Ο Ζαν-Φιλίπ Ραμώ (1683-1764), εκκλησιαστικός οργανοπαίκτης και συνθέτης, είχε γράψει μέχρι τα πενήντα του ελάχιστη μουσική και ήταν περισσότερο γνωστός ως εξαιρετικός θεωρητικός. Στα 1733, με την πρώτη του κιόλας όπερα «Ιππόλυτος και Αρικία» αποκαθήλωσε, σύμφωνα με τους θαυμαστές του, τον Ζαν Μπατίστ Λουλύ από το βάθρο του σημαντικότερου μέχρι εκείνη τη στιγμή συνθέτη της γαλλικής όπερας ή καλύτερα της tragedie en musique. Το έργο, βασισμένο στη Φαίδρα του Ρακίνα, σε λιμπρέτο του Σιμόν Ζοζέφ Πελεγκράν, έχει καταχωρηθεί ως η πρώτη μπαρόκ όπερα, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ραμώ έγραψε ακόμα σημαντικότερα μουσικά έργα. Χάρη στη θέση μόνιμου διευθυντή της ιδιωτικής ορχήστρας του πανίσχυρου χρηματιστή Λα Πουπλινιέρ συνδέθηκε με τον Βολταίρο, που υπέγραψε το λιμπρέτο δύο εξ αυτών, και το 1745 χρήστηκε «συνθέτης της βασιλικής αυλής». Αυτό από τη μια τον στιγμάτισε ως άνθρωπο του κατεστημένου και από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί σφοδρή κριτική από τους οπαδούς της ιταλικής όπερας. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη έμφαση στο χορευτικό μέρος και δεν είναι τυχαίο ότι πολλές όπερές του θεωρούνται opera-ballets, όπως το πολύ διάσημό του έργο «Les Indes galantes». Παρ' όλα αυτά, η μεγάλη δραματικότητα στις άριές του προδίδουν τη μεγάλη του γνώση της μουσικής. Όπως στην ariette του φινάλε του «Πυγμαλίωνα», της μονόπρακτης όπερας (της κατηγορίας acte de ballet) που έκανε πρεμιέρα στο Chateau de Fontainebleau στις 27 Αυγούστου του 1748 σε λιμπρέτο του Μπαγιό ντε Σοβό, εμπνευσμένο από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου: ο γλύπτης Πυγμαλίωνας φιλοτεχνεί το γλυπτό μιας νεαρής γυναίκας το οποίο και ερωτεύεται. Η αγαπημένη του Σεφίζ τον εκλιπαρεί να επιστρέψει σ' αυτήν, εκείνος ζητάει από τη θεά του έρωτα να εμφυσήσει ζωή στο γλυπτό, το άγαλμα ζωντανεύει, χορεύει και τραγουδάει. Η θεά εκφράζει τον θαυμασμό της στην καλλιτεχνική ευφυΐα του Πυγμαλίωνα και στην πίστη του στη δύναμή της και βρίσκει νέο εραστή στην προδομένη Σεφίζ. Αυτό το ξεχασμένο για χρόνια μικρό αριστούργημα του Ραμώ -όπως άλλωστε και τα περισσότερα έργα του, που έμειναν στα αζήτητα για ολόκληρο τον 19ο αιώνα και επανήλθαν στις ευρωπαϊκές όπερες μετά το 1903-, ανέβηκε και ηχογραφήθηκε το 1999 από τον Γαλλο-αμερικάνο μουσικό Ουίλλιαμ Κρίστι, που πριν τριάντα χρόνια ίδρυσε το μουσικό και φωνητικό σύνολο Les Arts Florissants ώστε να αναβιώσει την μπαρόκ μουσική. Το όνομα, μάλιστα, το δανείστηκε από την ομώνυμη όπερα του Μαρκ Αντουάν Σαρπεντιέ.
Η Αμερικανίδα μεταμοντέρνα χορογράφος Τρίσα Μπράουν, από τους σημαντικότερους ανανεωτές του σύγχρονου χορού, συμπράττει με τους Arts Florissants και τον Γουίλιαμ Κρίστι, σκηνοθετώντας και χορογραφώντας με τη συμμετοχή της Tricia Brown Dance Company -που επίσης έχει επέτειο σαράντα χρόνων-, τον «Πυγμαλίωνα». Μια χορωδία και τέσσερις σολίστ πλαισιώνουν τους χορευτές και ερμηνεύουν τους ρόλους, συγχωνεύοντας και το L' amour au theatre, δηλαδή την περσινή της παραγωγή με αποσπάσματα από το «Ιππόλυτος και Αρικία».
Η σχέση της Μπράουν με την όπερα ξεκίνησε πριν από χρόνια, όταν πρωτοχορογράφησε για τη Λίνα Βερτμίλερ την «Κάρμεν» και έγινε το έναυσμα για να στραφεί η ίδια προς τα εκεί με τη θρυλική πια παράσταση του 1998 του «Ορφέα» του Μοντεβέρντι. Έκτοτε έχει αναλάβει πολλά projects, όπου χορός και όπερα παντρεύονταν ιδανικά, χωρίς να επιστρέφει στις κλασικές φόρμες του κλασικού μπαλέτου, που έτσι κι αλλιώς όχι μόνο ποτέ δεν υπηρέτησε αλλά και ανέτρεψε μέσα από τις χορογραφίες της. Έχει σκηνοθετήσει όπερα με τζαζ, το «El Trilogy», έχει συνεργαστεί με την Λόρι Άντερσον στο «I love my robots», με τον μινιμαλιστή Σαλβατόρε Σιαρίνο, συνθέτη του «Luci mie traditrici». Στο φεστιβαλικό κοινό της Αθήνας είναι γνωστή για τη χορογραφική της δουλειά. Αυτή η παράσταση, που έρχεται αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Koninklijk Theater Carre του Άμστερνταμ ως συμπαραγωγή του Hollanda Festival, του Teatro Real της Μαδρίτης, του Φεστιβάλ Αθηνών και του Festival d' Aix-en-Provence θα μας φέρει σε επαφή όχι μόνο με τη σκηνοθετική οπτική της Μπράουν πάνω στην όπερα, αλλά και με την εικαστική της δουλειά, αφού δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια και ως ζωγράφος και έργα της αποτελούν το σκηνικό του «Πυγμαλίωνα».