Κυκλοφορούσε αρκετά χρόνια στο θέατρο η Λένα Κιτσοπούλου προτού κάνει «μπαμ» με το Χαίρε Νύμφη τη σεζόν 2011-12, μια πειραγμένη προσέγγιση του δίπρακτου αστικού δράματος του Ξενόπουλου. Υπό την επιρροή της μόδας του γερμανικού σκηνικού μεταμοντερνισμού (του ίδιου που έχει οδηγήσει σήμερα σε αδιέξοδο το γερμανικό θέατρο, αλλά εξακολουθεί να εμπνέει αρκετούς Έλληνες σκηνοθέτες ), υιοθέτησε την ειρωνεία, τον κυνισμό και την παρωδία ως τους πλέον έγκυρους τρόπους προσέγγισης της σύγχρονης απελπισίας. Το έργο του Ξενόπουλου, του 1930, ήταν ιδανικό υλικό: είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με την εποχή του, ώστε εκ των πραγμάτων να μην μπορεί να μιλήσει στην εποχή μας. Άρα, μεταμορφώνοντας την κατεστραμμένη από τον πρώτο της έρωτα και τις κοινωνικές συμβάσεις ηρωίδα του Ξενόπουλου σε Έιμι Γουάινχαουζ (μόλις προ ολίγων μηνών συγχωρεμένη), όχι μόνο κανείς δεν ενοχλείται αλλά, αντιθέτως, γίνεται ο αναγκαίος θόρυβος που προκαλεί το ενδιαφέρον εκείνου του κοινού που παραμυθιάζεται, εν πλήρει συγχύσει, με έννοιες όπως «ανατροπή» και «πρωτοπορία».
Μήπως οι βωμολοχίες, οι σκηνές από επαρχιώτικα μπουζουξίδικα, το ξεσκέπασμα του μικροαστισμού, η εμμονή στη γελοιότητα των πραγμάτων, η συνομιλία ως βασίλειο της κοινοτοπίας, τα προκλητικά σχόλια, η υπερβολή αποτελούν κάτι σαν δραματουργική «μανιέρα», μια εξέλιξη καθόλα αρνητική στην πορεία της;
Στα χρόνια που ακολούθησαν η παιγνιώδης ανατροπή έγινε ο οικείος τρόπος της Κιτσοπούλου, είτε καταπιανόταν με ιστορικά πρόσωπα (Αθανάσιος Διάκος), είτε με κλασικά παραμύθια (με ποπ υπεραξία όπως η Κοκκινοσκουφίτσα), είτε με κλασικά θεατρικά έργα (Ματωμένος Γάμος). Οι επιλογές της ήταν έξυπνες αφού αφορούσαν πάντα κάτι περισσότερο απ' ό,τι αρχικά φαινόταν. Έτσι, ασχολούμενη με τον Αθανάσιο Διάκο (ποντάροντας μάλιστα στην αντίθεση του δεκαπεντασύλλαβου σε σύγχρονα συμφραζόμενα), ήταν φυσικό να προκληθούν συζητήσεις που άπτονται της ταραγμένης σχέσης μας με την Ιστορία μας σε μια εποχή εθνικιστικής έξαρσης. Με την Κοκκινοσκουφίτσα, πάλι, παραμύθι δημοφιλές ακόμη και σε ψυχαναλυτές και κοινωνιολόγους, η συζήτηση για την κανονιστική, ηθικοδιδακτική λειτουργία των παραμυθιών (στα οποία η βία –λύκοι, μάγισσες, τέρατα που τιμωρούν τα κακά παιδιά– έχει πρωτεύοντα ρόλο) δεν άνοιξε, γιατί η «ανατρεπτική» παράσταση βυθίστηκε στην μπαλαφάρα, στη σύγχυση, στην έλλειψη κάθε δημιουργικής πίστης.
Την εποχή των κοινωνικών δικτύων και της κρίσης, που μεγεθύνει τις εντυπώσεις σε βαθμό δυσανάλογο προς το αντικείμενο που τις προκάλεσε, οι παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου απέκτησαν fan club στο κοινό και τα ΜΜΕ και τα κλισέ (τύπου «όπως συμβαίνει με όλες τις παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου, είναι μια παράσταση που ή θα τη λατρέψεις ή θα τη μισήσεις») άρχισαν να παίρνουν και να δίνουν, ενισχύοντας κι άλλο τη συζήτηση για το αν υπάρχει κάτι πιο σοβαρό πίσω από την πλάκα και την κενή νοήματος πρόκληση στις παραστάσεις της. Στον κόσμο της επικοινωνιακής έκστασης και της event-culture ακόμη και αρνητικές κριτικές λειτουργούν θετικά ως προς τη διάχυση της πληροφορίας και την προβολή του «καλλιτεχνικού» έργου.
