Τελευταία φορά που είδα ταινία εκεί, ούτε θυμάμαι πλέον πριν πόσο καιρό, ήταν γιατί είχα εξασφαλίσει πρόσκληση από ραδιοφωνικό διαγωνισμό. Η ερώτηση ήταν πότε έγινε χιτ το «Ice ice baby» κι εγώ απάντησα ότι είχα κουμπάρο τον ηχολήπτη. Το εισιτήριο ήταν ελεύθερης επιλογής και διπλό, γι' αυτό και ζήτησα από τη Στέλλα να με συνοδεύσει. Εκείνη δέχτηκε προτείνοντάς μου το «Πριγκίπισσα για μία μέρα». Έτσι προτίμησα να πάρω για παρέα το Βαγγέλη και να δούμε καμιά βαρβάτη ταινία καταστροφής.
Ήταν χειμώνας, στην καρδιά της κινηματογραφικής σεζόν, και οι επιλογές μας αρκετές: μία ταινία όπου καταστρεφόταν η Νέα Υόρκη, μία το Λος Άντζελες, μία το Σιάτλ και μία που φύσηξε αέρας και έριξε έναν κάδο με σκουπίδια στη Στοκχόλμη. Διαλέξαμε εκείνη με τη Νέα Υόρκη που είχε την εξής υπόθεση: η σύζυγος ενός αξιωματικού της αστυνομίας μπερδεύει το κινητό της με τον ασύρματο του άντρα της, από την μπουτίκ ακούγεται το συνθηματικό «ταγιέρ», εξαπολύεται επίθεση εναντίον των μαφιόζων και το Μπρούκλιν γίνεται λαμπόγυαλο. Μετά επεμβαίνει το ΝΑΤΟ, οι μαφιόζοι σώζουν την αστυνομία από το ΝΑΤΟ, η σύζυγος του αξιωματικού χρεώνει τα ψώνια της στο ΝΑΤΟ, το ΝΑΤΟ καταρρέει οικονομικά και στρέφεται στις κτηματαγορές για να ρεφάρει.
Ένας υπνάκος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου δεν επιφέρει ιδιαίτερες συνέπειες. Όλα κυλούν συνήθως αργά και προλαβαίνεις να ξεκουραστείς και να παρακολουθείς ταυτόχρονα την εξέλιξη της υπόθεσης.
Προφανώς και με πήρε ο ύπνος και δε θυμάμαι πού τέλειωνε το σενάριο της ταινίας και πού άρχιζε το δικό μου. Αντιθέτως, ένας υπνάκος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου δεν επιφέρει ιδιαίτερες συνέπειες. Όλα κυλούν συνήθως αργά και προλαβαίνεις να ξεκουραστείς και να παρακολουθείς ταυτόχρονα την εξέλιξη της υπόθεσης. Το αρνητικό είναι πως οι περισσότερες ταινίες εκεί είναι καινούριες και δεν έχεις ιδέα τι έργο τέχνης μπορεί να σου λάχει. Σ' αυτό το θέμα εμπιστεύομαι απόλυτα το Βαγγέλη που έχει μπλέξει με μια κοπέλα της διανόησης. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, παράτησε το Στοίχημα και άρχισε να βλέπει ασιατικό κινηματογράφο. Ο ίδιος μου πρότεινε κάποια φορά, την περίοδο του κινηματογραφικού φεστιβάλ, να τον συνοδεύσω σε μια κοινωνική ταινία από μια χώρα κοντά στην Ινδία. Ήταν τέλη Οκτωβρίου και ο ήλιος απέναντι έπαιρνε την κατηφοριά του πίσω από τα Πιέρια. Το ίδιο συνέβαινε και στην ταινία, ο ήλιος κατηφόριζε πίσω από τα Ιμαλάια (ή μπροστά από τα Ιμαλάια, μπορεί και πλάγια, δε θυμάμαι ακριβώς, βασικά παντού είχε Ιμαλάια). Το εργάκι ήταν συμπαθητικό. Μια ιστορία γεμάτη από το μόχθο ενός ανθρώπου που ζει σε μια χώρα καθυστερημένη, τόσο καθυστερημένη που μόλις πρόσφατα βίωσε τις συνέπειες της κρίσης του 1929. Μαζί με άλλους συντρόφους του ο πρωταγωνιστής διεκδικεί βασικές ελευθερίες και δικαιώματα – μείωση των καθημερινών ωρών εργασίας στις 16, τρεις αργίες το χρόνο, δικαίωμα στην απεργία την ώρα που κοιμάται ο βασιλιάς κλπ. Στο τέλος ο ήρωας χωρίζει τη γυναίκα του και παντρεύεται τη μάνα της.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα με ένα κενό στο στομάχι. Ίσως έφταιγε το βάθος που απέκτησα από την ενασχόληση με την έβδομη τέχνη. Για να το γεμίσω έφαγα αυγόφετες με ζάχαρη και λίγο αργότερα επισκέφτηκα ξανά τους χώρους του Φεστιβάλ, μπας και τσιμπήσω καμιά πρόσκληση από ένα φίλο που δούλευε ως εθελοντής. Του είχα πασάρει άλλοτε μια ξαδέρφη μου και θεωρούσα πως μου είχε υποχρέωση, παρόλο που του είχε γίνει τελικά αρκετά φορτική. Εκείνος έμπασε τζάμπα εκτός από μένα κι άλλον κόσμο, εκείνους από την κεντρική είσοδο, εμένα από τον αεραγωγό. Την ώρα που μέσα στην αίθουσα ο σκηνοθέτης προλόγιζε το φιλμ, οι θεατές έντρομοι παρακολουθούσαν ψηλά τον αεραγωγό που προσπαθούσε να ξεγεννήσει έναν τζαμπατζή σινεφίλ. Ευτυχώς κάποιοι καλοί άνθρωποι με βοήθησαν να ξεσφηνώσω, πάτησα και πάνω σε κάτι μπερέδες και κασκόλ και κατάφερα να βολευτώ σε μια γωνιά του εξώστη.
