Aν αυτός ο Βυσσινόκηπος δεν παρουσιαζόταν στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών αλλά σε έναν θεατρικό χώρο της σειράς, δεν ήταν σκηνοθετημένος από τον Νίκο Καραθάνο (δημιουργό δύο από τις πλέον σημαντικές παραστάσεις της δεκαετίας, τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ και την Γκόλφω) και δεν υποστηριζόταν από έναν θίασο καλών και αναγνωρισμένων ηθοποιών, τι θα έλεγαν και θα έγραφαν όσοι σήμερα δηλώνουν γοητευμένοι; Και δεν αναφέρομαι στο μέρος του κοινού που δεν έχει διαβάσει, ούτε ξαναδεί το έργο και λέει ότι «γέλασε και πέρασε καλά»! Μιλώ για όσους γνωρίζουν τι έγραψε ο Τσέχοφ, αλλά υποκύπτουν συνειδητά ή ασυνείδητα σε υπέρτερες «ροπές» και μόδες. Γιατί με την υπεραξία των προηγούμενων παραστάσεών του ακόμη ενεργή και τη συμπαθή προσωπικότητά του ο Νίκος Καραθάνος έχει βρεθεί στο επίκεντρο μιας μόδας, ενός θετικού προς ό,τι κάνει ρεύματος. Μόνο που, όπως πάντα συμβαίνει με τις μόδες, πρόκειται για μια συνθήκη που αλλοιώνει την ικανότητά μας να δούμε και να κρίνουμε καθαρά.
Για μένα το ζήτημα που θίγει ο Βυσσινόκηπος του Καραθάνου αφορά μια παρωχημένη αντίληψη περί του τι σημαίνει νεωτερική ανάγνωση των κλασικών έργων.
Το κλισέ «όλοι έχουν δικαίωμα στην αποτυχία» δεν αφορά την περίπτωση αυτού του Βυσσινόκηπου. Η παράσταση ήταν άψογα εκτελεσμένη, και πολλά θετικά μπορούν να ειπωθούν για τα επιμέρους στοιχεία της – π.χ. για την εξαιρετική, μινιμαλιστική μουσική σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου. Ή για το εντυπωσιακό σκηνικό της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου: μια κόγχη που θα παρέπεμπε στο οικείο αρχιτεκτονικό στοιχείο των γοτθικών ναών, αν στο βάθος της δεν ήταν επίπεδη – στο τέλος, με τον κατάλληλο φωτισμό, θα πάρει τη μορφή εισόδου ποντικότρυπας, επιτρέποντας ενδιαφέρουσες συνδηλώσεις.
Οι αντιρρήσεις μου δεν έχουν να κάνουν με το γνωστό αδιέξοδο ζήτημα για τη σχέση του σκηνοθέτη με το πρωτότυπο έργο και για το αν υπάρχουν όρια στις πολλές πιθανές ερμηνείες του. Μπορεί μια ερμηνεία να απέχει από τις σκηνικές οδηγίες που ορίζει ο συγγραφέας –έχουμε δει ουκ ολίγες τέτοιες– κι ωστόσο να συγκινήσει το κοινό της. Για μένα το ζήτημα που θίγει ο Βυσσινόκηπος του Καραθάνου αφορά μια παρωχημένη αντίληψη περί του τι σημαίνει νεωτερική ανάγνωση των κλασικών έργων. Αφορά ακόμη τον φόβο και το καταπιεστικό «δέος» πολλών καλλιτεχνών του θεάτρου απέναντι στο κλασικό, που σε συνδυασμό με την υποχρέωση που νιώθουν να πολεμήσουν την «ακαδημαϊκή» σοβαροφάνεια, οδηγεί στην απενοχοποίηση της σαχλαμάρας και της ανοησίας. Ο θεατρικός μεταμοντερνισμός προκάλεσε πολλές παρεξηγήσεις και μολονότι σήμερα έχει πια ξεπεραστεί ως αιχμή του μοντέρνου, εξακολουθεί να αναπαράγει τις ίδιες ιδέες... της δεκαετίας του '60!
Γιατί από τα τέλη της δεκαετίας του '60 οι οπαδοί της «νέας αισθαντικότητας» υποστήριξαν την προ-λογική αυθορμησία που επικαλείται και ο Νίκος Καραθάνος μιλώντας για τον Μίκυ Μάους (που έχει κάτι το ανυπεράσπιστο και δεν μεγάλωσε ποτέ) και για την παιδική ηλικία ως μια περίοδο της ζωής μας κατά την οποία όλα είναι παρθένα και οι λέξεις, ακόμη άφθαρτες, ενέχουν την απορία και το θαύμα. «Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται από την ανατροπή της επιστημονικής κοσμοθεώρησης, με την περιχαρακωμένη αυτοδέσμευσή της σε μια εγωκεντρική και εγκεφαλική μορφή συνείδησης. Στη θέση της πρέπει να υπάρξει μια νέα κουλτούρα στην οποία οι μη διανοητικές ικανότητες της προσωπικότητας –οι ικανότητες εκείνες οι οποίες πυροδοτούνται από οραματική ακτινοβολία και από την εμπειρία της επικοινωνίας– γίνονται κριτές του αληθινού, του καλού και του ωραίου» έγραφε το 1969 ο Τheodore Roszak, βασικός θεωρητικός εκπρόσωπος της αντικουλτούρας, στο The making of a counter culture (1969).
