Ο Όσκαρ Ουάιλντ αναφέρει στο Τέχνη και Κριτική (έναν διάλογο ανάμεσα σε έναν λογοτέχνη και έναν κριτικό) ότι οι πραγματικά καλοί καλλιτέχνες δεν μπορούν να δουν τα πράγματα παρά μόνο με έναν τρόπο -τον δικό τους- και γι' αυτό ίσως να μην μπορούν να κρίνουν τους συναδέλφους τους αντικειμενικά. Αλλά, ίσως, και αυτό ακριβώς το γεγονός να είναι η μεγαλύτερη αρετή που δίνει αυτή την ιδιοσυγκρασιακή ποιότητα στις εκθέσεις που επιμελούνται (οι καλλιτέχνες). Μια ματιά που έρχεται από μέσα προς τα έξω, και όχι αντίστροφα, και συνήθως ενισχύει με μοναδικό τρόπο μια συγκεκριμένη σκοπιά για τη ζωή. Αυτή των πολύ βαθιών συναισθημάτων, που δεν χωρά περαιτέρω επεξηγήσεις και δικαιολογίες για τη σύνδεσή τους.
Κάτω από τον αλληγορικό τίτλο «Τρίχες Κατσαρές», που αναφέρεται τόσο σε συγκεκριμένο γεωγραφικό μήκος και πλάτος (χωρίς βέβαια να το επιβάλλει) όσο ίσως και σε ένα «σαρκαστικό» ιδιωματισμό μέσω του οποίου -στη συγκεκριμένη περίπτωση- ίσως και να αυτο-χλευάζεται έξυπνα η σχέση της τέχνης με την πολιτική, ο Νίκος Χαραλαμπίδης στήνει μια έκθεση με έργα που απορρέουν και σχολιάζουν μια σειρά διεθνών εξελίξεων που υπήρξαν καθοριστικές για την παγκόσμοια κατάσταση και την εξέλιξη των χωρών γύρω απο τη Μεσόγειο. Σε αυτή καλεί τους φίλους του (με τη συναισθηματική αλλά και την καλλιτεχνικά συγγενική έννοια) να συμμετέχουν και η επιλογή, όπως καυστικά δηλώνει ο ίδιος, γίνεται με βάση το τριχωτό του κεφαλιού ή του σώματός τους! Αν δει κανείς βέβαια τη λίστα των ανθρώπων που παρουσιάζουν δουλειά τους, ανάμεσα στους οποίους είναι και οι Santiago Serra, Nedko Solakov, William Kentridge, Mounir Fatmi, Pravdoliub Ivanov, Arab Guggenheim Group (Νίκος Χαραλαμπίδης και Αντρέας Αγγελιδάκης, Αγγελος Πλέσσας, Αγγελος Παπαδημητρίου, Γιώργος Καραγιώργος, Κώστας Εμμανουηλίδης, Γιώργος Ταξιαρχόπουλος και Θοδωρής Κωβαίος... για την περίσταση), αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για ένα σύνολο καλλιτεχνών που όχι μόνο προέρχονται απο τα «πεδία δράσης» (χώρες που βασανίστηκαν -ή που βασανίζονται ακόμα και τώρα- από συμπλέγματα πολιτικών διαταραχών, εντονων συγκρούσεων και πολέμων και κοινωνικών ανισοτήτων) αλλά και οι οποίοι με συνέπεια έχουν αρθρώσει πολιτικό λόγο μέσα πάντα απο το εικαστικό λεξιλόγιο και το καλλιτεχνικό τους στίγμα και όχι ανάποδα, όπως έγινε μόδα (εξ ανάγκης) πριν κάτι χρόνια.