Μόνο που τα ίδια στοιχεία σε έργα εντελώς άσχετα μεταξύ τους άρχισαν να προβληματίζουν ακόμη και τους «οπαδούς» της. Μήπως οι βωμολοχίες, οι σκηνές από επαρχιώτικα μπουζουξίδικα, το ξεσκέπασμα του μικροαστισμού, η εμμονή στη γελοιότητα των πραγμάτων, η συνομιλία ως βασίλειο της κοινοτοπίας, τα προκλητικά σχόλια (π.χ. για τους χοντρούς, για τους «πούστηδες» κ.ο.κ.), η υπερβολή (π.χ. η δεκαπεντάλεπτη σκηνή αυνανισμού στην Κοκκινοσκουφίτσα ή η σκηνή που η μητέρα θηλάζει τον Γαμπρό στον Ματωμένο Γάμο) αποτελούν κάτι σαν δραματουργική «μανιέρα», μια εξέλιξη καθόλα αρνητική στην πορεία της; Η ίδια στις συνεντεύξεις της δίνει απαντήσεις που προσκρούουν σε ένα μέτωπο αντιφάσεων και σε ένα «απολύτως προσωπικό» σύμπαν που διεκδικεί το δικαίωμά του να ασχολείται με ό,τι γουστάρει, όπως και όταν γουστάρει.
Αναφορικά με το έργο της στο Θέατρο Τέχνης (ξέρετε, αυτό με τον μακροσκελή τίτλο Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις –τόσο μακροσκελή, που σε βάζει στον πειρασμό να σκεφτείς πως είναι άλλο ένα κόλπο για να προκληθεί, τεχνηέντως και προκαταβολικά, ενδιαφέρον για την παράσταση)–, είπε πρόσφατα: «Άδειασα τελείως από τα προηγούμενα, πριν ξεκινήσω. Εκεί άρχισε κάτι να ξεμυτίζει. Αυτήν τη φορά δεν ήθελα να επαναλάβω σε φόρμα κάτι που έχω ξανακάνει. Δεν ήθελα πάλι τα ίδια». Mόνο που δύο γραμμές πιο κάτω παραδέχεται: «Αλλά δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς. Πάλι ο εαυτός μου βγήκε» (συνέντευξη στον Γιώργο Μητρόπουλο, «Euronews», 16.2.15).
Μετά, λοιπόν, τον ανεκδιήγητο καλοκαιρινό Ματωμένο Γάμο, η Κιτσοπούλου θέλησε να δοκιμάσει, καθώς λέει, μια άλλη «δομή», χωρίς δράση και χωρίς μουσική, ειδικούς φωτισμούς και σκηνικά εφέ. Μόνο που η μη-δράση είναι κι αυτή μια «δράση» (που εκκινεί από την αδράνεια), η έλλειψη μουσικής έχει ξαναδοκιμαστεί και στο θέατρο και στον κινηματογράφο και η έλλειψη φωτισμών και εφέ είναι το απόλυτο ρεαλιστικό εφέ. Για την ακρίβεια, οι μόνες στιγμές που ο ρεαλισμός του ασήμαντου σπάει είναι όταν τα δύο πρόσωπα εξεγείρονται (με πράξεις που φαντάζονται, όπως ότι ο ένας σκοτώνει τον άλλον, ή με ουρλιαχτά, τικ και παραμιλητά).
Είναι αναφαίρετο το δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφράζεται όπως κάνει κέφι, αλλά ο μηδενισμός και ο απολιτικός «αναρχισμός» στερεί από την τέχνη του θεάτρου τους λόγους ύπαρξής του.
