Τον Ροντρίγκο Γκαρσία (γεν. 1964) τον πρωτογνωρίσαμε στους Δελφούς το 2000. Σε λάθος περιβάλλον και για ακατάλληλο κοινό παρουσίασε την περφόρμανς After Sun. Ήταν ένα καλό δείγμα του λόγου που αρθρώνει από σκηνής: πολιτικός στην πρόθεσή του να πολεμήσει το σύγχρονο δυτικό μοντέλο ζωής και, κατά σημεία, ποιητικών φιλοδοξιών. Έκτοτε, είδαμε άλλα δύο έργα του στο Φεστιβάλ Αθηνών: το 2007 το Cruda, vueltay vuelta, al puntochamuscada και το 2012 το Golgota Picnic. Τα βασικά χαρακτηριστικά του θεάτρου του παραμένουν ίδια. Ο Γκαρσία εκθέτει το κοινό στις δυσάρεστες αλήθειες. Γίνεται ιερόσυλος, ισοπεδώνοντας τα ιερά και όσια των φοβισμένων, και άλλοτε πάλι απελπισμένος ιεραπόστολος που δεν μιλάει για Χάρη αλλά για την αυτοκαταστροφική τύφλωση των ανθρώπων. Κάποιες στιγμές –λυρικά διαλείμματα– γίνεται ο μοναχικός ποιητής που πενθεί για τον εαυτό του και την ανθρωπότητα.
Η Μαρία Σάββα στράφηκε στον Ροντρίγκο Γκαρσία, θεωρώντας ότι το θέατρό του ταιριάζει στη φάση που ζούμε, σε μια εποχή που η κοινωνία καταρρέει μαζί με μοντέλο της υπερ-παραγωγικότητας και του υπερ-καταναλωτισμού της τελευταίας εικοσαετίας. Η κινητοποίηση του θεατή ήταν, λέει, ζωτική της ανάγκη. Πήρε, λοιπόν, κομμάτια από διάφορα έργα του και τα συναρμολόγησε υπό τον τίτλο ενός απ' αυτά, «Αγόρασα ένα φτυάρι από το ΙΚΕΑ για να σκάψω τον τάφο μου» (Combre una pala en IKEA para cavar mi tumba, 2002). Υιοθέτησε, επιπλέον, τη μεταμοντερνιστική αισθητική του Γκαρσία, των απορριμμάτων, της βρομιάς, της καταστροφής – που, υποτίθεται, ταιριάζει σε μια εποχή στην οποία η έννοια της προόδου στερείται νοήματος.
Η μεταμοντερνιστική σκηνική ιδιόλεκτος αγαπά ιδιαιτέρως τις λίστες – και ο Γκαρσία το ίδιο, γι' αυτό και οι λίστες έχουν προνομιακή θέση στα έργα του. Αλλά μια λίστα είναι παρατακτική σύνδεση λέξεων/εννοιών και ως τέτοια, πολύ γρήγορα, εξισώνεται με ένα λεκτικό παιχνίδι.
Στη σκηνή του θεάτρου Προσκήνιο δύο καρότσια σούπερ-μάρκετ πεσμένα κάτω, μια στοίβα παπούτσια δεξιά, μια στοίβα συσκευασιών από καταναλωτικά προϊόντα αριστερά. Στο δελτίο Τύπου διαβάζουμε ότι πρόκειται για «ένα εικαστικό συμβολικό περιβάλλον που έχει προκύψει από τη συνεργασία με τους εικαστικούς καλλιτέχνες Ανδρέα Βούσουρα και Βασίλη Γεροδήμο», αλλά, συγνώμη, ούτε εικαστικό, ούτε συμβολικό είναι το περιβάλλον της παράστασης. Είναι απλοϊκό στις συνδηλώσεις του και οπωσδήποτε υπερβολικά κουρασμένο, αφού παρόμοιες λύσεις έχουμε δει σε πολλές παλαιότερες παραστάσεις. Στο βάθος της σκηνής, μια οθόνη – πάνω της προβάλλονται κείμενα με στατιστικά στοιχεία τύπου «Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας, το 1/3 της συνολικής παραγωγής τροφίμων καταλήγει στα σκουπίδια κάθε χρόνο, κάτι που ισοδυναμεί με 1,3 δισ. τόνους τροφίμων, την ίδια στιγμή πάνω από 850 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται» και βίντεο της μεγα-πόλης που καταρρέει. Τέσσερις ηθοποιοί (Μαρία Σάββα, Κατερίνα Κλειτσιώτη, Σωτήρης Μπακόλας, Βαγγέλης Ντίνος) ερμηνεύουν αλλεπάλληλους μονολόγους. Ολιγόλεπτες σωματικές δράσεις σπάνε τον καταιγισμό των λέξεων.
