πεθερικά παραταγμένα στο τραπέζι απέναντί μας σαν κομματική επιτροπή, η επιβλητική είσοδος των νεόνυμφων κάτω από τα τρισευτυχισμένα βλέμματα των πεθερικών, ο υποχρεωτικός χορός του ζεύγους και η αξιολόγηση από τα πεθερικά, ο χορός τους με τα πεθερικά, ο χορός των πεθερικών μεταξύ τους, ο χορός των πεθερικών με τα λοιπά συγγενολόγια, οι χαιρετούρες των ακατάβλητων πεθερικών και των άυπνων νεόνυμφων προς τους υπόλοιπους καλεσμένους και η αποχώρηση ολονών μας αργά το βράδυ.
Τότε εκτυλίχθηκε η πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς: η ζεστή αγκαλιά της νύφης με την πιο επιστήθια φίλη της, αγκαλιά που κράτησε γύρω στο πεντάλεπτο – παραπάνω δε γινόταν, έπρεπε να ξυπνήσουμε τη νύφη, γιατί μας περίμεναν τα γκαρσόνια με τις σφουγγαρίστρες.
σχόλια