Το ζήτημα είναι αλλού: αν μπορούν τα πάντα να γίνουν θέατρο, τότε ποιος εμποδίζει την Κιτσοπούλου να κάνει παράσταση ανερμάτιστες κουβέντες παραίτησης, πλήξης, αφασίας μεταξύ φίλων, τύπου «λιωμένοι στους καναπέδες»; Ώσπου, μετά από 70 λεπτά φλυαρίας, με βωμολοχίες που παραπέμπουν σε μαθητές Λυκείου και αστεϊσμούς επιθεωρησιακού χιούμορ, η «ανατροπή» ζητάει τα ρέστα: οι δύο ηθοποιοί βγαίνουν από τους ρόλους τους (που εδώ συμπίπτουν με τον «πραγματικό» εαυτό τους) και παρατηρούν το φαινόμενο, τη σχέση σκηνής/ερμηνευτών και πλατείας/θεατών. Είναι δυνατόν, αναρωτιούνται μεγαλοφώνως ο Γιάννης Κότσιφας και η Λένα Κιτσοπουλου, να κάθονται και να μας βλέπουν; Είναι τόσο ηλίθιοι οι θεατές ώστε να κρέμονται από τα χείλη μας; Αν κανείς δεν σηκώνεται να φύγει, καταγγέλλοντας την «απάτη», ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, ότι δεν υπάρχει τίποτα να μοιραστούμε με κανέναν, τότε πραγματικά ο κόσμος είναι χαμένος. Γιατί, βγαίνει το συμπέρασμα, ή το κοινό έχει αποβλακωθεί ή είναι τόσο απελπισμένο, ώστε ν' αναζητεί νοήματα στην πλήρη απουσία νοήματος.
Η διερώτηση ενώπιον των θεατών θα μπορούσε να είναι άλλο ένα μεταμοντερνιστικό εύρημα, από αυτά που έχουμε ξαναδεί (μεταξύ άλλων και από την ίδια, στο εισαγωγικό δραματίδιο της ταξιθέατριας στην Κοκκινοσκουφίτσα). Κάπως έτσι εξασφαλίζεται, άλλωστε, το άλλοθι μιας σκέψης πιο βαθιάς πίσω από το τίποτα της παράστασης, που αφορά τα όρια της παραστασιμότητας. Τσιμπάει κανείς; Λυπάμαι, όχι. Η αγωνία για τα όρια του θεατρικού και της αναπαράστασης οφείλει να εκκινεί από μια θέση, έστω από μια αντίθεση, πάντως όχι από την ολική άρνηση.
Είναι αναφαίρετο το δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφράζεται όπως κάνει κέφι, αλλά ο μηδενισμός και ο απολιτικός «αναρχισμός» στερεί από την τέχνη του θεάτρου τους λόγους ύπαρξής του. Το θέατρο, όχι ως τέχνη αλλά ως αγορά, αποτελεί ένα σύστημα και όποιος θέλει να τα βάλει με το σύστημα, ας κάνει θέατρο χωρίς να ζητάει εισιτήριο. Το θέατρο, όχι ως αγορά αλλά ως τέχνη, οφείλει να έχει συνείδηση της ηθικής (πολιτικής και αισθητικής με την ευρεία έννοια) σημασίας του – αν ο δημιουργός δεν έχει να πει κάτι θετικό και ουσιαστικό, ας μην κάνει θέατρο.
Η Λένα Κιτσοπούλου δηλώνει: «Με πληγώνει αυτό που είναι ο άνθρωπος. Αυτό το οποίο σιχαίνομαι σ' αυτόν αποδεικνύεται δυστυχώς κάθε φορά. Με κάνει να αισθάνομαι μόνη. Με κάνει να φοβάμαι. Μετά, ευτυχώς, παίρνω τις ενέσεις από το καλό και το όμορφο που υπάρχει γύρω μου και επανέρχομαι». Δεν είναι η μόνη που αισθάνεται έτσι. Αλλά επειδή είναι πολλοί αυτοί που αναζητούν τις ενέσεις από το καλό και το όμορφο στο θέατρο, ας το αφήσουμε να λειτουργεί σαν φάρμακο. Όχι ως επιβεβαίωση της αρρώστιας.
«Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις»
Της Λένας Κιτσοπούλου
Ερμηνεύουν: Γ. Κότσιφας, Λ. Κιτσοπούλου
Σκην.-κοστ.: Ν. Λάτση
Θεατρο Τεχνης
«Καρολος Κουν»
Φρυνίχου 14, Πλάκα,
210 3222464
Mέχρι τις 5/4/2015
Παραστάσεις:
Δευτ. 8 μ.μ. Παρ. 9.15 μ.μ., Σάβ., Κυρ. 9.30 μ.μ.
Τιμή: €16, 12 (Σάβ.-Κυρ.), 15, 10 (Παρ.), 10 (Δευτ.).