Γιατί περί καταιγισμού λέξεων πρόκειται. Η μεταμοντερνιστική σκηνική ιδιόλεκτος αγαπά ιδιαιτέρως τις λίστες – και ο Γκαρσία το ίδιο, γι' αυτό και οι λίστες έχουν προνομιακή θέση στα έργα του. Αλλά μια λίστα είναι παρατακτική σύνδεση λέξεων/εννοιών και ως τέτοια, πολύ γρήγορα, εξισώνεται με ένα λεκτικό παιχνίδι. Οι νοηματικές συγκλίσεις και αντιθέσεις, οι αιρετικές συνάψεις και οι πνευματώδεις συσχετισμοί χάνουν την ποιοτική αξία τους. Το στοιχείο της ποσότητας υπερισχύει, γιατί μια σοβαρή λίστα οφείλει να είναι μια μακριά λίστα – όπως στο σούπερ-μάρκετ, μια λίστα είναι άξια λόγου αν μεταφράζεται σ' ένα ξέχειλο καρότσι.
Η Μαρία Σάββα δεν εκτίμησε σωστά, κατά τη γνώμη μου, την αρνητική λειτουργία μιας τέτοιας δόμησης του λόγου. Η πρώτη λίστα με την οποία ξεκινά η παράσταση αφορά μια σειρά ερωτημάτων που ξεκινούν με τη λέξη «Θυμάσαι» (π.χ. «Θυμάσαι την performance art; Θυμάσαι το Άουσβιτς; Θυμάσαι τη Χιροσίμα; Θυμάσαι τον Φράνκο;» κ.ο.κ.). Λίγο αργότερα, αρχίζει μια πολύ μεγαλύτερη λίστα που παίζει με το «Λυπήσου/Λυπηθείτε). Πάει κάπως έτσι: «Στα όμορφα κορίτσια: λυπηθείτε τους καθρέφτες / Στις άσχημες: λυπηθείτε τα κραγιόν / Στο καλό φαΐ: λυπήσου την Αφρική / Στα ξυπνητήρια: λυπηθείτε τα βροχερά πρωινά / Στους κύκλους: λυπηθείτε τους ατελείς / Στα πολύ χοντρά παιδιά : λυπηθείτε τα σάντουιτς με μπέικον/ κ.ο.κ...
Ακολουθεί το απόσπασμα που μιλάει για την αποκτήνωση της μεσαίας τάξης που «είχε πάρει μια τροπή εξαιρετικά σοφιστικέ», με εμμονές ευ ζην και χρόνο σπαταλημένο στην επιλογή του τάδε ή του δείνα προϊόντος. Έτσι συνέβη επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες, αλλά με την κρίση και την τεράστια ανεργία η καυστική μομφή σήμερα δεν είναι μόνο άκυρη αλλά και επικίνδυνη. Όπως έχουν επισημάνει σοβαροί διανοητές, αυτού του είδους η «αυτοκριτική» οδηγεί σε ενοχικά ψυχολογικά σύνδρομα. Άτομα και κοινωνίες μπλοκάρονται, παραιτούνται και περιορίζονται στο αυτομαστίγωμα, ενόσω το «Σύστημα» διασκεδάζει με την αναδιανομή του πλούτου από τα χέρια των περισσότερων στα θησαυροφυλάκια των ελαχίστων.
