Όσο κι αν έχει περιγραφεί ως νατουραλιστικό δράμα, ο Πατέρας του Στρίντμπεργκ δεν εντάσσεται άνετα σε μια κατηγορία. Είναι ένα κείμενο τόσο παραληρηματικό, τόσο πυρετώδες, τόσο εμμονικό. Σπάει αυτομάτως τα δεσμά του, σαν τρομαγμένο ζώο που εκτινάσσεται από τα βάθη του ασυνειδήτου, ορμάει για να δαγκώσει, γρυλίζει πληγωμένο και χάνεται κραυγάζοντας στο σκοτάδι.
Ένας άνδρας στο έλεος μιας γυναίκας, της συζύγου του. Ένας άνδρας ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε αυτή την ανεξιχνίαστη δύναμη που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.
Ο μισογυνισμός του Στρίντμπεργκ είναι ίσως το πιο διαβόητο χαρακτηριστικό του στην ποπ κουλτούρα. Στον Πατέρα εύκολα μπορεί να επιβεβαιώσει κανείς την εντύπωση αυτή. Η κεντρική ηρωίδα, η Λάουρα, σύζυγος του Ίλαρχου (του Πατέρα), παρουσιάζεται ως αδίστακτη, αδυσώπητη φιγούρα, μια δαιμονική και δόλια μορφή που μηχανεύεται πάσης φύσεως τεχνάσματα προκειμένου να οδηγήσει τον άνδρα της στην παράνοια και να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της επάνω στο παιδί τους.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Στρίντμπεργκ είναι ότι ανάγει τον πόλεμο των φύλων σε μια πνευματική και ψυχική σύρραξη κολοσσιαίων διαστάσεων. Ο άνδρας μάχεται τη γυναίκα, ναι. Αλλά αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. Ταυτόχρονα, μάχεται τον φόβο του θανάτου, ενός υπαρξιακού κενού που απειλεί να τον καταπιεί.
Η ηρωίδα ενσαρκώνει εδώ το παράλογο, το ανεξέλεγκτο, το χάος. Ο άνδρας μπροστά της συρρικνώνεται σταδιακά σε νήπιο: «Δεν βλέπεις πως είμαι ανήμπορος σαν μωρό; Δεν μ' ακούς που σε παρακαλάω, όπως το παιδί τη μάνα του; Σε ικετεύω εγώ, ένας άνδρας, ένας στρατιωτικός [...] Το μόνο που σου ζητάω είναι να με λυπηθείς, όπως θα λυπόσουν έναν άρρωστο» λέει ο Ίλαρχος στη σύζυγό του.
Ως γνωστόν, ο Στρίντμπεργκ, υποφέροντας από πρώιμη στέρηση –αληθινή ή φανταστική– της μητρικής αγάπης, πέρασε την ενήλικη ζωή του αναζητώντας μητρικό υποκατάστατο και θεωρούσε τη μητρότητα και την οικιακή φροντίδα το ιδανικό της θηλυκής ύπαρξης. Ο μισογυνισμός του δεν απορρίπτει τη γυναίκα ως οντότητα αλλά περισσότερο εκφράζει τον φόβο του απέναντι σε κάποιες «ανυπότακτες» πτυχές της.
Η Λάουρα διαθέτει διττή υπόσταση: μάνα και σύζυγος ταυτόχρονα. «Η μάνα ήταν φίλη σου, βλέπεις, αλλά η γυναίκα ήταν εχθρός σου». Η πρώτη τον έθρεψε, η δεύτερη τον κατέστρεψε. Οι δύο πλευρές συνυπάρχουν, εκλύοντας τα πλέον αμφιλεγόμενα συναισθήματα εκ μέρους του άνδρα-θύματος και εντείνοντας ακόμα περισσότερο τη σύγχυση και το μαρτύριό του.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Στρίντμπεργκ, όμως, είναι ότι ανάγει τον πόλεμο των φύλων σε μια πνευματική και ψυχική σύρραξη κολοσσιαίων διαστάσεων. Ο άνδρας μάχεται τη γυναίκα, ναι. Αλλά αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. Ταυτόχρονα, μάχεται τον φόβο του θανάτου, ενός υπαρξιακού κενού που απειλεί να τον καταπιεί. Σε έναν κόσμο στερημένο από νόημα, αναζητά μια βεβαιότητα: ότι είναι ο πατέρας του παιδιού του. Αν μη τι άλλο, αυτό. Αν έχει χάσει την πίστη του στον Θεό και στη μετά θάνατον ζωή, τότε η μόνη αθανασία που του αναλογεί είναι η πεποίθηση ότι θα αφήσει ένα κομμάτι του επάνω στη γη, έναν συνεχιστή του. Κι όταν η τελευταία αυτή βεβαιότητα δολοφονείται, τότε εκείνος δεν έχει πλέον πουθενά να στραφεί, τίποτα να περιμένει. Είναι χαμένος, είναι νεκρός.
