Γεννιόμαστε ή «γινόμαστε»; Είναι η ομοφυλοφιλία, και κατ' επέκταση η ετεροφυλοφιλία και κάθε άλλος ερωτικός προσανατολισμός «επίκτητος» ή γραμμένος στα γονίδιά μας, με τη διαπαιδαγώγηση, τα ήθη και το πολιτισμικό περιβάλλον να παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην εκδήλωσή του;
Αν ισχύει αυτό, τι συνέπειες, τι προοπτικές αλλά και τι, ενδεχομένως, κίνδυνοι προκύπτουν σε ζητήματα αυτοσυνείδησης, ταυτότητας (σεξουαλικής αλλά και φύλου), διεκδίκησης δικαιωμάτων, απελευθέρωσης;
Έχει, άραγε, η ομοφυλόφιλη επιθυμία κάποιον ρόλο εξελικτικό; Τι μπορεί να μας διδάξει σχετικά η μελέτη της σεξουαλικότητας των ζώων; Υπάρχουν πράγματι «γκέι» κριάρια; Γιατί κάποιοι ζητούν την... κεφαλή του συγγραφέα επί πίνακι;
Αυτά και άλλα συζητήσαμε με τον Jacques Balthazart, καθηγητή Συμπεριφορικής Νευροενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης και ομότιμο διευθυντή της μονάδας Νευροεπιστημών του GIGA που με το εν λόγω πόνημά του (2010) αναζωπύρωσε μια διαμάχη δεκαετιών.
Πράγματι, τα συμπεράσματά του σηκώνουν αρκετή κουβέντα, παρότι προκύπτουν, καθώς λέει, από επιστημονικές παρατηρήσεις και όχι αυθαίρετες προσωπικές εκτιμήσεις.
Επισημαίνει, εντούτοις, ότι «η ανθρώπινη σεξουαλικότητα, μια δραστηριότητα τόσο σωματική όσο και εγκεφαλική, είναι η πλέον περίπλοκη και πολυδιάστατη στο ζωϊκό βασίλειο» και ότι ο ίδιος δεν αποσκοπούσε να προκαλέσει κάποιο σκάνδαλο παρά να συνδράμει στη βαθύτερη κατανόηση της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας αφενός, στην ευρύτερη αποδοχή της αφετέρου.
Το βιολογικό φύλο αναφέρεται στην ανατομία, στην ύπαρξη ανδρικών ή γυναικείων γεννητικών οργάνων και στο σχετικό ορμονικό περιβάλλον. Όλο το υπόλοιπο προφανώς και είναι κατά βάση μια κοινωνική-πολιτισμική κατασκευή, υπάρχουν εντούτοις χαρακτηριστικά που θεωρούνται περισσότερο «αρσενικά» ή «θηλυκά», ανεξαρτήτως κουλτούρας και ανατροφής.
— Καταρχάς, τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Κατ' επέκταση, γιατί μια «βιολογία της ομοφυλοφιλίας» και όχι της ετεροφυλοφιλίας ή της αμφιφυλοφιλίας;
Το ενδιαφέρον μου ξεκίνησε όταν άρχισα να μελετώ τη φυλετική διαφοροποίηση, δηλαδή τη διαδικασία κατά την οποία τα στεροειδή καθορίζουν ήδη από το εμβρυακό στάδιο την οργάνωση του εγκεφάλου, οδηγώντας το άτομο να εκδηλώσει τη συμπεριφορά του ενός ή του άλλου φύλου.
Σταδιακά διαπίστωσα ότι, αντίθετα από τα περισσότερα ζώα που «υιοθετούν» εξαρχής φυλετικά διαφοροποιημένους ρόλους, η ανθρώπινη σεξουαλικότητα εκφράζεται με πολλά διαφορετικά μοτίβα συμπεριφοράς που δεν αντιστοιχούν πάντα με το δοθέν φύλο, ενώ σε όλους σχεδόν τους πολιτισμούς και τις ιστορικές περιόδους φαίνεται ότι υπάρχει ένα σταθερό 3-8% ανδρών και γυναικών με αποκλειστική προτίμηση στο ίδιο φύλο, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε κοινωνικές και ηθικές συμβάσεις.
