Aν θέλει κάποιος/-α να δει την τελευταία έκθεση που οργανώνει η Αίθουσα Τέχνης Ρεβέκκα Καμχή σε επιμέλεια του γνωστού ιταλού θεωρητικού Pier Luigi Tazzi, θα πρέπει να συμβιβαστεί με τις ώρες λειτουργίας των μικροκαταστημάτων, εστιατορίων, μπαρ και καφέ της περιοχής του Μεταξουργείου. Έντεκα καταξιωμένοι καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό -ανάμεσά τους οι Nobuyoshi Araki, Χριστίνα Δημητριάδη, Νan Goldin, Πάνος Κοκκινιάς, Wolfgang Tillmans- παρουσιάζουν τις φωτογραφίες τους διάσπαρτες στην πυκνή ανθρώπινη γεωγραφία της περιοχής, καταλαμβάνοντας έτσι μια πραγματική διαδρομή με ερεθίσματα ζωής και υπαρκτά ρίσκα που επεμβαίνουν ανάμεσα από τα έργα. Και ενώ αυτό ακούγεται κάπως δύσκολο ή κουραστικό, ουσιαστικά αποτελεί ένα σύνολο στιγμών μιας οποιασδήποτε μέρας μας. Αρκεί να θέλουμε να παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας, να κάνουμε ψώνια, να πιούμε καφέ, να περπατήσουμε λιγάκι, να φάμε όταν πεινάσουμε και μετά να πιούμε και ένα ποτό (όλα στην ίδια περιοχή, σε απόσταση μιας απλής βόλτας) για να δούμε την έκθεση!
Στον πρότυπο εκθεσιακό χώρο -τον άσπρο κύβο- η έκθεση θα επεκτεινόταν το πολύ σε δυο (κλασικά) ή ένα μεγάλο δωμάτιο, και η απουσία «οποιασδήποτε άλλης οπτικής ενόχλησης» θα μας έκανε να προσηλωθούμε στα έργα, για να παρατηρήσουμε τις λεπτομέρειές τους και τις σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι τουλάχιστον θα υποστήριζε ένας/μία επιμελητής/-τρια στις αρχές του μοντερνισμού. Το μοντέλο αυτό παρουσίασης τέχνης πράγματι δούλεψε για πολλά χρόνια και βοήθησε τις εικαστικές τέχνες να αυτονομηθούν από κάθε λειτουργία, αλλά για πόσο χρόνο θα μπορούσε όντως να είναι το επικρατέστερο; Σε μια εικονοκρατούμενη εποχή σαν την δική μας, με τα όρια των διαφόρων τεχνών να έχουν καταρριφθεί -όπως και αυτά μεταξύ τέχνης και καθημερινής ζωής-, καμιά φορά η ερμητικά κλειστή θέαση της τέχνης σε αποστειρωμένο περιβάλλον δεν αποτελεί πια τον αποκλειστικό τρόπο. Κάτι που ήταν κάποτε το εναλλακτικό (για πολλά χρόνια μάλιστα), η τέχνη παρουσιασμένη στο δρόμο, τώρα υιοθετήθηκε από την επιμελητική τακτική ακόμη και στις πιο «επίσημες» πολιτιστικές δομές. Ας μην ξεχνάμε ότι η προηγούμενη Μπιενάλε του Βερολίνου αποτέλεσε ουσιαστικά μια έκθεση που παρουσιάστηκε κατά μήκος ενός δρόμου στο κέντρο του Ανατολικού Βερολίνου, σε κτίρια όπως η εκκλησία, ιδιωτικά διαμερίσματα, το παλιό εβραϊκό σχολείο, μια αποθήκη καπνού που είναι πλέον διάσημο κέντρο τέχνης, το ballroom - τελειώνοντας, όπως θα έπρεπε, στο νεκροταφείο.