Τις καταγγελίες (των McDonald's και των Dunkin' Donuts ως συμβόλων της παρακμής του «αναπτυγμένου» κόσμου) και τα μικρά μέρη μελαγχολικού στοχασμού εξαφανίζουν οι λίστες που μέχρι τέλους διαδέχονται η μία την άλλη. Ξεχωρίζει η λίστα με τα μαθήματα που κάνουν οι σύγχρονοι άνθρωποι για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να σκοτώσουν τον χρόνο τους («Μαθήματα οικιακής οικονομίας / Μαθήματα διακόσμησης / Μαθήματα για να βελτιώσεις το φενγκ σούι σου / Μαθήματα επιβίωσης στη φύση/ Μαθήματα για να καταπολεμάς το άγχος σου / Μαθήματα για να διατηρείσαι πάντα νέος / Μαθήματα για να σώσεις τον γάμο σου / κ.ο.κ.), αυτή που ξεκινά με το «Θέλω να είμαι» ( Θέλω να είμαι η Σκάρλετ Ο' Χάρα / Θέλω να είμαι ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι / Θέλω να είμαι η μικρή γοργόνα / Θέλω να είμαι ο πρώτος αστροναύτης που πάτησε το φεγγάρι / Θέλω να είμαι ο Ερμής του Πραξιτέλους / κ.ο.κ.) και, βέβαια, η λίστα του Μαραντόνα. Εδώ, με απροκάλυπτο θαυμασμό, ο Γκαρσία αναδεικνύει τον Μαραντόνα σε απόλυτο είδωλο, πρότυπο του ανθρώπου που ξέφυγε, έστω αυτοκαταστροφικά, από τα καλούπια και τις προσδοκίες του (ποδοσφαιρικού) star-system.
Η περφόρμανς Αγόρασα ένα φτυάρι από το ΙΚΕΑ για να σκάψω τον τάφο μου αποτελεί κάτι σαν ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού του είδους λόγου και αυτού του είδους θεάτρου. Ο θεατής δεν έχει ανάγκη να ακούσει κάποιον να του λέει : «Δεν υπάρχει κανείς που να μιλάμε μαζί του / χωρίς να ποδοπατάει ο ένας τον άλλο / χωρίς να τον μικραίνει / να τον μαγκώνει / να τον βουβαίνει / δεν καταλαβαίνω πώς / έχει κανείς ακόμα την επιθυμία να συνεχίζει / δεν καταλαβαίνω πώς / έχει κανείς ακόμα την επιθυμία να εμπιστεύεται». Ούτε βοηθιέται αν ακούσει αιρετικούς αφορισμούς και εύκολα, ανόητα τσιτάτα (τύπου «Κάντε παιδιά και μην τα διαπαιδαγωγήσετε, έτσι θα υπάρξει ελπίδα»).
Από την εσχατολογία του Γκαρσία, προτιμώ να ακούσω και να δω πώς έζησε και δημιούργησε ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο (στην τελευταία ταινία του Βέντερς, Το αλάτι της γης) και πώς η κόλαση που γνώρισε, τραβώντας φωτογραφίες σε ακραίες χρονικές στιγμές στα πέρατα του κόσμου, έγινε δύναμη για να μετατρέψει μια τεράστια ξερή έκταση γης σε εθνικό δρυμό. Ο κινηματογράφος έχει κάτι ουσιαστικό να προτείνει, ενώ το θέατρο παραπαίει στα αδιέξοδά του.
Αγόρασα ένα φτυάρι από το ΙΚΕΑ για να σκάψω τον τάφο μου
Σκηνοθεσία: Μαρία Σάββα
Παίζουν: Μαρία Σάββα, Κατερίνα Κλειτσιώτη, Σωτήρης Μπακόλας, Βαγγέλης Ντίνος
Προσκήνιο
Καπνοκοπτηρίου 8 & Στουρνάρη, Πολυτεχνείο,Εξάρχεια
2108211855
Mέχρι : 28/4
6, 7, 20, 21, 27, 28/4, 9 μ.μ. (εκτός από 13, 14/4).
€ 7- 12