Σας φαντάζομαι ν’ απορείτε.
18 και πρωτάρης; Μάλλον απίθανο έως αδύνατο με τα σημερινά στάνταρτ. Μιλάμε όμως για άλλες εποχές. Είμαστε στις αρχές του 20ου Αιώνα και τα ρολόγια κυλάνε πιο αργά… Αφηγείται ο ίδιος:
«Ήμουνα τότε δεκαχτώ χρονών. Και στ’ αλήθεια όμορφο παλληκάρι. Μπορώ να το πω, γιατί τα κορίτσια στο δρόμο, σαν μ’ έβλεπαν, λέγανε χαμογελώντας: Τι «κούκλος!».
Είχα πετύχει μια καλή θέση σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Οδηγούσα το ασανσέρ. Απ’ το πρωί ως το βράδυ. Το βράδυ προ πάντων, ανεβοκατέβαζα κόσμο κομψό, όμορφες κυρίες. Και τα γενναία πουρμπουάρ έπεφταν βροχή.
Ήμουν πάντα του κουτιού. Φορούσα κομψά παπούτσια, άσπρους γιακάδες και με την μπλε στολή μου, με τα χρυσά γαλόνια, έμοιαζα σαν αξιωματικός του ναυτικού.
***
Πριν δύο μέρες είχα μια καινούργια πελάτισσα: τον αριθμό 170. Κρεβατοκάμαρα και σαλόνι –ένα χιλιάρικο την ημέρα. Μια ψηλή, ξανθιά και ντελικάτη, με ολόχρυσα μαλλιά και μάτια σκούρα, που πετούσαν φλόγες.
Η γούνα της, σαν έβγαινε απ’ το ασανσέρ, άφηνε ένα παράξενο άρωμα, που για λίγα λεπτά μ’ έκανε να νοιώθω μιαν ελαφρά γλυκιά μέθη…
Ήταν πεντάμορφη αυτή η καινούρια πελάτισσα, και σε κάθε ανέβασμα και κατέβασμα, μούβαζε στο χέρι ένα γενναίο πουρμπουάρ.
***
Κάποιο βραδάκι, σαν εφθάσαμε στο πάτωμά της, καθώς της άνοιγα την πόρτα για να βγη, μ’εσταμάτησε και μ’ερώτησε τι ώρα τελείωνα την δουλειά μου.
-Στις δέκα, κυρία.
-Θαυμάσια, μου είπε. Τότε θα μπορέσης να μου κάμης ένα θέλημα.
Μούπε, πως είχε δώσει μια συνταγή στο φαρμακείο του ξενοδοχείου και πως το φάρμακο θα ήταν έτοιμο στις δέκα το βράδυ. Θα πήγαινα να το πάρω και θα της το έφερνα στην κάμαρά της. Έπρεπε να μπω απ’ ευθείας, χωρίς να χτυπήσω. Αν κοιμόταν δεν έπρεπε να την ξυπνούσα, μα να γύριζα λίγο αργότερα και τότε να την ξυπνούσα. Μου έδωσε ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα και μου είπε:
-Θα πληρώσεις το φαρμακοποιό και θα κρατήσεις τα υπόλοιπα.
Σαν έμεινε μόνος, ξεδίπλωσα το χαρτονόμισμα: ήταν χιλιάρικο. Χριστέ μου!
Στις δέκα ακριβώς, ο φαρμακοποιός μου δίνει το φάρμακο για την κυρία του 170. Πληρώνω πενήντα έξη δραχμές και μένουν εννιακόσιες σαράντα τέσσερες σωστές. Κι’ αυτές είνε δικές μου! Κεραμίδα, ε;
Δεν ξέρω γιατί, σκέφθηκα πως θάταν καλύτερο να μη με πάρη μυρωδιά το προσωπικό του ξενοδοχείου. Περίμενα μέχρι τις δεκάμιση και μετά μπήκα στο 170.