Ο διαχωρισμός λοιπόν «τέχνη στον άσπρο κύβο ή μέσα στη ζωή» είναι πλέον άτοπος. Όπου αρμόζει καλύτερα, όπου ταιριάζει στους σκοπούς της έκθεσης, όπου (σύμφωνα πάντα με τους σκοπούς της έκθεσης) αναδεικνύονται καλύτερα τα έργα και ενισχύονται από / ενισχύουν τη βασική ιδέα. Οι εκθέσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται πλέον ως συνολικά θεάματα. Κάτω από αυτή την έννοια κακώς αφιερώνω τόσο χώρο σε αυτό το επιχείρημα, αλλά νομίζω πως στον τόπο μας, όπου η εικαστική παιδεία -ιδίως όσον αφορά τις εκθέσεις- δεν είναι τόσο αναπτυγμένη, καλό είναι να αυτό να επισημαίνεται ξανά και ξανά.
Η Αίθουσα Τέχνης Ρεβέκκα Καμχή και ο ιταλός επιμελητής Pier Luigi Tazzi μάς προσκάλεσαν λοιπόν σ' έναν περίπατο στην περιοχή του Μεταξουργείου, για να ανακαλύψουμε την περιοχή (όσοι δεν την ήξεραν) και να έρθουμε σε επαφή με αυτά τα έργα των έντεκα σύγχρονων φωτογράφων αλλά ταυτόχρονα και με τους ιδιοκτήτες των έντεκα χώρων που τα φιλοξενούσαν -κάτι άλλωστε αναπόφευκτο.
Και ήταν ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος περίπατος με την κυριολεκτική έννοια του χώρου, όπου -σε αντίθεση με τον Μεγάλο Περίπατο του ΕΜΣΤ, που σε αυτό το επίπεδο ήταν εντελώς αποτυχημένος- μπορούσες να τον κάνεις άνετα με τα πόδια, χωρίς να πεθάνεις από την κούραση και χωρίς το διάστημα ανάμεσα από τα έργα να είναι τόσο μεγάλο ώστε να ξεχνάς γιατί βρίσκεσαι εκεί. Απεναντίας, η περιοχή είναι τόσο πυκνή που τα συναισθηματικά ερεθίσματα προέκυπταν ισότιμα σε διαφορετικά επίπεδα, καθιστώντας την τέχνη κυριολεκτικά κομμάτι ζωής. Ίσως (σύμφωνα και με τη συζήτησή μας με τον Pier Luigi Tazzi στα εγκαίνια της έκθεσης), χωρίς αυτό να είναι καθόλου υποτιμητικό, τα έργα στην προκειμένη περίπτωση να αποτελούν το μηχανισμό, την αφορμή της ανακάλυψης μιας καινούριας διαδρομής, τόσο κυριολεκτικά (αυτή του Μεταξουργείου) όσο και μεταφορικά (αυτό αφήνεται στην ερμηνεία του κάθε θεατή). Την ίδια ώρα η οργάνωση, που σε τέτοιου τύπου εκδηλώσεις είναι επιτακτικά απαραίτητη, είναι εξίσου άψογη. Δεν υπάρχει μέρος όπου να μην υπάρχει ένας πεντακάθαρα σχεδιασμένος χάρτης της διαδρομής! Και αυτό είναι μια από τις σημαντικότερες λεπτομέρειες, διότι έτσι μόνο μπορείς να δεις τα έργα.
Ανάμεσα από τις κόκκινες βελούδινες καρέκλες ενός τυπικού κινέζικου εστιατορίου, και σε αντιπαράθεση με την τεράστια ξεθωριασμένη φωτογραφία της Νέας Υόρκης στο βάθος, βρίσκεται ξαπλωμένη η οδαλίσκη της Δημητριάδη και μαζί οι «Σημειώσεις» του Καναδού Lewis, μικρές φωτογραφίες με λεπτομέρειες από την πολεοδομική κουλτούρα. Ανάμεσα στα ζεστά ψωμιά, οι γυναίκες του Αraki ημίγυμνες, ερωτικές, αλλόκοσμες. Στο μπακάλικο οι μικρές φωτογραφίες του Tillmans ενσωματώνονται πλήρως στο περιβάλλον, ενώ την ίδια ώρα ο δρόμος του Πάνου Κοκκινιά στο κουρδικό καφέ Άδωνις ίσως δημιουργεί έναυσμα για ιστορίες μετάβασης, για τον εξορκισμό του τέρατος του ατέλειωτου δρόμου μετοίκισης, στους πελάτες που καπνίζουν αραγμένοι τον αργιλέ τους.
