Η καρδιά του είναι άρρωστη. Συνεχώς αναστενάζει. Την ψυχή του βαραίνει μια νωθρότητα.
Πριν από πέντε χρόνια παντρεύτηκε την Άννα Πετρόβνα από αγάπη. Εκείνη συνεχίζει να τον αγαπάει, αυτός όμως όχι. Κι ενώ θα έπρεπε να μένει μαζί της τα βράδια τώρα που είναι άρρωστη και χρειάζεται τη φροντίδα του, ο Ιβάνοφ φεύγει τρέχοντας και πηγαίνει σε άλλα σπίτια, στων Λιέμπεντεφ, επειδή δεν αντέχει.
Ο γιατρός Λβοβ βρίσκει τη συμπεριφορά του εγκληματική. Θεωρεί πως με την αδιαφορία και την αναισθησία του σκοτώνει τη γυναίκα του.
Ενδεχομένως να είναι ένοχος. Ο ίδιος ο Ιβάνοφ το παραδέχεται διαρκώς.
Η σύζυγός του λέει πως είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Δεν έχουν, όμως, όλοι την ίδια γνώμη. Η νεαρή χήρα Μπαμπάκινα υποστηρίζει πως ο Ιβάνοφ παντρεύτηκε από συμφέρον, για να βάλει στο χέρι την προίκα της Άννας Πετρόβνα. Η γριά Ναζάροβνα λέει πως κλειδώνει τη γυναίκα του στο υπόγειο και την ταΐζει με το ζόρι σκόρδο.
Αινιγματικός και δυσπρόσιτος, ο Ιβάνοφ δεν προσφέρεται για βιαστικές αποκρυπτογραφήσεις. Παρόλο που σε αυτό το πρώιμο σχετικά έργο του ο Τσέχοφ στέκεται ακόμη επιρρεπής στις συμβάσεις του παλιού θεάτρου, ο συγγραφέας έχει ήδη την ευαισθησία να αποφύγει τις πάσης φύσεως απλουστεύσεις.
Με πόση επιπολαιότητα βγάζουμε συμπεράσματα για τις ζωές των άλλων... Η έλλειψη χρημάτων, η αιώνια φαγωμάρα, τα κουτσομπολιά, οι περιττές συζητήσεις. Ένας από τους καλεσμένους των Λιέμπεντεφ –σήμερα είναι τα γενέθλια της κόρης τους– θεωρεί πως ο Ιβάνοφ είναι τυχοδιώκτης και αναφέρει ως απόδειξη ένα περιστατικό απ' τα παλιά.
Πόσα λάθη, πόσες αδικίες, πόσες ανοησίες... Είναι ο Ιβάνοφ ένας απαίσιος Ταρτούφος; Ένας απατεώνας ανωτέρας κλάσεως; «Σε όλη την περιοχή, αδερφέ μου, κυκλοφορούν τόσα κουτσομπολιά για σένα, που όπου να 'ναι θα 'ρθει να σε επισκεφτεί ο εισαγγελέας» τον προειδοποιεί με πατρικό ενδιαφέρον ο γηραιός Λιέμπεντεφ.
Ο Ιβάνοφ βλέπει το κτήμα του να μαραζώνει, τη γυναίκα του να λιώνει, αλλά δεν κάνει τίποτα. Από πού προέρχεται αυτή η αδράνεια; Δεν καταλαβαίνει...
Κάποτε ήταν φλογερός, υγιής, δυνατός και ακούραστος. Δούλευε, μιλούσε και συγκινούσε τους ανθρώπους. Είχε πίστη κι έμπνευση, πετούσε τα λεφτά του δεξιά κι αριστερά. Τώρα περνά τις μέρες και τις νύχτες του άπραγος. Από πού προέρχεται αυτή η εξάντληση; Για ποιον λόγο έπαψε να αγαπά τη γυναίκα του;
Ένα νέο ειδύλλιο εμφανίζεται ξαφνικά στο προσκήνιο. Ο Ιβάνοφ, όμως, ξέρει πως είναι κι αυτό μάταιο. «Τώρα πλέον μου φαίνεται ανοησία η αγάπη, τα χάδια γλυκανάλατα, μου φαίνεται δίχως νόημα η δουλειά, το τραγούδι και οι φλογεροί λόγοι πρόστυχα και παλιωμένα. Όπου κι αν πάω κουβαλώ την αγωνία, την κρύα πλήξη, τη δυσαρέσκεια, την απέχθεια για τη ζωή... Ξόφλησα οριστικά!»