Σε αντίθεση με καλλιτέχνες οι οποίοι προκειμένου να ενταχθούν σε μια περίοδο πολιτικής συνειδητοποίησης -που επανήλθε στις αρχές του '90- άφησαν τα «πινέλα» και έπιασαν τα τσιτάτα και τις πολιτικολογίες -χωρίς καν να ξέρουν γιατι μιλούν- για όσο χρειαζόταν, εδώ βλέπουμε μια εντελώς διαφορετική ματιά: Βιώματα και σκέψεις γίνονται μια «φόρμα» (όχι με τη στενή ετυμολογία της λέξης) αφήγησης που ξεκινά απο την καλλιτεχνική αναγκαιότητα για αλλαγή. Η έκθεση αποτελεί, όπως σχολιάζει ο Χαραλαμπίδης, μια «τράπεζα συνομιλιών», και σε αυτή την περίπτωση οι συγκεκριμένες συνομιλίες δεν δανείζονται ούτε λόγια ούτε ψευδοπολιτικούς μανιερισμούς απο άλλα κοινωνικά σύνολα, αλλά με την «ποητική αδεία» της τέχνης φτάνουν στο κόκαλο δημιουργώντας -ενίοτε με χιούμορ ή ρεαλιστικές παραβολές και σίγουρα με προσωπικη ματιά- ένα γεωπολιτικό τοπίο ουσιαστικής και μαζί αφηρημένα αυθαίρετης (σε σχέση με τα συντηρητικά μοντέλα) διαπραγμάτευσης των προβλημάτων της κοινωνίας.
Η γκαλερί του Καπάτου γι' αυτήν την περίοδο λοιπόν έχει μετατραπεί σε μια ζώνη εκτάκτου ανάγκης για, αν μη τι άλλο, περισυλλογή και επαγρύπνηση. Σε αντίθεση με την εμπόλεμη ζώνη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή συγκρουσιακής περιοχής, εδώ δεν χρειάζεται βιασύνη, αλλά το αντίθετο. Καθαρό μυαλό και επαναπροσδιορισμός της υπομονής και του χρόνου θέασης του επισκέπτη. Αν τα τελευταία χρόνια η απερίγραπτη έξαρση της αγοράς της τέχνης μας έκανε να βλέπουμε τα έργα τέχνης ως αγαθά προς άμεση κατανάλωση, μειώνοντας τη σχέση μας μαζί τους τόσο στον χρόνο όσο και στη συναισθηματική και νοητική ποιότητα, η έκθεση αυτή μας ζητά να συγκεντρωθούμε εκ νέου, μήπως και νιώσουμε κάτι παραπάνω από την αβάσταχτη ανία, η οποία αυτό τον καιρό μας κυνηγά ως απόηχος της εμπειρίας του «βλέπειν» τέχνη. Ακόμη και αν αυτή η εμπειρία ήταν δευτερολέπτων.
Ανάμεσα σε «πειραγμένα» καταφύγια, πολεμικά αεροδρόμια, ή προτάσεις όπως το πλωτό φυλάκιο στη θάλασσα της Κούβας για το check point Charlie, και άλλες φαντασιακές αλλά και καυστικά καίριες ετεροτοπίες, ο Νίκος Χαραλαμπίδης απεικονίζεται από τον φίλο του και εξαιρετικό καλλιτέχνη Άγγελο Παπαδημητρίου ως πορσελάνινο διακοσμητικό να καβαλάει μια καμήλα και να πλέει πάνω στην εξέδρα του σε μια ελεύθερη θάλασσα. Ελπίζω όχι ως ο «τελευταίος των Μοϊκανών» αλλά ως ένας ακόμα μικρο-μεσσίας ουσιαστικής κατάθεσης, όπως μπορεί να γίνουμε όλοι, καλλιτέχνες και θεατές, μπροστά στα κατάλληλα ερεθίσματα, τώρα που τέλειωσαν και τα λεφτά...
Δεν θα είχε νόημα να περιγράψουμε τα έργα. Η επιβολή μιας υποτιθέμενα «έμπειρης» ερμηνείας σε μια έκθεση όπου η πολιτική σκέψη είναι ανοιχτή προς πολλές πλευρές θα ήταν λάθος. Απλά κάντε μια παύση -πραγματική- και με κράνος, όπως το εννοείτε, αφιερώστε στις «Τρίχες Κατσαρές» τον χρόνο που θέλουν.