Φοβάμαι ότι στο λεξικό που ακολουθεί δεν χρειάζεται να δώσω ημερομηνία γιατί έχει μια ενοχλητική διαχρονικότητα. Κρατήστε μόνο την θετική διάθεση των προγόνων μας μέσα από την σάτιρα να αντλούν δυνάμεις για να αντιμετωπίζουν ευτυχώς διαχρονικά τις διάφορες κρίσεις.
Άρτος:
Θρεπτική ουσία χρώματος λευκού, ενίοτε δε και μελαχρινού, τακτικώτατα δε χρώματος απροσδιορίστου εις ημέρας σιτοδείας, ότε εκλείπει παντελώς. Παράγεται εκ του σίτου, αλλά δύναται να κατασκευασθή και εκ κρίθης, ρεβινθίων, φασολίων, χαρουπίων, σφοδέλων, καναβάτσας, υάλου, ροκανιδίων, μπετόν αρμέ και αμμοκονίας. Πάντοτε είνε λιποβαρής, κακοψημένος και πανάκριβος. Λέγεται ότι δύναται να φθάση και 15 δραχμάς το καρβέλι (όρα λέξιν, όχι όμως και το καρβέλι, διότι δεν δύνασαι να το δης).
Αλεύρι:
Ουσία άγνωστος εις τον λαόν, λίαν γνωστή εις τους εφοπλιστάς και τους δισεκατομμυριούχους, γενικότερα δε εις τα μέλη της επιτροπής των τροφίμων. Έχει χρώμα λευκόν, συχνότερα δε μαύρον, ίσως διότι εμαύρισαν τα μάτια μας για να το δουν.
Βούτυρον:
(ιδέ λίπος και μαργαρίνη)
Γάλα:
Υδαρά ουσία αφθονούσα εν καιρώ βροχής και ελλειπούσα εν καιρώ ανομβρίας.
Γιαούρτι:
Ξένη ουσία θερίζουσα τον στόμαχον και το πορτοφόλι.
Γλυκίσματα:
(όρα λέξιν γαστρεντερίτης και φεύγα)
Διατίμησις:
Άχρηστος λέξις εις τους πωλητάς.
Έλαιον:
Βγαίνει από τας ελαίας, τελευταίως δε από την μύτη των Ελλήνων.
Ζάχαρη:
Απηρχαιωμένη λέξις μη απαντώσα ουδέποτε εις τους ζαχαροπλάστας.
Ζαχαροπλάστης:
Συγγενής λέξις όχι με την ζάχαρην αλλά με της κατσαρίδες και της μυίγες.
Καρβέλι:
Λέξις προ καιρού εν αχρηστία.
Κολοκυθάκια:
(όρα λέξιν δεκάδραχμον). Κολοκύθια στο πατερό, φράσις συνήθης αλλά όχι και τα κολοκύθια.
Κρέας:
Εξηντλήθη
Κρεοπώλης:
Ο πωλών κρέας προς 32 δραχμάς την οκάν προς ανθρώπους έχοντας εισόδημα 32 λεπτά.
Λάχανα:
Εξηφανίσθησαν.
Μακαρόνια:
Εκ του μακάρ, μακάριος, εκείνος που τα τρώγει σήμερον. Μακαρόνια λέγονται επίσης και αι εγκύκλιοι του υπουργείου του Επισιτισμού, αίτινες όμως δεν τρώγονται.
Μαγειρίτσα:
Μυρίζει ωραία. Θα λιποθυμίσω.
Μαϊντανός:
Δεν υπάρχει.
Μανάβης:
Άνθρωπος αρνούμενος διαρκώς, κρυψίνους και αισχροκερδής.
Μπακλαβάς:
Ωραία εποχή, φυγαδευθείσα ανεπιτρεπτεί.
Νερό:
Ελάχιστον, εξαφανιζόμενον εντελώς όταν ο δήμος προβαίνει εις υδραυλικάς εργασίας.
Οκά:
150 δράμια.
Πατάτα:
Λέγεται ότι παρήχθη εφέτος κατά 480 εκατομμύρια οκάδες αλλά ουδείς είδε ούτε ημίσειαν οκά (ίδε λέξιν).
Πιλάφι:
(ίδε ρύζι, αλλά δεν θα το δης)
Παστίτσιο:
Εψήνετο ποτέ εις τον φούρνον οπότε λέγεται ότι ετρώγετο και με χωρίς κιμά.
Πείνα:
Εν χρήσει καθ' άπασαν την Ελλάδα.
Ρύζι:
(όρα ιδιαίτερα δωμάτια παντοπωλείων και εδωδιμοπωλείων)
Ραβιόλια:
Αχ! Βαχ!
Σίτος:
Όρα σιτοφορτίον αλλά μάτην.
Σανός:
Το τελευταίον καταφύγιόν μας.
Σταφίς:
Προϊόν φυόμενον αφθόνως εν Ελλάδι δι' ο δικαίως πανάκριβον.
Σύκα:
Εσαρώθησαν.
Ταραμάς:
Απαντάται εις τα αδαμαντοπωλεία.
Τρόφιμα:
Εις καμμίαν ελληνικήν οικίαν.
Τυρός:
Αφθονεί μόνον εις τα ψυγεία.
Φαρίνα:
Απήχθη.
Ψωμάς:
Αόρατος.
Χρέη:
Τα μόνα που αφθονούν εν Ελλάδι.
Σας συμβουλεύω να τυπώσετε και να φυλάξετε το λεξικό αυτό. Μπορεί σε λίγο να σας χρειαστεί ...
Αν στεναχωρηθήκατε μπορείτε να καταφύγετε και στην Παλιά Αθήνα.
Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ /
σχόλια