Εποχή τρίτου Μνημονίου και το μνημονικό μου ταξιδεύει στον παλιό καλό καιρό, την εποχή της μεγάλης ευμάρειας, όπου όλοι ήταν πλούσιοι, οι πιτσαδόροι χάριζαν τα πουρμπουάρ στους φτωχούς τους πελάτες, οι ναυτεργάτες έπιναν καφέ στον Αστέρα Βουλιαγμένης και οι δάσκαλοι διοργάνωναν emo πάρτυ στη Μύκονο. Εγώ πάλι ήμουν ο μοναδικός άνεργος της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και, λίγο προτού το Μέγαρο Μουσικής διοργανώσει συναυλία προς οικονομική μου ενίσχυση, η Στέλλα με έπεισε να πάω να κάνω τα χαρτιά μου για ένα διαγωνισμό γνωστής τράπεζας.
Τις αποφεύγω γενικά τις τράπεζες για ιδεολογικούς λόγους, αλλά σκέφτηκα να της κάνω το χατίρι· έτσι κι αλλιώς οι ελπίδες μου να επιτύχω και να διοριστώ θα ήταν μικρές. Πήγα σε μια γειτονική τράπεζα για να δηλώσω συμμετοχή. Ένας υπάλληλος γεμάτος ευγένεια μου έδωσε να υπογράψω μια στοίβα από έντυπα. Όταν έφυγα κατάλαβα ότι είχα μπει σε λάθος τράπεζα, γιατί αντί για νούμερο διαγωνιζομένου μου έδωσαν δύο εορτοδάνεια με τόκο 16%, ένα μασαζοδάνειο και τρία κραιπαλοδάνεια για τις μακρές νύχτες του χειμώνα[1].
Δεκάδες χιλιάδες ήταν εκείνοι που είχαν δηλώσει συμμετοχή στον διαγωνισμό. Το επίπεδό τους ήταν πολύ υψηλό. Από τους υποψήφιους καμιά διακοσαριά μόνο ήταν διδάκτορες της Φιλοσοφικής. Όλοι έβαλαν τα δυνατά τους με την ελπίδα να διοριστούν. Σε μία από τις ερωτήσεις του διαγωνισμού «να γράψετε σωστά τη λέξη Μυτιλήνη», ένας γλωσσολόγος υποψήφιος ανέλυσε μέσα σε 28 σελίδες τη λέξη φθογγολογικά, φωνολογικά και υφολογικά, προσπαθώντας παράλληλα να την προφέρει με βουλωμένη μύτη. Στα αγγλικά πάλι δεν είχα πολλές ελπίδες να πρωτεύσω, αφού κόπηκαν ακόμη κι εκείνοι που είχαν proficiency με την υπογραφή της ίδιας της Ελισάβετ. Κάποια παρατράγουδα, τέλος, σημειώθηκαν στο μάθημα της πρακτικής αριθμητικής, ειδικά σε εκείνο το πρόβλημα με το μανάβη που πουλούσε 20 κίλα μούσμουλα με 1 ευρώ το κιλό + 23% ΦΠΑ. Αυτή καθαυτή η άσκηση δεν παρουσίαζε δυσκολίες, ωστόσο κάποιοι φιλόσοφοι υποψήφιοι αμφισβήτησαν ανοιχτά την αντικειμενική ύπαρξη των μούσμουλων, εφόσον δεν αποτελούν παρά φαινόμενα των αισθήσεων μας και εμποδίζουν τη μαρμελάδα να σφίξει.
Εννοείται ότι με έκοψαν πανηγυρικά, αλλά από την όλη ιστορία κατάλαβα δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι άλλη φορά που θα ξαναδώσω εξετάσεις, θα προσέξω ποια ταυτότητα θα πάρω μαζί μου. Αναγκάστηκα να πω στους εξεταστές, όταν τους έδειξα την ταυτότητα της Στέλλας, ότι στη φωτογραφία ήμουν εγώ, 11 χρονών με ντεκαπάζ στα μαλλιά. Το δεύτερο συμπέρασμά μου ήταν ότι τελικά στη χώρα υπάρχει μεγάλη ανεργία και επομένως σε τέτοιες εξετάσεις είναι μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις πολλές διαγωνιζόμενες. Μόλις μπήκα στο εξεταστικό κέντρο, διάλεξα τα θρανία με τις ωραιότερες γυναίκες και κάθισα δίπλα τους, προσποιούμενος ότι έχασα τη θέση μου. Το κόλπο φάνηκε να πιάνει, μέχρι που έκατσα δίπλα στην επιτηρήτρια. Επρόκειτο για μία αυστηρή, πολύ αυστηρή γυναίκα που με επέπληξε έντονα και στη συνέχεια, αφού μάζεψε από κάτω το χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου μου (που, ορκίζομαι, μου έπεσε κατά λάθος), με έδιωξε από την αίθουσα με το γράμμα «Π» (κατά το «Π"παναγιώτου») και με έστειλε στην αίθουσα με το γράμμα «Λ» (κατά το «λιγούρης»).
[1] Αυτά φυσικά προ της κρίσης. Σήμερα όποια τράπεζα καταφέρνει ακόμα να δανείζει, σχηματίζει κυβέρνηση.
σχόλια