Ποτέ δεν κουράζομαι να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω το «Ορλάντο» (1928) της Βιρτζίνια Γουλφ – είναι ένα αριστούργημα, από κείνα τα ανεκτίμητα κείμενα που θα λάμπουν σαν ήλιοι όσο θα υπάρχουν άνθρωποι. Φαντάζομαι τη μορφή της Γουλφ, σαν μοντέλο του Ροσέτι ή κάποιου άλλου από τους προραφαηλίτες ζωγράφους, να γράφει μονοκοντυλιά, ο ήλιος να ανεβαίνει και να κατεβαίνει, φωτίζοντας και σκοτεινιάζοντας το δωμάτιο κι εκείνη μ’ ένα χαμόγελο Τζοκόντας να συνεχίζει να γράφει, έχοντας εντός της όλο τον κόσμο και τους ανθρώπους του, μέχρι την τελευταία τελεία. Σα να λογοτεχνίζω μου φαίνεται − κι αυτό θα ήταν ύβρις, αν δεν αποδείκνυε τη δύναμη αυτού του κειμένου. Που σε ωθεί να γράψεις κάπως καλύτερα, να ξαναβρείς τη μαγεία των λέξεων που το ίδιο δοξάζει.
Έχουν γραφτεί πολλά γι’ αυτό το έργο, κυρίως για τη σατιρική διάθεση με την οποία η Γουλφ σχολιάζει την αγγλική λογοτεχνία στην εξέλιξή της από τον 17ο αι. έως τους διανοούμενους και λογοτέχνες του κύκλου του Mπλούμσμπερι, στον οποίο και η ίδια ανήκε. Άλλα τόσα έχουν γραφτεί από την πλευρά των Gender Studies, μια που η Γουλφ, αμφισεξουαλική καθώς ήταν, γράφει για ένα πλάσμα που υπήρξε και ως άνδρας και ως γυναίκα. Για τους Άγγλους έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, γιατί στις γραμμές του «Ορλάντο» αναγνωρίζουν βιογραφικά στοιχεία γνωστών ευγενών, όπως η Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ (1892-1962), μια αριστοκράτισσα που η σκούφια της κρατούσε από την εποχή της Ελισάβετ Α’, με την οποία η Γουλφ είχε φιλική (με ερωτικές αποχρώσεις) σχέση για χρόνια. Το σπίτι του/της Ορλάντο με τα 365 δωμάτια είναι το περίφημο Knole House, πατρογονικό της Βίτα, που χτίστηκε στα τέλη του 16ου αι. Ο γιος της Βίτα, Nigel Nicolson, έγραψε ότι πρόκειται για το πιο γοητευτικό ερωτικό γράμμα που γράφτηκε ποτέ, αλλά πρέπει να ήταν είτε πολύ ματαιόδοξος ή να μην καταλάβαινε τι διάβαζε, για να διακρίνει στο μυθιστόρημα της Γουλφ μόνο την αφοσίωση στη μητέρα του.
Οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν αυτό το αξιοθαύμαστο πλάσμα σαν να μαγεύονται, σαν να παίρνει φωτιά η ψυχή τους. Αυτό συνέβη και με την Αμαλία Καβάλη, που πρώτη φορά είδα στη σκηνή.
Πολλά έχουν γραφτεί και για τη μορφή της αφήγησης, αυτή την παιγνιώδη μίμηση βιογραφίας, είδος που αγαπούσαν πολύ οι Άγγλοι της βικτωριανής εποχής (και εξακολουθούν ν’ αγαπούν πάντα). Η σατιρική διάσταση του κειμένου μπορεί και να περάσει απαρατήρητη αν ο αναγνώστης αγνοεί ότι ο πατέρας της Γουλφ, ο σερ Λέσλι Στίβεν, ήταν ο πρώτος editor του Dictionary of National Biography. Και, βέβαια, δεν ευφυολογεί η Γουλφ/αφηγητής όταν γράφει: «Η αληθινή διάρκεια της ζωής κάθε ατόμου, ό,τι κι αν λέει το Βιογραφικό Λεξικό, είναι πάντα διαφιλονικούμενο θέμα».
Ή όταν μιλάει για τους πολλαπλούς εαυτούς κάθε ανθρώπου: «Καθένας μπορεί να πολλαπλασιάζει, από την εμπειρία που έχει, τις διάφορες συμφωνίες που έχει συνάψει με τους ποικίλους εαυτούς του – και μερικές είναι πολύ γελοίες για να αναφερθούν σ’ ένα βιβλίο. Έτσι η Ορλάντο, στη στροφή του δρόμου, κοντά στη σιταποθήκη, φώναξε “Ορλάντο” δίνοντας κάποιο ερωτηματικό τόνο στη φωνή της και περίμενε. Η Ορλάντο δεν ήρθε. “Καλά λοιπόν”, είπε, μ’ όλη την καλή διάθεση που έχουν οι άνθρωποι σε παρόμοιες περιπτώσεις, και προσπάθησε άλλη μία φορά. Είχε πολλούς εαυτούς άλλωστε να φωνάξει – περισσότερους απ’ όσους επιτρέπει ο χώρος να καταδείξουμε, γιατί μια βιογραφία θεωρείται πλήρης εάν αναφέρει έξι ή επτά εαυτούς, ενώ, αντίθετα, ένα άτομο μπορεί να έχει χιλιάδες».