Επιδιώκοντας να βρει τη «φόρμα με την οποία θα περάσει το έργο στον σύγχρονο θεατή», όπως δηλώνει ο ίδιος, ο Βασίλης Μπισμπίκης διασκεύασε ριζικά το πρωτότυπο κείμενο, κατορθώνοντας έναν άθλο: να το κάνει «δικό του» και «δικό μας», μένοντας ταυτόχρονα πιστός στο πνεύμα του συγγραφέα. Ας μου επιτραπεί να το επαναλάβω αυτό: είναι εξαιρετικά δύσκολο και σπάνιο να ξαναγράψεις ένα κορυφαίο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας με όρους σημερινούς, αποδεικνύοντας εκ νέου τη διαχρονικότητα, την αλήθεια, την ανυπέρβλητη ισχύ του. Και μάλιστα να το κάνεις με τόσο δυναμισμό, τόση ζωντάνια αλλά και τόσο χιούμορ, μέσα από μια συλλογική διαδικασία, με τη συνεργασία των ηθοποιών, σε κλίμα εξόχως ομαδικό. Να αλλάξεις εντελώς τα εξωτερικά γνωρίσματά του, αλλά να κρατήσεις την ουσία των προσώπων, των σχέσεων, των συγκρούσεων, των αδιεξόδων που συνθλίβουν το άτομο, τότε και τώρα, παντού και πάντοτε.
Στην παράσταση, το σπίτι μιας μικροαστικής ελληνικής οικογένειας που έχει πληγεί θανάσιμα από την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών περιθάλπει μια κόλαση εξίσου ζοφερή με εκείνη του Ίλαρχου και του δικού του σπιτιού στη Σουηδία του 1886. Ο Πατέρας δεν είναι πλέον αξιωματικός του στρατού αλλά αυτοδημιούργητος μικροεπιχειρηματίας με δύο μαγαζιά, στον Πειραιά και στο Περιστέρι, ο οποίος αναζητά απεγνωσμένα λύση για να ξαναπιάσει «την καλή». Η γυναίκα του, μια χαρακτηριστική Ελληνίδα που παράτησε την καριέρα της για να αφοσιωθεί στην οικογένεια και στην ανατροφή της κόρης τους. Η τελευταία είναι κι αυτή με τη σειρά της μια κλασική επαναστατημένη έφηβη που αναζητά την ταυτότητά της σε πείσμα των γονεϊκών προσδοκιών και πιέσεων.
Πατέρας και μητέρα βλέπουν τη νεαρή κόρη τους ως προέκτασή τους. Και οι δύο επιθυμούν να τη μετατρέψουν σε βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού τους, μετατρέποντας έτσι την ψυχή της σε πεδίο ολέθριων αντιπαραθέσεων.
Αυταπάτες και ψέματα που ενδύονται τον μανδύα της αυτοθυσίας. Πίκρα, απροσμέτρητη πίκρα για όλες τις ματαιώσεις της ζωής. Ο έρωτας που τέθηκε σε λάθος βάση και μούχλιασε, αναδίδοντας βρόμα φρικτή. Ο απολογισμός μιας ζωής που γίνεται όταν είναι πλέον πολύ αργά και η ελπίδα έχει χαθεί. Η αδυναμία αντιμετώπισης της αλήθειας από εμάς τους ανθρώπους, που επιλέγουμε πάντοτε την εύκολη λύση, την άρνηση, τις δικαιολογίες, τις φαντασιώσεις. Η ανικανότητα επικοινωνίας ακόμη και ανάμεσα στα πιο αγαπημένα πρόσωπα.
