Πήγα να δω την «Γλυκιά Τυραννία του Οιδίποδα» με 'γλυκιά' προσμονή. Το κορυφαίο έργο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ενδείκνυται για πειραματικές προσεγγίσεις –με την έννοια ότι αποτελεί ιδανική βάση (καταπληκτική ιστορία, τέλεια δομή) για να δοκιμαστεί και να αποδώσει καρπούς η σκηνοθετική ευφυία. Κι όμως: η δεύτερη απόπειρα στη σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα, μίας από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, ήταν από τις παραστάσεις της σεζόν που θα ΄θελες να ξεχάσεις. Ξεκινάει με τους ηθοποιούς να εμφανίζονται ένας ένας στη σκηνή με καθημερινά ρούχα – σα να ετοιμάζονται για πρόβα σ' ένα χώρο που μοιάζει με αποθήκη. Ένας πάγκος για μαστορέματα στο βάθος, δύο πολυθρόνες, μία μεταλλική ντουλάπα, ένα στρογγυλό τραπέζι και δυο καρέκλες αριστερά, ένας πάγκος δεξιά είναι τα βασικά σκηνικά αντικείμενα. Στο πάγκο κάθονται, φορώντας μάσκες, ο Θοδωρής Σκυφτούλης, ο Μιχάλης Τιτόπουλος, ο Γιάννης Κλίνης και ο Μάνος Στεφανάκης, που μας εισάγουν στην αρρωστημένη συνθήκη της πόλης των Θηβών. Αρχίζουν και βήχουν, φτύνουν, παίρνουν χαρτομάντηλα, τα πετούν κάτω –μία αηδία, που θα ολοκληρωθεί όταν δύο από τους τέσσερις θα δηγηθούν πώς χτύπησε ο λοιμός συγγενείς τους: της γυναίκας του ενός σχίστηκε το αιδοίο κι άνοιξε έως την κοιλιά (κι έτρεχαν κυλά πράσινη μύξα!), της μητέρας του άλλου η αρρώστια εκδηλώθηκε στα μάτια, τα οποία και έβγαλε με μια αποτρόπαιη μέθοδο τη βοηθεία ενός ετοιμοθάνατου γιατρού! Είναι το σημείο που η αμφιβολία δίνει τη θέση της στη βεβαιότητα: σκηνοθέτης και θίασος (στον οποίο συμμετέχουν, εκτός από τους προαναφερθέντες, δύο ακόμη πολλά υποσχόμενοι ηθοποιοί, ο Γιώργος Παπανδρέου και η Μαρία Αποστολακέα στους ρόλους του Οιδίποδα και της Ιοκάστη) διασκεύασαν τον «Οιδίποδα Τύραννο» (ακολουθώντας κατά τ' άλλα τη μετάφραση του Γρυπάρη) για να κάνουν πλάκα εις βάρος του έργου και των θεατών.
Η συνέχεια είναι το ίδιο απογοητευτική. Η σκηνοθεσία ακολουθεί το γερμανικό δρόμο του σκηνικού μεταμοντερνισμού, τελείως εξαντλημένο πια, αν σκεφτεί κανείς ότι πανομοιότυπα κόλπα επαναλαμβάνονται από τη μία παράσταση στην άλλη ήδη από τη δεκαετία του 1990! Αρκετά πια με την εναλλαγή από την παρωδία στο τραγικό ύφος και τούμπαλιν, τα αποκριάτικα αξεσουάρ που όταν σκάνε πετάνε χρυσά χαρτάκια, αρκετά με τα (αμερικανικής προέλευσης) κωνοειδή καπέλα γενεθλίων, τις περούκες και τα παράταιρα ρούχα, αρκετά με τις χονδροειδείς πλάκες της παρέας (ενηλίκων που αντιδρούν σαν έφηβοι), με το τηλεοπτικό σχόλιο (ο Οιδίπους βγαίνει και μιλάει λες και κάνει διάγγελμα στη τηλεόραση), με τα γυμνά οπίσθια και τις άσχετες σεξουαλικές υπομνήσεις, με τις φωνές και τα ξεκάρφωτα μουσικά ενσταντανέ (ακούγεται άλλοτε ένα σουξέ του Μαζωνάκη, άλλοτε ένα heavy metal απόσπασμα και σχεδόν ολόκληρο το «Σαν έρθει η μέρα» των Stavento feat. Ήβη Αδάμου, με προσθήκη στο ραπ μέρος στίχων που ταιριάζουν στο έργο). Το έχουμε εμπεδώσει: οι σημερινοί ηθοποιοί δεν είναι ο ...Αλέξης Μινωτής και η Κατίνα Παξινού (κανείς δεν τους ζήτησε να είναι, άλλωστε), είναι άνθρωποι που μπορεί να παίζουν στη σκηνή τους πιο σπουδαίους τραγικούς ρόλους και, δύο ώρες αργότερα, να χορεύουν τσιφτετέλια στο πάλαι ποτέ ένδοξο «Καπάκι» της Αρχαίας Επιδαύρου.
