Η κοινοτοπία του Κακού

Η κοινοτοπία του Κακού Facebook Twitter
0

Ένα κείμενο με περιπετειώδη (συγγραφική κι εκδοτική) ιστορία, τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου Σολωμού, θα ερμηνεύσει η Όλια Λαζαρίδου, καθοδηγημένη από τον Δήμο Αβδελιώδη. «Το έργο συντίθεται από δύο διαπλεκόμενα θέματα: τη σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και τη δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγίου, που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί στο οποία κατέφυγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει με απροκάλυπτη απέχθεια τον χαρακτήρα της Γυναίκας της Ζάκυθος και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις Μεσολογγίτισσες. Μιλά για τη μοχθηρή ψυχή της και για το αβυσσαλέο μίσος της απέναντι στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα, οραματίζεται και τη μελλοντική τιμωρία της» σημειώνει ο Δημήτρης Δημηρούλης – τη δική του πρόταση αποκατάστασης του «σπαραγμένου» κειμένου χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης της σκηνικής ερμηνείας που θα δούμε στις 27 και 28 Ιουνίου στην Πειραιώς 260.

Γιατί η Γυναίκα της Ζάκυθος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Σολωμός ολοκλήρωσε την πρώτη, και πληρέστερη, επεξεργασία μεταξύ των ετών 1826-29 και προχώρησε σε δεύτερη επεξεργασία τα έτη 1829-33. Μια τρίτη απόπειρα να ξαναδεί το κείμενο το 1833, αλλάζοντας τη γενική στόχευση, εγκαταλείφθηκε γρήγορα – εξού και ο Δημηρούλης την αγνοεί στην ανασύστασή του.

Παρότι κείμενο-αίνιγμα, ειδολογικά μονήρες και ανολοκλήρωτο, ως γνήσια ποιητική σύλληψη, που εκφράζεται μέσα από μια «ρέουσα και στιβαρή δημοτική» και φιλοδοξεί να μιλήσει για την αρχετυπική σύγκρουση του Καλού και του Κακού, η Γυναίκα της Ζάκυθος εξακολουθεί να ιντριγκάρει.

Τι είναι αυτή η μοχθηρή ψυχή, από πού πηγάζει η απονιά της, γιατί αυτό το αβυσσαλέο μίσος για τους επαναστατημένους Έλληνες και τις γυναίκες που βρέθηκαν στην ανάγκη να ζητιανέψουν, όταν «κι οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε κι εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας»;

Ο λόγος στον Δήμο Αβδελιώδη: «Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι για μένα μια απόπειρα του Σολωμού να αντιμετωπίσει το Κακό – επειδή και ο ίδιος, ένας αγνός άνθρωπος, φοβάται το Κακό, τον κακό άνθρωπο. Φοράει, λοιπόν, τη μάσκα του ιερομόναχου Διονυσίου και πίσω από αυτήν και τη χριστιανική μυθολογία της αγάπης νιώθει δυνατός να την κοιτάξει καταπρόσωπο. Μπαίνει μέσα στο σκοτάδι για να βγάλει το Κακό στο φως και να το εξουδετερώσει.

Γιατί όταν έρθουμε αντιμέτωποι με το Κακό, π.χ. με τη βία, κάνουμε εντελώς φυσικά ένα βήμα πίσω, μας παγώνει, μας τρομάζει. Μόνο που το Κακό ανήκει στη φύση των πραγμάτων, έχει ρόλο που παίζει, δεν μπορείς να το απομονώσεις και να το αποκλείσεις, πρέπει να το δεις στα μάτια. Και να μην το φοβηθείς. Γιατί αν το φοβηθείς και δεν αντιδράσεις για να το αντιμετωπίσεις, σημαίνει ότι το αποδέχεσαι, ότι παίζεις το παιχνίδι του. Πας με το μέρος του Κακού. Η Γυναίκα της Ζάκυθος γι' αυτό μιλεί, για την πάλη του Καλού και του Κακού».

Ο Σολωμός συγκινεί βαθιά τον Δήμο Αβδελιώδη. «Είναι από τους λίγους ποιητές που μπόρεσαν να δουν τις διάφανες ψυχές των ανθρώπων. Το ξαναλέω, να δει τις ψυχές, το ενεργειακό φάσμα των ανθρώπων. Όταν γράφει για το παιδάκι που πέθανε (Η Ψυχούλα), όντως "βλέπει" την ψυχή του παιδιού να πηγαίνει στον ουρανό – μου θυμίζει εκείνο τον πίνακα του Γκρέκο, την "Ταφή του κόμητα Οργκάθ" όπου η ψυχή του νεκρού αποδίδεται ως έμβρυο. Δηλαδή, είναι μια γέννηση ο θάνατος.

Θέλω να πω ότι υπάρχουν άνθρωποι, δημιουργοί όπως ο Γκρέκο κι ο Σολωμός, που διακρίνουν τις βαθιές ποιότητες των πραγμάτων, που οι πολλοί, εμείς, δεν είμαστε σε θέση να δούμε. Βλέπουν την όντως πραγματικότητα, που είναι μαγική και ασύλληπτη. Γι' αυτό και είναι δυσεξήγητος μερικές φορές ο Σολωμός, γιατί εμείς δεν είμαστε σε θέση να διεισδύσουμε στον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλά δες πώς ξεκινάει: μετρώντας πόσοι είναι οι δίκαιοι και πόσοι οι άδικοι στον κόσμο. Και μετρώντας τους δίκαιους, βρίσκει ότι αντιστοιχούν στα τρία δάχτυλα τους ενός χεριού, ενώ οι κακοί είναι αναρίθμητοι. Το Κακό είναι άπειρο. Ωστόσο, όσο λίγοι κι αν οι είναι οι καλοί, η δύναμή τους είναι πολύ μεγάλη. Όπως μια μικρή πηγή φωτός διαλύει αμέσως το σκοτάδι!» λέει ο σκηνοθέτης.

Η δουλειά του με την Όλια Λαζαρίδου αφορά πρωτίστως τη μελέτη του κειμένου και την εντελή κατανόησή του. «Εγώ λέω το κείμενο και ο ηθοποιός το επαναλαμβάνει, σε μια προσπάθεια να βρούμε τη σωστή διαχείριση της κάθε λέξης, η οποία, για να δώσει τη σημασία της, πρέπει να τονιστεί σωστά. Μετά αναζητούμε τον ιδιαίτερο τονισμό και τη μελωδία κάθε νοηματικής ενότητας του κειμένου. Έτσι, το έργο καταγράφεται στη μνήμη του ηθοποιού ως παρτιτούρα κι όταν έρθει η ώρα της ερμηνείας του, η μουσική θα προκύψει μέσα από την προσωπικότητα και τις ιδιαίτερες ικανότητες του ηθοποιού. Είμαι χαρούμενος που δουλεύω με την Όλια Λαζαρίδου, που δεν ερμηνεύει απλώς αλλά νιώθει τον λόγο μ' έναν βιωματικό τρόπο».

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