Διαπίστωσα, επίσης, πως μολονότι στην Αμερική π.χ. η βιολογική ερμηνεία της ομοφυλοφιλίας θεωρείται πλέον προσέγγιση «ρουτίνας», στη Γαλλία και στην Ευρώπη γενικότερα κυριαρχούν οι φροϊδικές και άλλες ψυχαναλυτικού ή κοινωνιολογικού τύπου αναλύσεις, τις οποίες θεωρώ ανεπαρκείς. Ούτε π.χ. το Οιδιπόδειο, ούτε η απουσία πατέρα παίζουν τον καθοριστικό ρόλο που τους έχει αποδοθεί.
Γιατί, τώρα, μια «βιολογία της ομοφυλοφιλίας»; Ήταν απλώς η ερευνητική αφορμή, είναι, αν θέλετε, κι ένα θέμα εμπορικά «πιασάρικο»! Απ' όποια αφορμή κι αν ξεκινήσει κανείς, όμως, πάλι στο μυστήριο της ανθρώπινης σεξουαλικότητας εν γένει θα καταλήξει. Οπότε, εξετάζοντας το μέρος, εξετάζουμε τρόπον τινά και το όλον.
— Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα της έρευνάς σας; Μπορεί, άραγε, η ομοφυλόφιλη επιθυμία να εξηγηθεί απλώς ως αποτέλεσμα ενδοκρινολογικών, νευροβιολογικών και ανατομικών παραγόντων;
Συνοπτικά μιλώντας, δεδομένου ότι διάφοροι γενετικοί, ορμονικοί, ίσως και ανοσολογικοί παράγοντες που δρουν στο εμβρυακό στάδιο ή στο ξεκίνημα της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν σημαντικά τον σεξουαλικό προσανατολισμό, μοιάζει βέβαιο ότι μια πιθανή εξήγηση της ομοφυλοφιλίας κλείνει εμφανώς υπέρ των βιολογικών παραγόντων.
Τόσο στα ζώα όσο και στον άνθρωπο η ομοφυλοφιλία φαίνεται πως είναι καταρχάς αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης ορμονικών και γενετικών εμβρυακών παραγόντων, με τις μεταγενέστερες κοινωνικές και ερωτικές εμπειρίες του ατόμου να συντελούν δευτερευόντως στην ενεργοποίηση μιας ήδη υπάρχουσας προδιάθεσης.
— Οπότε γεννιόμαστε, δεν «γινόμαστε»; Είχε δίκιο η Lady Gaga όταν τραγούδησε το «Born this way»;
Υπάρχει ένα είδος προκαθορισμού, αυτό είναι βέβαιο! Κάθε περίπτωση είναι, βεβαίως, διαφορετική και οπωσδήποτε δεν έχουμε επαρκείς απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, όμως η βιολογία είναι που έχει την πρωτοκαθεδρία – η κουλτούρα, το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, όλα αυτά έπονται.
— Κάποια παραδείγματα τέτοιων βιολογικών διαφορών;
Ευχαρίστως! Καταρχάς, ο φυλετικά δίμορφος πυρήνας της προοπτικής περιοχής (ΦΔΠ) εμφανίζεται κατά μέσο όρο δύο φορές μικρότερος στα ομοφυλόφιλα άτομα.
Ο ισθμός του μεσολοβίου είναι συνήθως εμφανώς μεγαλύτερος στους ομοφυλόφιλους άντρες, γι' αυτό και είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό αριστερόχειρες ή αμφιδέξιοι συγκριτικά με τους ετεροφυλόφιλους.
Η απουσία ανδρογόνων στην εμβρυογένεση προδιαθέτει για έλξη προς τους άνδρες, το ίδιο και τα αναλογικά μικρότερα μακρά οστά χεριών και ποδιών.
