Από το thinkfree
Εδώ και ένα μήνα, με αφορμή την αποκάλυψη του Μαρμαρόστρωτου Δρόμου στο Σταθμό Βενιζέλου, όλοι όσοι εμπλεκόμαστε αμέσως ή εμμέσως με τις εργασίες κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης, έχουμε γίνει μάρτυρες ενός θεάτρου του παραλόγου, όπου όλοι οι φορείς της πόλης διαγκωνίζονται για το ποιος αγαπάει περισσότερο ή όχι την πολιτιστική μας κληρονομιά, ποιος «εμποδίζει» την ανάπτυξη και τελικά ποιος θέλει ή δεν θέλει να γίνει το έργο. Συσκέψεις παραγωγικών φορέων, Δήμαρχος και Δημοτικό Συμβούλιο, Γενικός Γραμματέας Δημοσίων έργων, κόμματα, κινήσεις πολιτών, έντυπα, όλοι η πόλη μια παρέα! Παράλληλα, διατυπώνονται προτάσεις οι οποίες τελικά, δεν γνωρίζουμε ούτε το επίπεδο, ούτε το κόστος υλοποίησης τους.
Πουθενά όμως δεν βρίσκουμε σε όλες αυτές τις σκέψεις και τις προτάσεις, έστω μία αναφορά, όχι μόνο για τις συνέπειες αυτών των προτάσεων σε επίπεδο μετώπου εργασίας, των περίπου 400 ατόμων που εμπλέκονται στο αρχαιολογικό τμήμα του Μετρό Θεσσαλονίκης, αλλά κυρίως για τη θέση και την προσφορά που θα μπορούσαν να έχουν όλοι αυτοί, στη διάθεση ανάδειξης και αξιοποίησης των ευρημάτων των ανασκαφών. Την ίδια στιγμή, μας δημιουργούνται προβληματισμοί, έντονοι για την επιλογή του χρόνου διατύπωσης όλων αυτών των ζητημάτων καθώς:
Για αντίστοιχά ευρήματα, όπως η συνέχεια του Μαρμαρόστρωτου Δρόμου στο Σταθμό Αγίας Σοφίας, η παλαιοχριστιανική βασιλική στο Σταθμό Σιντριβάνι, τα εντυπωσιακά κινητά ευρήματα, πχ τα εννέα χρυσά στεφάνια αλλά και τον Προκασσάνδρειο οικισμό που αποκαλύφθηκε στο αμαξοστάσιο της Πυλαίας, ουδείς από τους παραπάνω φορείς ασχολήθηκε ή ενδιαφέρθηκε για την τύχη τους. Ιδιαίτερα δε όταν η σχετική απόφαση του ΚΑΣ, για τον Μαρμαρόστρωτο Δρόμο του Σταθμού Αγίας Σοφίας, απαιτούσε μελέτη ανάδειξης, την οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν την έχει δει.
Ενώ, ήταν γνωστό και βέβαιο πως θα αποκαλυφθεί το συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό εύρημα, καθώς είχε προηγηθεί το αντίστοιχο στο Σταθμό Αγίας Σοφίας, δεν είχε γίνει καμία πρόβλεψή αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς εκ των υστέρων μπήκαν στη διαδικασία να υποβάλλουν σκέψεις και προτάσεις.
Ενώ, το θέμα της διατήρησης ή μη του ευρήματος πήρε αρχικά αναβολή συζήτησης στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ουδείς από όλους όσους μιλούν τώρα για την ανάδειξη, δεν εκμεταλλεύτηκε το χρονικό εκείνο διάστημα, ώστε να διαμορφώσει μία τεκμηριωμένη και πλήρη πρόταση ανάδειξης. Φυσικά, είναι πιο εύκολο να κάνει κανείς ακίνδυνη κριτική εκ των υστέρων, γνωρίζοντας μάλιστα πως τα περιθώρια αλλαγής της είναι ελάχιστα.
Μέχρι στιγμής, ως εργαζόμενοι στο έργο, δεν έχουμε δει να γίνεται καμία κουβέντα για το προσωπικό, την οργάνωση και τη διαχείριση της έρευνας στις επεκτάσεις προς Καλαμαριά και Σταυρούπολη.
Μέχρι στιγμής, δεν έχει γίνει καμία νύξη από όλους όσους μιλούν τώρα, για τη μελέτη και τη δημοσίευση όλου αυτού του τεράστιου όγκου αρχαιολογικής πληροφορίας που έχει ήδη αποκαλυφθεί και το οποίο ταυτόχρονα θα προσέφερε θέσεις εργασίας τόσο σε αρχαιολόγους όσο και σε εργάτες, τεχνίτες, συντηρητές κλπ.
Κανείς δεν αντιλαμβάνεται ή θέλει να αντιληφθεί πως όλη αυτή η κωλυσιεργία, δημιουργεί κενό εργασίας, το οποίο εξυπηρετεί όσους επιθυμούν να επικαλεστούν την έλλειψη αντικειμένου, προκειμένου να απολύσουν όλους όσους εργάζονται στο αρχαιολογικό τμήμα.
Κανείς δε φαίνεται να θέλει να αντιληφθεί τη σημαίνει αυτή η κωλυσιεργία, για την τύχη του ίδιου του έργου.
Την ίδια λοιπόν στιγμή, έχουμε όλοι παγιδευτεί σε ένα ψευτοδίλημμα περί ακύρωσης όλου του έργου, με αφορμή τις πρώτες αυθόρμητες απόψεις περί κατάργησης του Σταθμού Βενιζέλου και η όλη πλέον επιχειρηματολογία έχει φύγει από το επίπεδο της ανάδειξης του μνημείου και έχει καταλήξει σε ιδεοληψίες περί του πόσο αναγκαίο ήταν το Μετρό για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Έτσι όμως δεν πάμε πουθενά, ούτε με τα πόδια. Δεν θα μπορούσα να δεχθώ πως στον 21ο αιώνα δεν υπάρχουν τεχνικές λύσεις για τα πάντα. Όλα είναι θέμα χρημάτων και συγκυρίας. Άλλωστε σαφείς απαντήσεις για το που θα εξευρεθούν οι πόροι για την ανάδειξη του ευρήματος, όπως και της υλοποίησης της καθαρά δημοσιογραφικής ρήσης περί 13 σταθμών – 13 μουσείων δεν έχουμε λάβει μέχρι στιγμής. Επομένως είναι πολύ λογικό, τόσο η επιστημονική κοινότητα, όσο και όλη η πόλη να έχει σαφείς αμφιβολίες. Και κάτι τελευταίο αλλά ουσιαστικό. Γιατί ο χώρος δεν έχει ανοίξει για το κοινό της πόλης, ώστε να αντιληφθεί η κοινωνία τη σημασία του ευρήματος και την ουσία της συζήτησης. Μήπως για να μη γίνει αντιληπτή η αξία του ευρήματος και να επικρατήσει η κινδυνολογία;
σχόλια