Δεν έχει «προοπτική» αυτό το σκηνικό. Δεν υπάρχουν έπιπλα, δεν υπάρχει η συνήθης πολυκοσμία ενός τσεχοφικού έργου. Υπάρχουν μονάχα τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών. Στέκονται, κάθονται ή περπατούν μπροστά από έναν ξύλινο τοίχο με παλιές απλίκες. Κλικ, κλικ, ο επαναλαμβανόμενος ήχος της κάμερας: κάποιος τις φωτογραφίζει.
Βρισκόμαστε στο «πριν» ή στο «μετά»; Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα γεγονότα έχουν συμβεί ήδη ή αν πρόκειται να συμβούν. Οι γυναίκες έχουν γεράσει πρόωρα ή οι τρεις ηθοποιοί (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Αθηνά Μαξίμου) επιδίδονται σε στυλιστικά νάζια με τα μαλλιά τους; Σιγά σιγά κόσμος μαζεύεται, ο διάδρομος μετατρέπεται σε σαλόνι ευυπόληπτου αστικού σπιτιού: το βουητό μιας γιορτής, το πάρε-δώσε μιας επετείου, δεν έχει τόσο σημασία η αφορμή όσο ότι οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, κάνουν δώρα, σερβίρουν τσάι, θυμούνται τα παλιά –α! προπαντός αυτό–, κι αν η ομήγυρη σταθεί τυχερή θα εμφανιστεί κι ένας γοητευτικός αντισυνταγματάρχης που θα πυροδοτήσει αναμνήσεις, θα ξυπνήσει πάθη, θα φέρει μια αύρα αισιοδοξίας, τόσο δυσανάλογα υψηλή, ώστε να μοιάζει σχεδόν ψεύτικη. Μα πώς μπορεί να ελπίζει κανείς ότι η ζωή μετά από διακόσια χρόνια θα είναι απίστευτα όμορφη και λαμπερή σ' αυτόν τον πλανήτη;
Οι τρεις αδελφές είναι μέσα κι έξω από την αυταπάτη τους ταυτόχρονα. Από τη μια νιώθουν ότι σπαταλήθηκαν, ότι η ζωή τους πήγε χαμένη, ότι δεν θα πάνε στη Μόσχα. Δεν εγκαταλείπουν όμως: οι σπαρακτικοί μονόλογοι των τριών ηθοποιών στο κλείσιμο της παράστασης το καθιστούν ξεκάθαρο. Θα συνεχίσουν να επιθυμούν μέχρι τελικής πτώσης.
Έναν αιώνα μετά, μάλλον έχουμε πάψει να τρέφουμε τέτοιες ελπίδες. Ο ήρωας όμως, αυτός ο άνδρας με τη στολή που τον λένε Βερσίνιν (Αιμίλιος Χειλάκης), επιμένει. Και επειδή επιμένει και επειδή η μουσική τον πιστεύει και τον τυλίγει, το κλίμα αλλάζει και η σκηνή γεμίζει γέλια, και η μεσαία αδελφή χαίρεται, και, ναι, μπορούμε να πούμε πως ήταν μια ωραία βραδιά τελικά! Έσπασε για λίγο η μονοτονία της επαρχιακής ζωής... Από τη μια το πλήθος και ο θόρυβος των ανθρώπων, από την άλλη η απέραντη μοναξιά. Κουρασμένοι κουρνιάζουμε σαν πουλιά στις εσοχές του τοίχου. Η ζωή μας γεμίζει έπιπλα και λίγο-λίγο δεν μπορούμε να κινηθούμε. Ο χρόνος είναι ενιαίος: ταυτόχρονα συνυπάρχουν μέσα μας όσα συνέβησαν, όσα συμβαίνουν και όσα θα συμβούν. Ο σκηνοθέτης αντιστέκεται σθεναρά στη γραμμικότητα του χρόνου. Υποβαθμίζει εσκεμμένα όλα τα «μεγάλα» επεισόδια (τον έρωτα της Μάσας, τον θάνατο του Τούζενμπαχ κ.ά.) που δημιουργούν συνήθως την ψευδαίσθηση των «ορόσημων», των γεγονότων-σταθμών που τέμνουν και κορυφώνουν τη δράση. Όχι, το νόημα βρίσκεται πέρα από το γεγονός, πέρα από το ορατό. Οι Τρεις Αδελφές του Καραντζά είναι γερασμένες από το πρώτο λεπτό. Τίποτα κραυγαλέο και μεγαλόφωνο δεν έρχεται να το αλλάξει αυτό.