Ο λόγος του μέσου με τον παράμεσο στα δάκτυλα των χεριών είναι κατά κανόνα μεγαλύτερος στις λεσβίες απ' ό,τι στις ετεροφυλόφιλες, ένδειξη ότι όντας έμβρυα εκτέθηκαν σε υπερβολική τεστοστερόνη.
Τα κορίτσια με υπερπλασία των επινεφριδίων (CAH) έχουν, αντίστοιχα, αυξημένη πιθανότητα να συνάψουν ομοφυλόφιλες σχέσεις ως γυναίκες κ.ο.κ. Άνδρες και γυναίκες παρουσιάζουν επίσης ορισμένες γνωσιακές και συμπεριφορικές διαφορές, με τους/-ις ομοφυλόφιλους/-ες να τείνουν προς εκείνες του αντίθετου βιολογικού φύλου.
— Το ίδιο το φύλο πώς το κρίνει η βιολογία, ως φυσική πραγματικότητα ή ως κοινωνική κατασκευή;
Το βιολογικό φύλο αναφέρεται στην ανατομία, στην ύπαρξη ανδρικών ή γυναικείων γεννητικών οργάνων και στο σχετικό ορμονικό περιβάλλον.
Όλο το υπόλοιπο προφανώς και είναι κατά βάση μια κοινωνική-πολιτισμική κατασκευή, υπάρχουν εντούτοις χαρακτηριστικά που θεωρούνται περισσότερο «αρσενικά» ή «θηλυκά», ανεξαρτήτως κουλτούρας και ανατροφής.
Αν σε ελεγχόμενες πειραματικές συνθήκες βάλουμε μόνα τους σε ένα δωμάτιο παιχνιδιών κορίτσια και αγόρια, κατά κανόνα τα δεύτερα επιλέγουν αυθόρμητα αυτοκινητάκια και τρενάκια, ενώ τα πρώτα κούκλες και λούτρινα ζωάκια. Δεν είναι θέμα προτύπων. Π.χ. τα κορίτσια που επιλέγουν «αγορίστικα» παιχνίδια έχουν συνήθως CAH.
Επιπλέον, το αυθόρμητο παιχνίδι τους είναι βιαιότερο απ' ό,τι των άλλων κοριτσιών της ομάδας ελέγχου, τα οποία επιδίδονται σε ηπιότερες αθλοπαιδιές, μοιάζει περισσότερο με των αγοριών.
— Τι αντιδράσεις εισπράξατε ως τώρα από συναδέλφους, αναγνωστικό κοινό, την lbgtq+ κοινότητα ιδιαίτερα; Το βιβλίο σας προκάλεσε μια κάποια αναστάτωση, υπάρχουν διαφωνίες, ενστάσεις...
Πράγματι, και είναι κάτι που ομολογουμένως δεν περίμενα όταν το συνέγραφα, όχι σε τέτοιον βαθμό! Στους συναδέλφους μου αυτά στα οποία αναφέρομαι είναι λίγο-πολύ γνωστά, δεν εξεπλάγησαν.
Κάποιοι κοινωνιολόγοι, ψυχαναλυτές και ψυχολόγοι είχαν τις αντιρρήσεις τους, που μπορούμε βέβαια να συζητήσουμε σε επιστημονική βάση.
Όσον αφορά το αναγνωστικό κοινό και ειδικά τους γκέι, οι αντιδράσεις ήταν πράγματι πολλές και ποικίλες.
Άλλοι υποδέχτηκαν το βιβλίο ενθουσιωδώς, στέλνοντάς μου μάλιστα πολλές ευχαριστίες επειδή τους βοήθησε στην κατανόηση του εαυτού τους, άλλοι με σκεπτικισμό, άλλοι πάλι τελείως εχθρικά – έλαβα από μηνύματα τύπου «χέσε μας, ρε φίλε» και «άντε απαυτώσου», μέχρι απειλές ότι θα μου άξιζε να με εκτελέσουν!
