Πριν από χρόνια, πέρασα από μια συνέντευξη για μια καλή θέση σε μια εισαγωγική εταιρεία. Ένας –ευγενής κατά τ’ άλλα– κύριος, με ρωτούσε ποια είναι κατά τη γνώμη μου τα προτερήματα ή τα ελαττώματά μου, και πώς θα αντιδρούσα στην τάδε και τη δείνα περίπτωση σε σχέση με το υπόλοιπο προσωπικό και τα συμφέροντα της εταιρείας. Οι απαντήσεις μου έπρεπε να προσαρμοστούν σε κάποια από τις επιλογές (multiple choice) που είχαν προκρίνει οι εγκέφαλοι της μητρικής εταιρείας. Θυμάμαι ότι είχα αντιδράσει, θεωρώντας ότι οι σχηματικές, προεπιλεγμένες απαντήσεις δεν μπορούν να κρίνουν τη σύνθετη προσωπικότητα που είναι κάθε άνθρωπος. Επιπλέον, ο έξυπνος υποψήφιος μπορεί να εντοπίσει τις «σωστές» απαντήσεις.
Έκτοτε τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ, μαζί και η λεγόμενη «κουλτούρα των πολυεθνικών»: στα τμήματα προσωπικού των μεγάλων πολυεθνικών, ειδικοί ψυχολόγοι, αμφιλεγόμενης επάρκειας, εργάζονται για τη μέθοδο που θα κρίνει με μεγαλύτερη ασφάλεια τους άξιους πρόσληψης.
Αυτό είναι το θέμα που απασχόλησε τον Καταλανό συγγραφέα Χόρντι Γκαλθεράν στο έργο Η Μέθοδος Γκρόνχολμ (2003), που παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Το 2003 κυκλοφόρησε και η καναδέζικη ταινία-ντοκιμαντέρ The Corporation των Mark Achbar και Jennifer Abbott.
Το 2005 το έργο του Γκαλθεράν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο· τον ίδιο χρόνο ο Κώστας Γαβράς παρουσίασε το Τσεκούρι, μια ταινία που αποτύπωσε πολύ καλά την εξέλιξη ενός στελέχους με ζωή και ανοίγματα ανάλογα του υψηλού μισθού του, ο οποίος, άνεργος για δύο χρόνια, καταλήγει να δολοφονεί τους πιθανούς συνυποψηφίους του.
Όπως ήταν αναμενόμενο, με την εξάπλωση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς εργασίας, τέτοιου είδους θέματα απασχολούν την πεζογραφία, το θέατρο, τον κινηματογράφο· και θα συνεχίσουν να απασχολούν, μέχρις ότου γίνει σεβαστό από όλες τις πλευρές ότι πρέπει να υπάρχουν (και να εφαρμόζονται) αρχές και περιορισμοί στον τρόπο λειτουργίας της.
Ο Γκαλθεράν πήρε την ιδέα για τη Μέθοδο Γκρόνχολμ από ένα αληθινό γεγονός: σ’ έναν κάδο απορριμμάτων στη Βαρκελώνη βρέθηκαν έγγραφα μιας αλυσίδας σουπερμάρκετ, στα οποία ο υπεύθυνος προσωπικού είχε αποτυπώσει σκληρά, σεξιστικά, ξενοφοβικά, συμπλεγματικά σχόλια για τους υποψηφίους μιας θέσης ταμία. Ο συγγραφέας αποτύπωσε στο έργο του τη σκληρότητα που επιδεικνύουν οι υπεύθυνοι της εταιρείας χάρη στην ψευδαίσθηση της δύναμης που η θέση τους τους παρέχει, όσο και τον ταπεινωτικό συμβιβασμό των υποψηφίων σε τεστ που ακυρώνουν κάθε έννοια αξιοπρέπειας και προστασίας της προσωπικής τους ζωής.
Τέσσερα πρόσωπα παίζουν στο έργο. Υποτίθεται ότι είναι οι τελευταίοι υποψήφιοι για την ίδια θέση, την οποία τελικά θα πάρει αυτός που θα βγάλει από τη μέση τους υπολοίπους. Με τη βοήθεια μιας σειράς τεστ δοκιμάζεται η κριτική ικανότητά τους (ακόμη και σε ευαίσθητα ζητήματα πολιτικής ορθότητας) αλλά και η ψυχολογική και οικογενειακή διάθεση και κατάστασή τους.
Η Μέθοδος Γκρόνχολμ είναι έξυπνα γραμμένη. Τα πρόσωπα της ιστορίας παίζουν ρόλους – το μόνο που γνωρίζει ο καθένας για τον άλλο είναι ότι παίζει θέατρο. Με ισορροπημένη δόση μυστηρίου και ελεγχόμενη πληροφόρηση, η ιστορία παρακολουθείται μ’ ενδιαφέρον σαν «εργασιακό» θρίλερ, που ανακαλεί την ασφυκτική ατμόσφαιρα του Κεκλεισμένων των Θυρών (Σαρτρ) και τον απάνθρωπο ανταγωνισμό του Glengarry Glen Ross (Μάμετ). Στο τέλος, μετά από αλλεπάλληλες ανατροπές, αποδεικνύεται ότι τίποτε δεν ήταν ακριβώς όπως παρουσιάστηκε στην αρχή.
Την παράσταση στο Τέχνης σκηνοθέτησε ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Ο σκηνικός χώρος μεταμορφώθηκε σ’ ένα γραφείο συσκέψεων μεγάλης εταιρείας. Ο Γιώργος Γαβαλάς ακολούθησε το μινιμαλιστικό τρεντ κι έντυσε τους ηθοποιούς με –τι άλλο;– κοστούμια. Το βάρος εδώ αναγκαστικά έπεσε στις ερμηνείες – οι οποίες δεν ήταν κακές, αλλά ούτε και πλήρεις. Ξεχώρισαν ο Χρήστος Σαπουντζής και ο Γιώργος Καραμίχος. Ο Πέτρος Λαγούτης δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη δραματουργική αδυναμία του ρόλου του. Όσο για την όμορφη Βίκυ Παπαδοπούλου, δεν είχε την υποκριτική ωριμότητα για να φωτίσει τα πολλαπλά επίπεδα του ρόλου της. Έπειτα, όταν συνηθίζεις τους ηθοποιούς σε σαχλούς ρόλους τηλεοπτικών σειρών, πώς να πειστείς για την επάρκεια, την ωριμότητα, τη σοβαρότητα της θεατρικής τους προσπάθειας;