Ένατεράστιο Χ κυριαρχεί στο σκηνικό χώροτου θέατρου Άττις, σε κάθε σκέλος τουοποίου στέκεται ένα από τα πρόσωπα τηςκατά Θόδωρου Τερζόπουλου MademoiselleJulie(1888)του Στρίντμπεργκ. Κούφιος εσωτερικά οσταυρός (πολύσημο σύμβολο), θα υποδεχθείσύντομα μετά την έναρξη της σκηνικήςπράξης τη Σοφία Μιχοπούλου, μια απόμακρηΚριστίν, που γνωρίζει την ιστορία τουέργου σαν να την έχει ακούσει εκατοντάδεςφορές ή σαν μια ταινία που την έχει δεικαι ξαναδεί (ίσως γι' αυτό κρατά έναξεδιπλωμένο φιλμ που επεξεργάζεταιαδιάφορα κατά στιγμές, ενώ κάποια στιγμήακούγεται η φράση «Lecarréestperdue»).Στο άλλο σκέλος θα ξαπλώσει, σαν σε τάφο,η Ιουλία με μαύρο φόρεμα και κόκκινεςγόβες. Η Σοφία Χιλλ χρησιμοποιεί δύοφωνές που και οι δυο δεν είναι φυσικές,αλλά προέρχονται θαρρείς από τα βάθητης ύπαρξης, ώστε η εντύπωση να είναιαλάθητη: είναι καταραμένη, μία ζωντανήνεκρή, που έχει γνωρίσει το θάνατο προτούπεθάνει. Θέλει τον έρωτα του Ζαν όπωςένα βαμπίρ αποζητά λίγο αίμα - είναι,όπως έχει γράψει ο PerOlovEnquist,η εκτελέστρια, αυτή που κινεί τα νήματααπό επιθυμία θανάτου.
ΗMademoiselleJulieτου Τερζόπουλου ακολουθεί ευδιάκριταψυχαναλυτικά μονοπάτια: η ψυχοπαθολογίατης γυναίκας προέρχεται από το θεμελιώδηανταγωνισμό ανάμεσα στην ενόρμηση τηςζωής και την ενόρμηση του θανάτου.
Ηπαράσταση του Άττις βέβαια κινείταικαι σε δύο ακόμη κατευθύνσεις, εκ τωνοποίων η πρώτη αναφέρεται στην προηγούμενηέρευνα του σκηνοθέτη σε έννοιες-κλειδιάτου αρχαίου δράματος. Ο Θανάσης Αλευράς,λ.χ., είχε το πρόσωπο-μάσκα που έχουμεξαναδεί σε άλλες παραστάσεις του Άττις.Το παγωμένο χαμόγελο του προσώπου, έναμόλις βήμα πριν την κραυγή, παραπέμπειστη μάσκα του σατυρικού δράματος, ανδεχθούμε ότι το εν πολλοίς άγνωστο είδοςαντιστοιχεί στο προϊστορικό υπόστρωματου δράματος, ότι είναι «προβαθμίδατης τραγωδίας».
