Το1941 ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες έγραψε ένασύντομο αφήγημα με τίτλο «Η Βιβλιοθήκητης Βαβέλ», στο οποίο προσπαθεί νααποτυπώσει το παράδοξο της Βιβλιοθήκης,συνδέοντάς τη με το άπειρο του σύμπαντοςκαι με την απορία του ανθρώπου που απότο βάθος της Ιστορίας παρατηρεί,αισθάνεται και γράφει. Ψάχνει απαντήσεις,κάποτε βρίσκει, αλλά πάντα μερικές.Συνεχίζει να γράφει σε πλάκες, παπύρους,περγαμηνές, σε γλώσσες που ξεχάστηκανκαι παραμένουν μυστικές, σ' άλλες πουξεχάστηκαν, αλλά ξαναβρέθηκαν, σενεότερες που μιλιούνται ακόμη, και σενεογέννητες, σαν αυτή του κυβερνοχώρου,που το λεξικό του μόλις άρχισε νασυντάσσεται.
Οιαπαντήσεις πληθαίνουν, η Απάντησηπαραμένει απροσπέλαστη. Μυριάδες βιβλίωνπαίρνουν θέση στη Βιβλιοθήκη, που είναιαπέραντη και «τόσο τεράστια, που κάθεαπομείωσή της από χέρι ανθρώπινολογίζεται απειροστή». Σκεφτείτε τολαβύρινθο της Βιβλιοθήκης στο Όνοματου Ρόδου ή τις γραφικές προσομοιώσειςτης λειτουργίας του κυβερνοχώρου. Ανυπήρχε το βιβλίο που είναι η τέλειαεπιτομή όλων των υπολοίπων, τότε όποιοςτο διαβάσει δεν μπορεί παρά να εξομοιωθείμε το Θεό.
Αυτομάτωςδηλαδή η (αδύνατη) εξερεύνηση τηςΒιβλιοθήκης αναδεικνύεται στην έσχατημεταφορά της Ιστορίας του πολιτισμούπου δημιούργησε ο homo,oκατ' ευφημισμόν sapiens.Όσο η γνώση αυξάνεται τόσο η απορίαμεγαλώνει, και όσο περισσότερα βιβλίαγράφονται τόσο η ανθρώπινη μονάδαμικραίνει, ώσπου να γίνει αυτό που ήτανανέκαθεν, ωσεί ανύπαρκτη.
«Όπωςείναι φυσικό, τη χαμένη ελπίδα διαδέχθηκεμια υπέρμετρη κατάθλιψη» γράφει οΜπόρχες, αλλά ο άνθρωπος δεν θα πάψειποτέ να αναζητεί τη γνώση που θα τονμεταμορφώσει από βιβλιοθηκάριο σε Θεό.Και ξέρετε πού «αποδεικνύεται»αυτό; Στη λαχτάρα με την οποία προσδοκούμετο θαύμα από κάτι τόσο ατελές όσο έναβιβλίο ή μια παράσταση. Το θαύμα, όμως,διαφεύγει διαρκώς. «Σε κάτι τέτοιεςπεριπέτειες χαράμισα και χάλασα ταχρόνια μου» γράφει και πάλι ο τυφλόςσοφός ποιητής.
ΟΑshBulayevδεν διεκδικεί ούτε την πατρότητα τηςχρήσης βίντεο, liveβίντεο και θεάτρου σε μία παράστασηούτε επιθυμεί να μπει μπροστά σε κάποιανέα «πρωτοπορία». Με δύο φράσειςαπό τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ («Το ναμιλάς σημαίνει να περιπίπτεις σεταυτολογίες» και «Η βεβαιότηταότι τα πάντα έχουν γραφεί μας ακυρώνειή μας μετατρέπει σε φαντάσματα»)απαντά σε όσους εξακολουθούν να ζητούνστην πρωτοτυπία την απάντηση που δενβρίσκουν. Ο ίδιος διεκδικεί το δικαίωμάτου να υπάρχει, έστω φάντασμα ανάμεσασε φαντάσματα, και να δείχνει τηνκατάθλιψη του σύγχρονου θεατή, πουκαταναλώνοντας ολοένα και περισσότερητέχνη αδυνατεί πλέον να εντοπίσει καιν' αφεθεί στην παρηγορητική διάστασήτης.
Γιαμένα το ΑΩ είναι ένα από τα πιο ενδιαφέρονταπράγματα που έγιναν στην Αθήνα το φετινόχειμώνα. Παρ' ότι απόλυτα εξαρτημένοαπό τα «ψυχρά» νέα μέσα, ήταν γεμάτοαίσθημα. Δείτε πίσω από την αυστηρή δομήτου, τις γεωμετρημένες εικόνες, από τημινιμαλιστική αισθητική της κεντρικήςεικόνας, με τους τέσσερις εγκλωβισμένουςανθρώπους. Δείτε πόσο συχνά η εικόνακυριαρχείται από το ανθρώπινο πρόσωπο,από μάτια που με δυσκολία συγκρατούντα δάκρυα, από μάτια που κλείνουν γιανα ονειρευτούν. Ακούστε τις ευαίσθητεςιστορίες που ακούγονται ηχογραφημένεςαπό την Αγγελική Στελλάτου και τη ΛέναΚιτσοπούλου (που προσάρμοσαν για τηνπαράσταση ο σκηνοθέτης και η ΕυγενίαΤζιρτζιλάκη). Δείτε πώς η μουσική τουΝίκου Κυπουργού (στην κατεύθυνση τωνσάουντρακ από τις ταινίες του Γκρίναγουεϊ)και οι ήχοι που προσάρμοσε ο ΣταύροςΓασπαράτος ενισχύουν την εικόνα. Και,επιτέλους, αφεθείτε στη γοητεία μιαςδομής (έπαινοι στον Χριστόφορο Μπρέλληγια το σχεδιασμό και τη δημιουργία τουοπτικού μέρους του ΑΩ) που βρίσκεται σεπλήρη ανταπόκριση με τα νοήματά της.Δεν συμβαίνει συχνά.