Οι περισσότεροι σκηνοθέτες (και ηθοποιοί) πλάθουν επί σκηνής «κανονικές» ηρωίδες. Προσπαθούν να μας δείξουν την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς, τον χαρακτήρα που είναι συνυφασμένος με την ηλικία, το επάγγελμα ή την προσωπική της ζωή. Ο Καραντζάς όμως δεν ενδιαφέρεται για τα «ατομικά», τα εξωτερικά γνωρίσματά τους. Εστιάζει στο παλλόμενο είναι τους.
Βλέπει τις τρεις αδελφές να αντιστέκονται. Όχι ότι οι τσεχοφικές ηρωίδες δεν είναι, και στη δική του ανάγνωση, αιχμάλωτες της μνήμης και της φθοράς, ευάλωτες στις καταστρεπτικές συνέπειες της επανάληψης και της συνήθειας που σκοτώνει κάθε élan vital. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει κάτι μέσα τους που παραμένει άσβηστο: το επιθυμητικό εγώ. Αυτό το εγώ που είναι δυνάμει: ασταθές, ανοιχτό, μεταβαλλόμενο. Που αρνείται να παγιωθεί σε μια αμετάβλητη μορφή και να πεθάνει. Που αναζητά διαρκώς την ελευθερία, την αγάπη, τη δημιουργία, την εξέλιξη. Κάποια στιγμή η Αθηνά Μαξίμου στέκεται με τα μάτια καρφωμένα σε ένα μακρινό σημείο, αποκομμένη απ' όσα συμβαίνουν γύρω της, σαν να βλέπει όραμα. Αποσβολωμένη, εμπύρετη, με μάγουλα σκαμμένα, δεν σταματά να επαναλαμβάνει: «Στη Μόσχα, στη Μόσχα, στη Μόσχα». Ένα ανθρώπινο ερείπιο που φλέγεται. Και ταυτόχρονα, όπως ονειρευόταν ο Αρτό, «στέλνει σινιάλα μέσα από τις φλόγες».
Οι τρεις αδελφές είναι μέσα κι έξω από την αυταπάτη τους ταυτόχρονα. Από τη μια νιώθουν ότι σπαταλήθηκαν, ότι η ζωή τους πήγε χαμένη, ότι δεν θα πάνε στη Μόσχα. Δεν εγκαταλείπουν όμως: οι σπαρακτικοί μονόλογοι των τριών ηθοποιών στο κλείσιμο της παράστασης το καθιστούν ξεκάθαρο. Θα συνεχίσουν να επιθυμούν μέχρι τελικής πτώσης. Όσο κι αν δέχονται χτυπήματα, όσο κι αν συμβιβάζονται με μια άχαρη δουλειά ή έναν μικρόνοο σύζυγο, πάντοτε θα υπάρχουν «τα αποδημητικά πουλιά που ξεκινούν κάθε άνοιξη, εδώ και χιλιάδες χρόνια, χωρίς να ξέρουν γιατί φεύγουν...».
Ανιχνεύουν το παρελθόν και αναζητούν διαφυγή στο μέλλον. Οι τοίχοι παραμερίζουν ξαφνικά και ω, τι αποκάλυψη! Όλα έχουν γίνει λευκά και ο ουρανός γαλάζιος! Οι τρεις αδελφές γδύνονται και φορούν τα παιδικά τους φορέματα. Στροβιλίζονται και χορεύουν γελώντας στην αυλή του σπιτιού τους, ενώ οι νιφάδες πέφτουν στο πρόσωπό τους. Ξαφνικά, ο χρόνος έχει συμπτυχθεί απόλυτα. Όλοι οι εαυτοί ενώνονται σε έναν: ο παλιός, ο τωρινός και ο μελλοντικός συναντιούνται μια μέρα που χιονίζει κι όλα μοιάζουν διαφορετικά.