Έκτοτε πέρασε σχεδόν μισός αιώνας και άρα είναι ήδη μεσόκοπη μια προσέγγιση που θέλει τους ηθοποιούς να προσέρχονται στη σκηνή «όπως είναι» (εξού και στον θίασο του Βυσσινόκηπου συμμετέχουν η Γαλήνη Χατζηπασχάλη και η Έμιλυ Κολιανδρή σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, επιδεικνύοντας, μάλιστα, κάποια στιγμή, γυμνή την κοιλιά τους) και σαν παιδιά που παίζουν. Και πώς προκύπτει αυτό που δήλωσε ο Ν. Καραθάνος ότι «δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να χάνονται οι ηλικίες και τα φύλα» των ηθοποιών ως προς τους ρόλους που ερμηνεύουν; Ή το άλλο παράδοξο, ότι στο θέατρο «όσο πιο ψεύτικος είσαι, τόσο πιο αληθινός γίνεσαι»; Τότε οι τρεις ηλικίες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού που πρότεινε ο ίδιος στην Γκόλφω δεν θα λειτουργούσαν με τέτοιο, έξοχο δραματικά τρόπο. Κάθε ηλικία έχει τη δική της, μοναδική σημαίνουσα δύναμη. Εν προκειμένω, στον Βυσσινόκηπο, το να αναθέτεις σε ένα νεαρό κορίτσι (Δάφνη Πατακιά) τον ρόλο του 87χρονου Φιρστ οδηγεί στην απόλυτη ακύρωση του ρόλου. Αν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις το δράμα ενός γέρου που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία των άλλων, και που στο τέλος του έργου όλοι εγκαταλείπουν στο άδειο σπίτι, τότε καλύτερα κατάργησέ τον. Ο Μίκυ Μάους, άλλωστε, που δεν γερνά ποτέ, είναι πιο «ομιλητικός» και συγκινητικός...
Το 1999 η Γερμανίδα Κάριν Χένκελ σκηνοθέτησε στο θέατρο Αμόρε τον Τορκουάτο Τάσσο του Γκαίτε. Σ' εκείνη την παράσταση ο Νίκος Κουρής στον κεντρικό ρόλο, του ποιητή, έβλεπε Μπαγκς Μπάνι στην τηλεόραση και πετούσε μακαρόνια στον τοίχο. Το 2006 ο Λιθουανός σκηνοθέτης Οσκάρας Κορσουνόβας σκηνοθέτησε τον Οιδίποδα Τύραννο (μια οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα παράσταση), φορώντας στους γέροντες του Χορού κεφάλια μωρών και Μίκυ Μάους, στηρίζοντας την επιλογή του στο ότι «η ανθρώπινη δημιουργικότητα ξεκινά από την εποχή της παιδικής ηλικίας και από τα παιχνίδια των παιδιών». Αναφέροντας μόνο δύο περιπτώσεις με συγγενείς ερμηνευτικές απόψεις και ευρήματα –τρεις με τον Βυσσινόκηπο–, δεν στέκομαι στο αν η ιδέα της αναζήτησης της παιδικότητας ως αλήθειας που χάσαμε είναι παλιά στις σκηνικές αναζητήσεις, αλλά στο πόσο πραγματικά δημιουργική είναι. Ναι, υπάρχει πάντα, βαθιά μέσα μας, ο πυρήνας του παιδιού που υπήρξαμε, και κάθε φορά που τον αναγνωρίζουμε μπορεί να συμβούν μικρές εκρήξεις συναισθήματος, καθόλα δημιουργικές. Άλλο αυτό, όμως, κι άλλο να καλύψει ο σκηνοθέτης τη (δηλωμένη) αδυναμία του να αναμετρηθεί μ' ένα έργο με μια σύνθεση παιδαριωδών συμπεριφορών και παραδοξοτήτων: με πορτοκαλόφλουδες και σελινόρριζες που πετάνε τα πρόσωπα του έργου το ένα στο άλλο, με μαξιλαροπόλεμο, με μιμήσεις φωνών (λαϊκών τραγουδιστών ή του Ντόναλντ Ντακ), με παντομίμες (οι δύο Μίκυ Μάους «μεταφράζουν» τον διάλογο Πέτια-Άνιας), με ασκήσεις ομαδικού αερόμπικ, με μερικό στριπτίζ υπό τη συνοδεία του τραγουδιού του Μουζάκη «Μάμπο Μπραζιλέρο», μ' έναν κωμικό μονόλογο της Κιτσοπούλου στον γνωστό ύφος της, και πάει λέγοντας. Στο τέλος έμοιαζε πως ο στόχος της παράστασης χάθηκε στην αναζήτηση ενός ακόμη, λιγότερο ή περισσότερο προκλητικού, ευρήματος.
Εννοείται πως όλα αυτά δεν αφορούν το έργο του Τσέχοφ – το οποίο υπάρχει πάντα άθικτο και πάντα δεκτικό στις προσπάθειές μας να το αποδώσουμε στη σκηνή. «Ο δημιουργός έχει την ευθύνη να καθορίσει τι είναι ισάξιο με τι, τι έχει μεγαλύτερη σημασία και τι μπορεί να αφεθεί στην άκρη, καθώς η ζωή καλπάζει προς τα εμπρός» έγραφε ο παλιός, σοφός Τζον Ράσκιν. Δεν υιοθετώ, μ' άλλα λόγια, απόψεις περί «ιεροσυλίας» και σοδομισμού των κλασικών και τα σχετικά. Απλώς είμαι της άποψης ότι για όσα δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, γι' αυτά καλύτερα να σωπαίνει. Αντί για Τσέχοφ, ας κάνει devised theatre.
Άντον Τσέχοφ
Βυσσινόκηπος
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Πρωταγωνιστούν: Θανάσης Αλευράς, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας κ.ά.
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ & ΤΕΧΝΩΝ
Λ. Συγγρού 107-109, Αθήνα, 210 9005800
22/4-9/5, 20:30
www.sgt.gr