Κάποιοι άνθρωποι, βλέπετε, ενοχλούνται στη σκέψη ότι οι ζωές του μπαίνουν στο μικροσκόπιο ενός «ειδικού» και από ισχυρογνωμοσύνη, φόβο, άγνοια ή από μια δικαιολογημένη εν μέρει προκατάληψη δεν ανέχονται καμία αμφισβήτηση της ιδέας που έχουν σχηματίσει για τον εαυτό τους, συχνά με αρκετό κόπο αλλά και πόνο.
Γιατί, σου λένε, ασχολείσαι μαζί μας, τι επιδιώκεις, καλύτερα να μελετήσεις τους ετεροφυλόφιλους, τέτοια.
Τα κατανοώ όλα αυτά, όμως εξηγώ –και το επαναλαμβάνω– ότι δεν με απασχολεί η ομοφυλόφιλη σεξουαλικότητα καθαυτή ούτε προβαίνω σε κάποια ηθική κρίση αυτής. Αντιθέτως τη σέβομαι, την αποδέχομαι και τη στηρίζω απόλυτα ως έκφραση και ταυτότητα.
Η δική μου εργασία εστιάζει στο πόσο επιδρούν μια σειρά βιολογικοί μηχανισμοί στην εμφάνιση της ομοφυλοφιλίας, επιδιώκοντας έτσι να συμβάλει στην ευρύτερη κατανόησή της με τρόπο απελευθερωτικό.
— Ξεκινήσατε μελετώντας την ομοφυλοφιλία στα ζώα. Πόσο συνηθίζονται οι ομοφυλόφιλες ερωτικές πρακτικές στον ζωικό κόσμο και πόσο σχετίζονται με τις αντίστοιχες ανθρώπινες;
Ομοφυλόφιλη έλξη έχει παρατηρηθεί σε πολλά ζωικά είδη –ορισμένα, κυρίως ψάρια και έντομα, δύνανται κιόλας να αλλάζουν τόσο το φύλο όσο και τις ερωτικές τους προτιμήσεις– κι αυτό μπορεί να μελετηθεί εύκολα.
Αν και οι σχετικές έρευνες είναι σχετικά νέες, έχει διαπιστωθεί πειραματικά ότι τον σεξουαλικό προσανατολισμό της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς ελέγχουν οι ίδιες ορμόνες που ορίζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά και οι οποίες επιδρούν, αντίστοιχα, στις ίδιες περιοχές, όπως γίνεται και στους ανθρώπους.
Ο τρόπος που συμβαίνει αυτό ακόμα μας διαφεύγει, έχουμε όμως μία βάση. Κατά κανόνα, ωστόσο, πρόκειται για περιστασιακή ομοφυλόφιλη προτίμηση ζώων κατά βάση αμφιφυλόφιλων, όχι για αποκλειστικό σεξουαλικό προσανατολισμό, με μόνη ως τώρα γνωστή εξαίρεση το πρόβατο.
Σε ποσοτική μελέτη 700 κριαριών στα οποία δόθηκε δυνατότητα επιλογής ερωτικού συντρόφου, το 51% έδειξε ενδιαφέρον μόνο για θηλυκά, το 8%, ποσοστό αντίστοιχο με το ανθρώπινο, μόνο για τα αρσενικά, ενώ ένα 31% εμφανίστηκε αμφιφυλόφιλο.
Οι ίδιοι οι εκτροφείς αιγοπροβάτων μπορούν να σας βεβαιώσουν ότι δεν είναι όλα τα κριάρια τους φανατικά «στρέιτ»!
Γενικά μιλώντας, η μελέτη της σεξουαλικής συμπεριφοράς των ζώων σίγουρα συμβάλλει στη διερεύνηση της ανθρώπινης, η τελευταία είναι εντούτοις, όπως προανέφερα, πολύ πιο περίπλοκη και δύσκολη στην ταξινόμηση.
Υπόψη ότι εργαστηριακά πειράματα σε ανθρώπους, φυσικά, δεν μπορούμε να κάνουμε, οπότε, αναφορικά με την επίδραση των ορμονών σε μας, αρκούμαστε στη μελέτη κλινικών περιπτώσεων.