Η ταινία ήταν δανέζικη και δεν είχε συγκεκριμένο σενάριο. Ούτε συγκεκριμένα σκηνικά. Ούτε συγκεκριμένους ηθοποιούς. Έτσι όπως ήταν γυρισμένο στο ύπαιθρο θα νόμιζε κανείς ότι διαφήμιζε ποτιστικά αγροτεμάχια. Στο τέλος πάντως εμφανίζεται κάποιος πρωταγωνιστής που απελπίζεται από την κοινωνική υποκρισία και κλείνεται στην εντατική. Η ταινία τελειώνει μέσα σε έναν καταιγισμό από ακτινογραφίες, με το ισχίο του ήρωα να παραπέμπει στο γερμανικό εξπρεσιονισμό του Φριτς Λανγκ και μια κάκωση στο δεξί αστράγαλο σε κίνημα Νταντά. Δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο πολύ η ταινία. Λίγο το χαλαρό σενάριο, λίγο το χαλαρό σκηνικό, λίγο η χαλαρή πρωταγωνίστρια (που εμφανίστηκε λίγο πριν πέσουν οι ακτινογραφίες) με τα σαρκώδη χείλη, τους αγαλμάτινους γοφούς, τα ζαφειρένια μάτια, τις μπούκλες των μαλλιών από έβενο που κατάκλυζαν το χιονάτο της λαιμό σαν κλιμακωτός καταρράκτης ανάμεσα σε οξιές, όλα αυτά και κάποια άλλα πράματα που δε θυμάμαι αυτήν τη στιγμή με ώθησαν στο να δώσω θετική ψήφο στη σχετική ψηφοφορία που διεξαγόταν στην έξοδο της αίθουσας.
Στη συνέχεια έσπευσα μαζί με κάποιους άλλους σινεφίλ σε ένα γειτονικό μπαρ να πιω την μπύρα χορηγό του φεστιβάλ και να κερδίσω άλλη μια πρόσκληση. Αργήσαμε να επιστρέψουμε στην αίθουσα και οι εθελοντές, πολύ ευσυνείδητοι και τυπικοί στη δουλειά τους, δε μας επέτρεψαν να μπούμε λόγω του κανονισμού – η είσοδος επιτρεπόταν μέχρι πέντε λεπτά μετά την έναρξη. Σε λίγο κατέφθασε κι ο Ιταλός σκηνοθέτης με τη βαλίτσα του και τους ζήτησε να τον αφήσουν να μπει. Οι ευσυνείδητοι, ωστόσο, εθελοντές ήταν ανένδοτοι, εφόσον οι εντολές ήταν σαφείς. Μια που ήξερα πλέον τα κατατόπια, έμπασα τον Ιταλό μέσα στην αίθουσα από τον εξαερισμό. Κάποιοι θεατές μας βοήθησαν και πάλι να ξεσφηνώσουμε, πατήσαμε σε κάτι μπερέδες και μούσια και βολευτήκαμε σε μια γωνιά του εξώστη. Η ταινία κύλησε ευχάριστα. Ήταν ένα ιταλικό αστυνομικό θρίλερ με φόντο την ορεινή Καλαβρία και με σκηνές μοναδικές, όπως εκείνη που αλληλοσημαδεύονται δύο μαφιόζοι ντυμένοι αμπιγιέ και με κάτι κατσίκες ολόγυρα.
Μετά την προβολή ήρθε η σειρά των ερωτήσεων προς το σκηνοθέτη. Εκείνος μας είπε δύο λόγια διαβάζοντας ένα φυλλάδιο του φεστιβάλ και μετά μας άρχισε στις ερωτήσεις για την πόλη, τα μπαρ της, τις ταβέρνες, τις φοιτήτριες κλπ. Έκτοτε δεν ξαναφάνηκε. Για τον πραγματικό σκηνοθέτη της ταινίας μάθαμε ότι είχε ταξίδεψει για εδώ με πτήση της Alitalia, αλλά φτάνοντας έχασαν τις βαλίτσες του και τον ίδιο, γεγονός που αργότερα μετουσίωσε στην κατοπινή του τριλογία «Ταξίδι με βαλίτσα», «Ταξίδι πάνω στη βαλίτσα» και «Ταξίδι μέσα στη βαλίτσα», το τελευταίο γυρισμένο εξ ολοκλήρου με φωτάκια ποδηλάτου.
σχόλια