Ίσως ακριβώς γι’ αυτό κάθε Ορλάντο στο θέατρο είναι διαφορετικός/ή. Απ’ όλα αυτά τα υπέροχα που γράφει η Γουλφ, σε κάθε καινούργια σκηνική διασκευή αναγκαστικά γίνεται μια επιλογή που φωτίζει κάποια στοιχεία του/της Ορλάντο ως «δραματικό» πρόσωπο, συγκεκριμένα μέρη της σκέψης της συγγραφέως, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της γραφής της. Το σκηνικό κείμενο της Ιώς Βουλγαράκη, ας πούμε, για την παράσταση στο Skrow Theater δεν στάθηκε στη λογοτεχνική σάτιρα του πρωτοτύπου, παρά μόνο στο επεισόδιο με τον ποιητή Νικ Γκριν, η συνέπεια του οποίου ήταν «υπαρξιακής» τάξης για τον ήρωα. Η σκηνοθέτις εστίασε στα πιο σημαντικά και προσωπικά του/της Ορλάντο, που αναγκαστικά αφορούν τα δύσκολα της ύπαρξης. Φώτισε δε ένα μείζον χαρακτηριστικό του κειμένου, αυτήν τη διαρκή συσχέτιση και αντιπαράθεση σκέψης και φύσης. Η Ορλάντο σκέπτεται συνεχώς, ζει και ξαναζεί τις εμπειρίες της, αναστοχάζεται τα βιώματά της, σαν να τριγυρίζει σ’ ένα δωμάτιο (του εσώτερου εαυτού της) – ή έστω στα 365 δωμάτια, ένα για κάθε μέρα του χρόνου, του Knole House. Λύτρωση, ωστόσο, βρίσκει μόνο στην επαφή του/της με την αιώνια αλήθεια της φύσης, την οποία η Γουλφ αποθεώνει με εκπληκτικές εικόνες, γεμάτες χρώμα και ήχους, στο πλαίσιο ενός εμπνευσμένου stream of consciousness. Κι ας λέει ο αφηγητής, στην αρχή ακόμη, για τις πρώτες συγγραφικές προσπάθειες του νεαρού Ορλάντο, όταν ο ήρωας προσπαθεί να βρει το ακριβές επίθετο για τη συγκεκριμένη απόχρωση του πράσινου της δάφνης κάτω από το παράθυρό του, ότι «Η φύση και τα γράμματα τρέφουν μια φυσική αμοιβαία αντιπάθεια. Βάλτε τα πλάι πλάι και θ’ αρχίσουν αμέσως να κατασπαράζονται. Η απόχρωση του πράσινου που μόλις είχε παρατηρήσει ο Ορλάντο του χάλασε τη ρίμα και του έσπασε το μέτρο».
Η δύναμη αυτού του κειμένου αποδεικνύεται και σ’ αυτό: όσες φορές το είδα στη σκηνή, σε εντελώς διαφορετικές εκδοχές, όλες είχαν ενδιαφέρον. Κι ας μην είχαν τον πλούτο της παραγωγής που εξασφάλιζε π.χ. την παγωμένη, τέλεια ομορφιά των παραστάσεων του Μπομπ Γουίλσον (που το έχει παρουσιάσει, σε διαφορετικές γλώσσες, με τη Γιούτα Λάμπε, την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τη Μιράντα Ρίτσαρντσον). Οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν αυτό το αξιοθαύμαστο πλάσμα σαν να μαγεύονται, σαν να παίρνει φωτιά η ψυχή τους. Αυτό συνέβη και με την Αμαλία Καβάλη, που πρώτη φορά είδα στη σκηνή. Ερμήνευσε τόσο όμορφα τον λόγο, με τέτοια φυσικότητα, σαν να έγινε ένα με τον ρυθμό του. Ηθοποιός και λόγος κατάφεραν να γίνουν ένα. Η σκηνική διαμόρφωση ήταν υποτυπώδης, καθρέφτες διαφορετικών σχημάτων και μεγέθους, τοποθετημένοι στο δάπεδο – τα πολλαπλά πρόσωπα του/της ηρωίδας δεν έχουν ανάγκη τις αντανακλάσεις τους. Μπράβο στη νεαρή ηθοποιό για τα 70 ψυχοθεραπευτικά λεπτά που προσφέρει με την ερμηνεία της, μπράβο και στη σκηνοθέτιδα, που μετά την άψογη σκηνοθεσία της στη βωβή «Μισαλλοδοξία» (Στέγη, Γενάρης 2016), έδειξε εδώ ότι μπορεί να κάνει θαύματα και με τη διδασκαλία του λόγου.