Είναι μεγάλη η οδύνη που εκλύεται από τη σκηνή και από τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών. Παράλληλα, όμως –κι αυτό συγκαταλέγεται στα επιτεύγματα της παράστασης–, το αστείρευτο χιούμορ που εκπηγάζει από τον διάλογο είναι λυτρωτικό. Η αθυροστομία των ηρώων αποκτά νόημα ακριβώς επειδή εξυπηρετεί άψογα αυτόν τον διπλό σκοπό: όχι μόνο την ανάγκη της αληθοφάνειας (το λεξιλόγιο που αρμόζει ενδεχομένως στην κοινωνική-μορφωτική κατάστασή τους) αλλά και τη δική μας ανάγκη να διασχίσουμε το ναρκοπέδιο κάνοντας «στάσεις», παίρνοντας ανάσες και αφομοιώνοντας πλήρως ό,τι καλό και ό,τι κακό φέρουν μέσα τους. Επειδή προφανώς κανένας τους δεν είναι μονοδιάστατος αλλά όλοι κρύβουν έναν πλούτο αντιφατικών στοιχείων, γοητείας, τρυφερότητας, αγάπης, αλλά και εκκωφαντικής εγωπάθειας, μας δίνεται η δυνατότητα να τους συμπονέσουμε ακόμη περισσότερο τη στιγμή του ολέθρου τους.
Ακόμα κι αν δεν ταυτιζόμαστε με τα εξωτερικά γνωρίσματα των ηρώων, βρίσκουμε στην αγωνία τους κάτι από τον εαυτό μας. Απ' όπου κι αν προερχόμαστε, όπως κι αν μιλάμε, αν είμαστε ειλικρινείς, θα συνδεθούμε μαζί τους. Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή το κείμενο της παράστασης είναι ουσιαστικό, πυκνό, ζουμερό, καίριο, βαθύ και απολαυστικό, αλλά και επειδή η αλήθεια που φέρουν τα πρόσωπα αποδεικνύεται πράγματι διαχρονική, διαταξική, διαγλωσσική. Η παθογένεια της ελληνικής οικογένειας υπερβαίνει τις τάξεις, απλώς έρχεται στην επιφάνεια πιο κραυγαλέα εκεί όπου εκλείπει το χρήμα.
Σπαρακτική η Μαρίνα Ασλάνογλου στον ρόλο της συζύγου που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αναιρέσει τον ακυρωμένο εαυτό της, σαρώνοντας τους πάντες και πληρώνοντας το πιο ακριβό τίμημα. Συγκινητικός στην απόγνωσή του ο Τάσος Ιορδανίδης ως πατέρας που αδυνατεί να τα βγάλει πέρα, να νικήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Η ήττα του είναι προδιαγεγραμμένη, αλλά αυτός πορεύεται αιμορραγώντας μέχρι τελικής πτώσης. Εντυπωσιακά ευθύβολος και άμεσος ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως αντίποδας του πατέρα, ευθυνόφοβος και λάγνος Ελληναράς από τη μια, πιστός συνοδοιπόρος στα δύσκολα από την άλλη.
Η Νικολέττα Χαρατζόγλου εκπέμπει όλη την αγαρμποσύνη και το πάθος της εφηβείας, του παιδιού που αγαπάει τους γονείς του, αλλά πασχίζει ταυτόχρονα να βρει τη δική του φωνή, κραδαίνοντας το κλαρίνο της με όλο τον παρορμητισμό και την αθωότητα που αρμόζουν στην ηλικία της. Τέλος, η γριά μάνα (Γιάννα Σταυράκη) λειτουργεί ως υπόμνηση μιας άλλης εποχής, έτσι όπως φέρει στη μνήμη της τα τραύματα του Εμφυλίου. Αδυνατεί να κατανοήσει τα σημερινά ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα διαιωνίζει συντηρητικές, μισογυνικές αντιλήψεις που μας οδήγησαν ως εδώ.
Μια υποδειγματική δουλειά, από κάθε άποψη.