— Γράφετε ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία διαφέρει μερικώς από τη γυναικεία και από βιολογική σκοπιά. Παρατήρησα επίσης ότι το βιβλίο σας εξετάζει κυρίως την πρώτη.
Στέκομαι περισσότερο στην ανδρική ομοφυλοφιλία γιατί έχει μελετηθεί εκτενέστερα σε σχέση με τη γυναικεία και επειδή είναι πιο «συγκεκριμένη».
Ορισμένοι βιολογικοί παράγοντες πράγματι διαφέρουν, οι λεσβίες π.χ. παρουσιάζουν, όπως είπαμε, αυξημένα ποσοστά CAH, οι γκέι άντρες μικρότερο ΦΔΠ.
Από τις ως τώρα έρευνες προκύπτει, επίσης, ότι οι αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι είναι περισσότεροι συγκριτικά με τις αποκλειστικά ομοφυλόφιλες.
Οι γυναίκες, πάλι, παρουσιάζονται γενικότερα πιο ρευστές και «ευέλικτες» σε θέματα σεξουαλικότητας, επιθυμίας και επιλογής ερωτικού συντρόφου, ενώ μπορούν ευκολότερα να υιοθετήσουν διαφορετικούς ρόλους στη διάρκεια της ζωής τους, να υπάρξουν δηλαδή για κάποιο χρονικό διάστημα σε ετεροφυλόφιλη σχέση, να περάσουν έπειτα σε λεσβιακή και αντιστρόφως, όχι μόνο μία φορά μάλιστα.
— Η επιφυλακτικότητα πολλών απέναντι σε μια βιολογική εξήγηση της ομοφυλοφιλίας συνδέεται με τον εφιάλτη της ευγονικής, και ίσως όχι άδικα.
Ναι, συμβαίνει αυτό, αν και δεν θα έπρεπε.
Στα ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα υπάρχουν πάντοτε δικλείδες ασφαλείας, τα δε ολοκληρωτικά δεν χρειάζονται επιστημονικές αποδείξεις προκειμένου να στοχοποιήσουν μια κοινωνική ομάδα, έχουν πολλές άλλες αφορμές για να το κάνουν!
Έπειτα, και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να «επέμβει» στα γονίδια και στο ορμονικό περιβάλλον ενός ανθρώπου ώστε να διαμορφώσει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο από ένα απόστημα που μπορείς να «γιατρέψεις» ή να αφαιρέσεις!
Απόδειξη οι αποτυχίες όλων των υποτιθέμενων θεραπειών για ομοφυλόφιλους, ακόμα και ακραίων, όπως αυτές που γίνονταν στο παρελθόν.
Το ίδιο έχει παρατηρηθεί και σε ετεροφυλόφιλα αγόρια που για κάποιον λόγο τα ανέθρεψαν από μικρή ηλικία σαν κορίτσια, αφαιρώντας τους ακόμα και τα γεννητικά όργανα – φτάνοντας στην εφηβεία, η πραγματική τους φύση εκδηλώθηκε, διεκδικώντας την πραγμάτωσή της.
— Έχουν, άραγε, κάποιο γονιδιακό υπόβαθρο οι ερωτικές προτιμήσεις; Υπάρχει κάτι σαν «γκέι» γονίδιο;
Στην Αμερική έχουν γίνει αρκετές έρευνες σχετικά. Βρέθηκε ότι οι επιγενετικοί δείκτες μπορούν να προσδιορίσουν την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας στους απογόνους ετεροφυλόφιλων γονέων και ότι υπάρχει κάποια μορφή κληρονομικότητας.
Σε μελέτες που έγιναν στο DNA 400 ομοφυλόφιλων ανδρών και των δίδυμων αδελφών τους βρέθηκε ότι τα γονίδια σε τουλάχιστον δύο χρωμοσώματα επηρεάζουν πράγματι τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Αγνοούμε, όμως, ποια ακριβώς από το πλήθος των γονιδίων αυτών των δύο γενετικών περιοχών εμπλέκονται καθώς και το πώς επιδρούν. Εξάλλου, πιθανόν να μην είναι καν τα μόνα!