Ηάλλη κατεύθυνση έχει να κάνει με τορόλο, κρίσιμο και αμφίσημο, του ΤάσουΔήμα στον επιπρόσθετο ρόλο του Θεατή.Οι περισσότερες (ή όλες;) προτάσεις πουβγαίνουν από το στόμα του είναι γαλλικές.Μ' ένα «MademoiselleJulie»,συνοδευόμενο από ένα αγριευτικό γέλιοπου κλιμακώνεται σε ένταση και σταματάαπότομα, ή μ' ένα «Laguerrecommence»που συμπληρώνει τους (ηχητικούς)αλλεπάλληλους πυροβολισμούς που συνδέουντη σκηνή με πεδίο μάχης, καλύπτεται τοδισυπόστατο ζήτημα του πολέμου ανάμεσαστα δύο φύλα και της σύγκρουσης ανάμεσαστις κοινωνικές τάξεις, στα οποίαεξαντλούνταν μέχρι πρότινος οι αναλύσειςγια το εν λόγω έργο του Στρίντμπεργκ. Ηειρωνική χρήση γαλλικών αποσπασματικώνφράσεων, εκτός του ότι δείχνει τα ασαφήόρια όπου το τραγικό συναντά το γελοίοκι η απόγνωση γίνεται κυνισμός, είναιμου φαίνεται κι ένα σχόλιο «θεατρολογικού»ενδιαφέροντος στο ένδοξο παραστασιολογικόπαρελθόν της Δεσποινίδος Τζούλιας στηχώρα μας - τότε που, κατά το ξενοπουλικόρηθέν, η Ελλάς ήταν μια λογοτεχνικήεπαρχία της Γαλλίας, η (όποια) αστικήτάξη της χώρας είχε για δεύτερη γλώσσατη γαλλική και η Τζούλια ανέβαινε σανένα ακόμη αστικό δράμα. Σημειωτέον ότιτο έργο σύστησε στους καλλιεργημένουςΑθηναίους ο Γιάννης Καμπύσης (1872-1901) στοτεύχος Αυγούστου/Σεπτεμβρίου 1899 τουπρωτοποριακού περιοδικού«Η Τέχνη» και ότι πρωτοπαρουσιάστηκεστο ελληνικό κοινό από την Κυβέλη (ΘέατροΚυβέλης, πρεμιέρα 4 Αυγούστου 1908),προσαρμοσμένο στην αισθητική ηθική τουσυντηρητικού αθηναϊκού κοινού και μετάαπό εισαγωγικό λόγο του Ξενόπουλου, πουπροσπάθησε να προετοιμάσει την υποδοχήτο έργου.
Ηπαράσταση του Τερζόπουλου είναι δηλαδήένα σχόλιο στο έργο που λειτουργεί σεπολλά επίπεδα: σε σχέση με το σκηνικόπαρελθόν του, σε σχέση με την αρχαίατραγωδία (ναι, η Ιουλία σαν άλλη Βάκχη)ως προνομιακό χώρο έμπνευσης και έρευναςτου σκηνοθέτη αλλά και σε σχέση μεμείζονες θεωρίες του σύγχρονου πολιτισμού,όπως η μετά το 1920 διευρυμένη αντιμετώπισητης φροϋδικής αρχής της ηδονής.
Κατάτ' άλλα, η βαρύνουσα σε προηγούμενεςπαραστάσεις του Άττις σημασία τηςσωματικής έκφρασης εδώ έχει υποχωρήσει.Η γεωμετρία της σκηνικής πράξης (όπωςαποτυπώνεται στην τοποθέτηση τωνηθοποιών στη σκηνή σε διαφορετικέςστιγμές της παράστασης), οι συμμετρίες,η συμβολική φόρτιση των αντικειμένων(οι κόκκινες γόβες, το λουλούδι τουθανάτου που ανθίζει στο κέντρο τουσταυρού όταν οι δύο εραστές ενωθούνκ.ο.κ), η κυριαρχία του μαύρου, το κόκκινοφως που σπάει το μαύρο σκοτάδι, ακολουθούνκι εδώ το γνωστό κώδικα του σκηνοθέτη.
Τοθέατρο του Τερζόπουλου δεν είναι γιατις μάζες αλλά για ένα κοινό που έχειγνώση και διάθεση να εισχωρήσει στονκώδικα του σκηνοθέτη. Κάποιοι υποστηρίζουνότι αν έχεις δει μια παράστασή του,τις έχεις δει όλες. Αλλά όλοι οι σημαντικοίδημιουργοί έχουν συγκροτήσει το οικείολεξιλόγιό τους, τον προσωπικό κώδικακαι ύφος τους και βάσει αυτού κινούνται,χωρίς αυτό να απαξιώνει τη δουλειά τους.Άλλωστε αυτό που μας λείπει σήμερα είναιμία ενοποιητική δύναμη που μπορεί νααντικαταστήσει τους απανωτούς θανάτουςτης μετα-νεωτερικότητας. Ο Τερζόπουλοςαυτήν τη δύναμη την έχει, γι' αυτό καιη παρουσία του στο ελληνικό θέατρο είναιπολύτιμη.