Αινιγματικός και δυσπρόσιτος, ο Ιβάνοφ δεν προσφέρεται για βιαστικές αποκρυπτογραφήσεις. Παρόλο που σε αυτό το πρώιμο σχετικά έργο του ο Τσέχοφ στέκεται ακόμη επιρρεπής στις συμβάσεις του παλιού θεάτρου (είτε πρόκειται για την αιφνιδιαστική «ανακάλυψη» των παράνομων εραστών, είτε, κυρίως, για την εύκολη δραματουργική λύση της αυτοκτονίας), ο συγγραφέας έχει ήδη την ευαισθησία να αποφύγει τις πάσης φύσεως απλουστεύσεις.
Κανένα στοιχείο ή γεγονός στο παρελθόν του κεντρικού ήρωα δεν μπορεί να εκληφθεί ως «αιτία» της αδιέξοδης κατάστασής του – για ποιον λόγο, δηλαδή, νιώθει έτσι ανήμπορος, αδρανής και ξοφλημένος ένας υγιής άνδρας τριάντα πέντε ετών.
Αντί για εξηγήσεις και ετυμηγορίες, ο Τσέχοφ προσφέρει μια πολυπρισματική θεώρηση της προσωπικότητας του Ιβάνοφ, επιμένοντας πως η κατανόηση των άλλων συνιστά μια πραγματικά πολύπλοκη υπόθεση.
«Όχι, γιατρέ, στον καθένα μας υπάρχουν πάρα πολλοί τροχοί, κοχλίες και δικλίδες, για να μπορούμε να κρίνουμε ο ένας τον άλλον από την πρώτη εντύπωση ή από ένα δύο εξωτερικά γνωρίσματα. Εγώ δεν καταλαβαίνω εσάς κι εσείς δεν καταλαβαίνετε εμένα και οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας» επιμένει ο Ιβάνοφ. Παγιδευμένος στο επίκεντρο αυτής της ασταμάτητης «μάχης ερμηνειών»¹ που αναπτύσσεται γύρω από τον χαρακτήρα του, αυτοκτονεί.
Η Άντζελα Μπρούσκου και η ομάδα της μοιάζουν να τα συνειδητοποιούν όλα αυτά – χαρακτηριστικό είναι το ερώτημα με το οποίο κλείνει η παράσταση, διά στόματος της ίδιας της σκηνοθέτιδος: «Εσείς τι γνώμη έχετε για τον Ιβάνοφ;».
Κι ενώ δεν περιμένει κανείς από μια παράσταση να μας προσφέρει τον Ιβάνοφ στο πιάτο, έτοιμο προς βρώση, η δυσκολία συνίσταται στον τρόπο ή στους τρόπους με τους οποίους θα θέσει το μυστήριο του ήρωα ενώπιόν μας απτό και σπαρταριστό, ενώ ταυτόχρονα θα αναδείξει την αδυναμία των ανθρώπων να διαπεράσουν το τείχος της μοναξιάς που τους χωρίζει.
Το γελοίο και το ανάλαφρο είναι φυσικά ευπρόσδεκτα σε αυτήν τη διαδικασία. Αλλά, πραγματικά, πόσες φορές ακόμη θα δούμε τη ζωή επί σκηνής ως «πάρτι που εξόκειλε»; Πέντε περούκες, οκτώ καρέκλες κι επτά μπαλόνια δεν φέρουν καμία γοητεία, καμία πειστικότητα, παρά καταδικάζουν το εγχείρημα σε τυποποίηση, ειδικά όταν μεταδίδουν την αίσθηση της «πιο βολικής λύσης».