Φαίνεται πως το μόνο αυθεντικό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να καταστεί τραγικός ή γελοίος. Επειδή όμως είναι δυσχερής η ανάβαση στο ύψος του τραγικού, κατολισθαίνει ευχερώς στον πυθμένα του γελοίου.
Aλλά επειδή οι θεατές δεν φταίνε σε τίποτα να υφίστανται δύο ώρες σαχλαμάρας (που οι ηθοποιοί ανάμεσα στο κοινό απολάμβαναν με συνεχόμενα γελάκια), ας ξεκαθαρίσουμε δυο-τρία πραγματάκια:
Πειραματισμός δεν σημαίνει παίρνω ένα έργο και το διαλύω για να κάνω το κέφι μου, να το φέρω στα μέτρα μου, να «απελευθερωθώ» από την απαίτηση της σοβαρής αντιμετώπισης. Δεν μπορεί να λέει η σκηνοθέτις «Έμεινα περισσότερο σε όσα ενεργοποιούσαν τους ηθοποιούς», γιατί αν οι ηθοποιοί ενεργοποιούνται με ανοησίες , τότε αυτό που θα προκύψει θα είναι μια ανοησία. Ο πειραματισμός προϋποθέτει ότι ξεκινώ από κάπου, από μια παράδοση που με «καταπιέζει» ή από μια υφολογική άποψη που γνωρίζω καλά και θέλω να ξεπεράσω ή να την προχωρήσω. Πειραματισμός δεν σημαίνει παίρνω ένα έξοχο έργο και το «διασκευάζω» μιμούμενος 'ευρήματα' που έχω δει από δω κι από κει.
Κάθε καλός ηθοποιός δεν είναι απαραιτήτως και καλός σκηνοθέτης. Η σκηνοθεσία απαιτεί όραμα, και ικανότητα μέσα από ένα έργο ο δημιουργός να φτιάχνει κόσμους ή έστω συνθήκες που κάτι να προσφέρουν στους θεατές. Θεάτρο, μοντέρνο και σύγχρονο, δεν σημαίνει μαζευόμαστε μια παρέα, αυτοσχεδιάζουμε στην πρόβα και ό,τι μας φαίνεται καλό, το κρατάμε στην παράσταση.
Ο ηθοποιός που ταυτόχρονα διδάσκει σε δραματική σχολή (όπως η Μαρία Πρωτόπαππα, μεταξύ πολλών άλλων) όταν αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει, οφείλει να σκέφτεται τους νέους που είναι μαθητές του και θα έρθουν να δουν την παράστασή του. Έχει ευθύνη απέναντί τους, ως προς τα 'μηνύματα' που μεταφέρει. Δεν μπορεί όλοι να καταγγέλλουν το χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης στις δραματικές σχολές, αλλά κατά τ' άλλα και να διδάσκουν στις εν λόγω σχολές και να σκηνοθετούν ελαφρά τη καρδία αστείες παραστάσεις.
Ένας παλιός, σημαντικός στοχαστής (ξέρω, όσοι είναι πολύ μπροστά θα πουν «Έλα, μωρέ, ξεπερασμένος!»), ο Χρήστος Μαλεβίτσης, έγραψε: «Φαίνεται πως το μόνο αυθεντικό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να καταστεί τραγικός ή γελοίος. Επειδή όμως είναι δυσχερής η ανάβαση στο ύψος του τραγικού, κατολισθαίνει ευχερώς στον πυθμένα του γελοίου» («Περί του τραγικού», Αστρολάβος/Ευθύνη, 1986). Και έτερον ουδέν.