— Αν ισχύει ότι ένα ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού, έως και 10%, αναμένεται να αναπτύξει αποκλειστικά ομοφυλόφιλες συμπεριφορές, έχουν άραγε αυτές κάποιον εξελικτικό ρόλο;
Η ομοφυλοφιλία ως πρακτική είναι τόσο παλιά όσο το είδος μας, ενδεχομένως την εφάρμοζαν και οι πρόγονοί μας, οι ανθρωπίδες, και είναι λογικό αυτό, εφόσον απαντά και στα ζώα.
Έχει δε καθολική ισχύ, με την εξαίρεση ίσως κάποιων απομονωμένων κοινωνιών, όπου φαίνεται να αγνοείται ως έννοια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι παντελώς ανύπαρκτη.
Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, παραμένει λίγο-πολύ σταθερό, ανεξάρτητα από το πόσο οι εξουσίες και τα κοινωνικά ήθη καταπιέζουν ή ευνοούν τις ομοφυλόφιλες σχέσεις – στις φυλές εκείνες της Νέας Γουινέας π.χ. όπου η σχέση εφήβου-ωριμότερου είναι εθιμική, το ποσοστό των αγοριών που μετά την ενηλικίωση γίνονται ομοφυλόφιλα δεν διαφέρει από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Ακόμα, στην αρχαία Ελλάδα, όπου επικρατούσαν ανάλογες συνήθειες και οι άνθρωποι δεν έπαυαν να συνευρίσκονται με γυναίκες και να τεκνοποιούν, λίγοι παρέμεναν αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι διά βίου.
Επίσης, από καμία μελέτη δεν προκύπτει ότι τα παιδιά ομοφυλόφιλων οικογενειών έλκονται ερωτικά από άτομα του ίδιου φύλου με μεγαλύτερη συχνότητα απ' ό,τι τα παιδιά των ετεροφυλόφιλων.
Αν, τώρα, ο ομοφυλόφιλος σεξουαλικός προσανατολισμός έχει κάποιο εξελικτικό ρόλο, αυτό δεν το γνωρίζουμε. Πιθανόν, όμως, στην ανδρική, τουλάχιστον, εκδοχή του να «χρησιμεύει» ώστε να τιθασεύεται κάπως η αρσενική επιθετικότητα/επεκτατικότητα και να εκτονώνονται οι εντάσεις σε κλειστά περιβάλλοντα από τα οποία απουσιάζουν τα θηλυκά.
Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι οι συγγενείς ομοφυλόφιλων ατόμων τείνουν να τεκνοποιούν περισσότερο. Να παίζει αυτό κάποιο ρόλο; Ποιος ξέρει, έχουμε πολλά ακόμη να μάθουμε!
— Στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες ολοένα περισσότεροι άνθρωποι πειραματίζονται ανοιχτά με τη σεξουαλικότητα και το φύλο τους. Αν αυτό γενικευτεί, θα μπορούσαμε σε βάθος χρόνου να μιλήσουμε για εξελικτικό άλμα;
Αυτό που γίνεται είναι πολύ ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, ας μην προτρέχουμε όμως. Απελευθερωμένα ήθη υπήρξαν, εξάλλου, και σε άλλες ιστορικές περιόδους, δεν είναι κάτι καινοφανές.
Η τάση αυτή σήμερα είναι σίγουρα πιο μαζική και συνειδητή, εντούτοις τα ποσοστά ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων δεν παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, για να εγγραφεί μια τέτοια «αλλαγή» στα γονίδιά μας χρειάζεται να παρέλθουν πολλές γενιές, αιώνες ολόκληροι.
Η δεκαετία του '60 π.χ., που θεωρείται ορόσημο, ήταν, με εξελικτικούς όρους, μόλις χθες!
Infο:
Το βιβλίο του Jacques Balthazart «Η βιολογία της ομοφυλοφιλίας» κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση Λύο Καλοβυρνά και επιστημονική επιμέλεια Χριστίνας Δάλλα.
σχόλια