Η έκθεση είναι αριστουργηματικά στημένη σε αυτό το ιδιαίτερα δύσκολο αλλά και ελκυστικό περιβάλλον, και δεν ξεχωρίζει για καμία πρωτοτυπία αλλά για την ευαισθησία της παρουσίασης και τις συναισθηματικές διακλαδώσεις που δημιουργεί σε όλα τα επίπεδα. Η περιοχή είναι πραγματικά υποβαθμισμένη (κυρίως λόγω πολυκοσμίας και βρομιάς· αναρωτιέμαι εάν καθαρίζει κανείς ποτέ εκεί), αλλά για τους ίδιους λόγους μπορεί να είναι εξίσου γοητευτική. Η Αίθουσα Τέχνης Ρεβέκκα Καμχή πέτυχε πολύ αποτελεσματικά να κινητοποιήσει κόσμο να χαθεί στα σοκάκια του Μεταξουργείου, αλλά και μαζί να πάρει θέση απέναντι σε κάτι που ίσως να μην τους αφορούσε ώς τώρα.
Κατά τη γνώμη μου λείπει ένα επίπεδο μόνο ανάγνωσης της περιοχής, το οποίο αν υπήρχε ίσως αφαιρούσε κάθε υποψία φολκλορικής ματιάς από την πλευρά της έκθεσης. Στην περιοχή εδώ και καιρό μένουν πολλοί καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν εκεί και τα ατελιέ τους. Μπορεί οι χώροι τους να είναι εντελώς διαφορετικής αισθητικής από το πακιστανικό μπακάλικο, αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε έστω και ένας να χρησιμοποιηθεί για την παρουσίαση ενός από τα έργα, απλώς για να δώσει τον τόνο της πραγματικής πραγματικότητας. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και σε έναν από τους οίκους ανοχής, που κυριαρχούν στην περιοχή, εάν αυτό ήταν εφικτό.
PS. Σε σχέση με τη σύλληψη του υπευθύνου, που έγινε κατά τη διάρκεια της έκθεσης Αrt Athina την περασμένη εβδομάδα για προσβολή της δημοσίας αιδούς, επειδή ένα έργο παρουσίαζε σκηνή αυνανισμού υπό από τον ήχο του εθνικού ύμνου: Ντροπή και ξανά Ντροπή. Να πάρουμε τα βουνά. Δεν ξέρω πότε έγινε το έργο -δεν πρόλαβα να το δω-, αλλά δεν είναι καν πρωτότυπο σχόλιο. Στην αμερικανική ανεξάρτητη ταινία Shortbus, η οποία παίχτηκε στην Ελλάδα τον φετινό χειμώνα (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη), υπάρχει μια σκηνή όπου τρεις φίλοι αυνανίζονται τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της Αμερικής, χρησιμοποιώντας ενίοτε ο ένας το πέος του άλλου για μικρόφωνο! Η αμερικανική κυβέρνηση δεν είπε τίποτα! Αλλά ευτυχώς ούτε και το ΛΑΟΣ. Τώρα τι έγινε, πάλι ψήφους ψάχνουμε; Και καλά οποιοσδήποτε καραγκιόζης να καταγγέλλει ό,τι του κατέβει, αλλά ποιος εισαγγελέας αποφασίζει να στείλει την αστυνομία για σύλληψη; Αυτό να κοιτάξουμε, διότι το ΛΑΟΣ είναι γραφικό ανέκδοτο - η δικαιοσύνη όμως όχι. Το επόμενο στάδιο ποιο είναι, λιθοβολισμός με τη βούλα κάποιου εισαγγελέα;
Μ.Φ.