Η αδυναμία εμβάθυνσης χαρακτηρίζει τελικά το εγχείρημα. Τα επιμέρους στοιχεία δεν συγκροτούν ένα όλον με ισχυρό αποτύπωμα. Ακόμη και οι καλές σκηνές –όπως αυτή όπου ο Ιβάνοφ αποκαλύπτει με σκληρότητα στη σύζυγό του ότι πεθαίνει– και οι καλές ερμηνείες μένουν μετέωρες.
Εκρήξεις, εικόνες, η ουρά ενός νυφικού που κάνει «πατινάζ» στο πράσινο πάτωμα, ένας άνδρας που βουτάει σε βουνό από μαξιλάρια για να πνίξει τη θλίψη του, απόπειρες να αρθρωθεί ένα νόημα που αναδύεται ελλιπές και φτάνει έτσι, σκόρπιο και ανοργάνωτο, ως τον θεατή.
Η ερμηνεία του Ανδρέα Κωνσταντίνου ως Ιβάνοφ είναι πράγματι συγκροτημένη και ισορροπημένη. Ο ηθοποιός αποφεύγει τις κραυγές και τις «απελπισίες», αποποιείται τον μανδύα του καταθλιπτικού, κρατάει ένα μέτρο, εσωτερικό και εξωτερικό, σέβεται τον ήρωα που ενσαρκώνει, επιδιώκει να τον ακούσει, να τον αφήσει να εξερευνήσει απροσποίητα το υπαρξιακό άγχος του. Στερούμενη, όμως, ενός πλαισίου μέσα στο οποίο να ενταχθεί έτσι ώστε να νοηματοδοτηθεί πλήρως, η προσπάθεια μένει ανολοκλήρωτη.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη αναδύεται ώριμη και μεστή ως φυματική σύζυγος που αργοσβήνει. Αρνείται να παραστήσει το θύμα, την εύθραυστη και αβοήθητη ετοιμοθάνατη που αξίζει τον οίκτο όλων. Η χλωμή και πτοημένη αισθαντικότητά της επιμένει να διεκδικεί ηρωικά την αγάπη του Ιβάνοφ, ακόμη κι όταν ξέρει πως την έχει χάσει αμετάκλητα.
Απολαυστικός ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ ως άμυαλος κόμης που παραμένει παιδί, ενώ ο Τσιμάρας Τζανάτος, ίσως προσπαθώντας λίγο παραπάνω απ' όσο χρειάζεται, εκπέμπει όλη την αγαπητική διάθεση του καλοκάγαθου κι αδέξιου πατέρα που αγωνιά να βγάλει άκρη απέναντι στο ακατανόητο.
Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, ως διεκδικητική ερωτευμένη Σάσα, διαθέτει όλη την καλή πρόθεση, θα χρειαστεί όμως να δαμάσει την ένταση και τη χροιά της φωνής της.
Κάπου μεταξύ δράματος και παρωδίας, σοβαρού και περιπαικτικού, ο Ιβάνοφ της Άντζελας Μπρούσκου –έξοχη η ίδια ως εκκεντρική τσιγγούνα πλουσία που μετράει την μπουκιά των καλεσμένων της– φτάνει στα μισά της διαδρομής και σταματά εκεί, έχοντας μερικά όμορφα σπαράγματα στις αποσκευές της.
Info
Ιβάνοφ, Άντον Τσέχοφ
Σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά - Κοστούμια: Άντζελα Μπρούσκου
Μουσική: Nalyssa Green
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Βοηθοί σκηνοθέτη: Τίνα Τζάθα, Γιώργος Ανδριώτης
Συμπαραγωγή: Θέατρο Δωματίου και Constantly Productions
Ηθοποιοί: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Αλμπέρτο Εσκενάζυ, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Τσιμάρας Τζανάτος, Κρις Ραντάνοφ, Ιλία Αλγκάερ, Βάλια Παπαχρήστου, Άντζελα Μπρούσκου, Αλέξανδρος Μαράκης, Αντώνης Τσίλλερ
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής
Κυκλάδων 11, Αθήνα, 210 8217877
Έως 21 Απριλίου
Πέμπτη- Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 19:30
Εισιτήριο: 10-15 ευρώ
1. Richard Gilman, Chekhov's plays: An opening into eternity.