Το σαλόνι ήταν αδειανό. Ένα μόνο γλομπάκι το εφώτιζε. Χωρίς να κάνω θόρυβο, μπαίνω στην κρεββατοκάμαρα. Ένα δυνατό άρωμα, σαν το άρωμα της γούνας του ασανσέρ, με πλημμυρίζει. Το αδύνατο φως του σαλονιού φωτίζει την κοιμισμένη πελάτισσα.
Μαντεύετε τι είδα; Το θυμάμαι και ιδρώνω! Ήμουν δα και… παρθένος ακόμα. Τι θελκτικό θέαμα! Ο ύπνος είχε χύσει στο πρόσωπό της μια ασύγκριτη γλύκα! Από το σεντόνι πρόβαλλαν δυο χυτές γάμπες, που η μία ήταν διπλωμένη κ’ έκανε να φαίνεται το στρογγυλό γόνατο, Ύστερα, σαν αντίκρυσα δυο γυμνά στήθη ορθά, με τις σκούρες μυτίτσες τους, κόντεψα… να λιποθυμήσω. Αν εκείνη τη στιγμή ξυπνούσε, τόση ήταν η ταραχή μου, που δεν θάξερα τι να της πω. Επειδή μου είχε παραγγείλει να μην την ξυπνήσω, έφυγα χωρίς θόρυβο…
***
Ήμουν όλος φωτιά. Εκρύφτηκα όσο μπορούσα καλύτερα σε μια γωνιά του διαδρόμου κ’ επερίμενα ως τις εντεκάμιση. Η μια ώρα μου φάνηκε ατελείωτη. Επί τέλους γύρισα πάλι στο 170.
Αυτή τη φορά το νυχτικό της είχε ανεβή απάνω στο στήθος της, αφήνοντας γυμνή την κοιλιά. Η πελάτισσα κοιμώταν ακόμα, μα είχε αλλάξη στάσι. Μπορεί μάλιστα και να είχε ξυπνήση. Το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο μέσα στα σταυρωμένα της τα μπράτσα.
Ήμουν ζαλισμένος, σαν από Αυγουστιάτικο ήλιο. Έβλεπα να λαμποκοπά το δέρμα της, σαν με χρυσές αναλαμπές. Με μιας, λησμονώντας ποιος ήμουν και ποια ήταν, έβαλα το χέρι μου σ’όλην εκείνη τη σάρκα, αγγίζοντάς την μ’ ένα χάδι, στην αρχή σιγανό, απαλό, κ’ ύστερα όλο πάθος. Το χέρι μου, κολλούσε επάνω σ’ εκείνο το φλογισμένο μεταξωτό δέρμα, πούμοιαζε στην αφή σαν ροδοπέταλο.
Ολόκληρο το κορμί της σπαρτάρησε και νόμισα πως θα ξυπνούσε. Μα όχι, μόνον άπλωσε τα πόδια της. Τότε, δεν φοβήθηκα πια μη… θυμώσει.
Την άλλη μέρα δεν βγήκε όπως κάθε πρωί για το τένις, κ’ είδα πως της επήγαν το γεύμα της στο δωμάτιό της. Το βράδυ κατέβηκε στο δείπνο. Σαν μπήκε στο ασανσέρ μου είπε αδιάφορα:
-Μικρέ μου, δεν θα ξεχάσης βέβαια να μου φέρης κι’ απόψε το γιατρικό μου!»
( Δημοσιεύτηκε που αλλού; Στο αμαρτωλό «Φλερτ» το 1903 παρακαλώ.
Αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλα τα νέα παιδιά που δουλεύουν στα τουριστικά θέρετρα του καλοκαιριού.
-Παίδες, βάλτε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποιότητα στη δουλειά σας γιατί αλλιώς χανόμαστε! )
(Για όσους περίμεναν περισσότερα και ίσως πιο καυτά, υπάρχει και ο κόκκινος χάρτης στην Παλιά Αθήνα που αναμένει την επίσκεψή σας.)
σχόλια