Είναι σπουδαίο το επίτευγμα του Καραντζά, δηλαδή το πώς καταφέρνει να τοποθετήσει το ανθρώπινο στο σημείο τομής των τριών διαστάσεων του χρόνου. Το μέλλον υπάρχει ήδη στο παρελθόν. Επιστρέφουμε σε κάτι που θα συμβεί. Και αυτοί οι ατέρμονοι κύκλοι του Εγώ διαγράφονται με ανατριχιαστική και συγχρόνως συγκινητική διαύγεια στη διάρκεια της παράστασης. Να τονίσω εδώ την απόλυτη εναρμόνιση του σκηνοθετικού οράματος με εκείνα των υπόλοιπων συντελεστών. Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, η σκηνογραφία της Μαρίας Πανουργιά και ο φωτισμός του Αλέκου Αναστασίου ενώνονται για να προσδώσουν πρωτοφανή ισχύ και πειθώ στο σύμπαν του Τσέχοφ και του Καραντζά. Η μουσική είναι σαν να λέει όσα οι ήρωες δεν μπορούν, εκφράζει διακριτικά την εμμονή τους, το πέταγμά τους, τη λαχτάρα τους. Πλάθει μια δική της, παράλληλη και ζωτική δραματουργία που ενισχύει τη συναισθηματική μας εμπλοκή. Η σκηνογραφία, επίσης, αφηγείται την ιστορία των Τριών Αδελφών χωρίς λόγια, μόνο με εικόνες. Συνθέτει μια οπτική αλληγορία για τη σχέση τους με τον χρόνο, για την ασφυξία των αντικειμένων, για τα φυτά που ξεραίνονται και τα λουλούδια που ανθίζουν, για τις εσοχές στον τοίχο όπου θέλουμε να χωθούμε, αλλά και για το «μεγάλο γαλάζιο» μέσα μας που μένει πάντοτε ενεργό, ένα κάλεσμα στο μέλλον.
Οι ερμηνείες δεν αποδεικνύονται όλες εξίσου εύστοχες και θα έπρεπε ίσως μερικές από αυτές να ακονιστούν περισσότερο. Αμήχανη είναι π.χ. η παρουσία της Ανφίσας (Υβόννη Μαλτέζου), ενώ ο Δημήτρης Πιατάς, ως γιατρός, θα μπορούσε να δουλέψει περισσότερο την τοποθέτηση της φωνής του. Όσο για τον λευκοντυμένο βωβό «άγγελο», αυτός δεν καταφέρνει να πείσει για την αναγκαιότητά του.
Εξαιρετική η Αθηνά Μαξίμου ως Ιρίνα, ενώ οι δύο άλλες ηθοποιοί, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Όλγα) και η Μαρία Κεχαγιόγλου (Μάσα), μοιάζουν περισσότερο οικείες σ' εμάς, με το δράμα τους να διαγράφεται πιο αναγνωρίσιμο. Μας κατακτούν συναισθηματικά μονάχα στο τέλος. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ενώ διατηρεί την ειρωνεία που αναπόφευκτα κατοικεί σε έναν μονόλογο εξιδανίκευσης της μελλοντικής ζωής στον πλανήτη, ταυτόχρονα αποδίδει και τη γνησιότητα του συναισθήματος, τον ρομαντισμό και την ειλικρίνεια του ήρωα. Η Σύρμω Κεκέ είναι αφοπλιστική και απολαυστική ως Νατάλια, η κωμική ανάσα που τόσο χρειάζεται.
Ανεξαρτήτως των όποιων αστοχιών, η δύναμη της ανάγνωσης του Δημήτρη Καραντζά παραμένει αμείωτη. Έχουμε να κάνουμε με μια πολύ σημαντική παράσταση, που συλλαμβάνει και αποτυπώνει με πάθος, λυρισμό και ποιητικότητα τη σχέση ανθρώπου και χρόνου στην πιο καθαρή της μορφή. Η ιστορία, τα συγκεκριμένα γεγονότα, δεν έχουν τόση σημασία εδώ. Σημασία έχει η ένταση της επιθυμίας. Σημασία έχει ότι για πρώτη φορά εισπράττουμε τόσο άμεσα, τόσο καθολικά, τόσο συμπυκνωμένα τη διττή αίσθηση της πικρής ματαίωσης και της άσβηστης λαχτάρας που εκπορεύεται από τον ψυχισμό των τριών ηρωίδων. Κι αυτή η αίσθηση θα μας στοιχειώνει και θα μας συναρπάζει για πολύ καιρό ακόμα...