Δώσαμε ραντεβού στον Μητσακάκη, στο παλιό και ονομαστό καφεζαχαροπλαστείο της Σητείας που φημίζεται για το γαλακτομπούρεκο και τους λουκουμάδες του. Όταν τη βρήκα είχε καθίσει ήδη, μάλιστα στο τραπέζι είχε τελειωμένους καφέδες, ήταν με άλλη παρέα εκεί πριν.
Μου εξηγεί ότι επέλεξε να βρεθούμε εκεί γιατί το μαγαζί ανήκει σε μια «εξαιρετική οικογένεια» που στηρίζει τις επιδείξεις μόδας που διοργανώνει για φιλανθρωπικό σκοπό στο λεγόμενο «γαλλικό» ξενοδοχείο της περιοχής. Στην τελευταία επίδειξη του Δεκεμβρίου συγκέντρωσε κάτι παραπάνω από δύο χιλιάδες ευρώ, τα οποία δόθηκαν στο νοσοκομείο της πόλης, «αυτό το νοσοκομείο είναι ευλογία για εμάς. Ξέρεις ότι υπάρχουν μέρη στην Ελλάδα που δεν έχουν καθόλου και πρέπει να ταξιδέψεις, αν βρεθείς σε μια ανάγκη;» θα με ρωτήσει.
Για την glossy πορεία και τη «σκανδαλώδη» περίοδο της Τζένης Χειλουδάκη έχουν γραφτεί και ειπωθεί όλα. Πριν από ακριβώς δέκα χρόνια ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος της ζωής της, που δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη.
«Αφορμή για να έρθω εδώ στάθηκε το άδειασμα μέσα μου, έπρεπε το πάρτι να τελειώσει για μένα. Με είχε κουράσει ακόμα και η ηχορρύπανση, το καυσαέριο. Μου έλειπε αφόρητα η μητέρα μου, μου έλειπε η Σητεία μου».
Κάθε φορά που την αναφέρει, χρησιμοποιεί την κτητική αντωνυμία. «Θεωρώ ότι είναι ένα από τα πιο μαγικά μέρη στον κόσμο, με βοηθάει να φορτίσω τις μπαταρίες μου. Στην ουσία, όλα αυτά τα χρόνια εδώ προσπαθώ να εξαγνιστώ».
«Διάβαζα πολύ, με βοήθησαν και οι επαφές μου. Για ένα από τα πράγματα που μου βγάζω σήμερα το καπέλο είναι ότι είχα αντίληψη, δεν ήθελα τα μπουζούκια, ήθελα άλλο κύκλο, να ξέρει αυτός που μιλάω ποιος είναι ο Μπαλζάκ. Ρουφούσα πράγματα από τον περίγυρό μου, με βοήθησε όμως και η οικογένειά μου».
Γύρω στο 2010 άρχισε να κάνει αλλαγές. Άφησε τη Ρόδο, όπου δούλεψε ως σεξεργάτρια, μετακόμισε ξανά στην Αθήνα, άρχισε να επιλέγει μουσική σε μαγαζιά, να κάνει τις δημόσιες σχέσεις και να εργάζεται στο μπαρ του θεάτρου Χυτήριο. Αλλά και πάλι, ένιωθε να πνίγεται.
Δύο χρόνια αργότερα η μετακόμισή της συμπίπτει με την επανέκδοση του βιβλίου της Μαύρη Βίβλος. «Δεν άντεχα άλλο τις μεγαλουπόλεις, έχανα το μυαλό μου σε αυτές, όπως πιστεύω ότι έχει συμβεί σε πολύ κόσμο που ζει με τους ρυθμούς τους. Επίσης, δεν μπορούσα πια να δίνομαι και να κάνω τον κλόουν για την απόλαυση κάποιου άλλου. Βγάζω το καπέλο και υποκλίνομαι σε όσα άτομα κάνουν αυτήν τη δουλειά σήμερα, στην εποχή μου το να είσαι ιερόδουλη κάποιοι το θεωρούσαν και καλλιτεχνικό πράγμα. Ή τουλάχιστον αυτό συνέβη σ' εμένα, που μου ήρθαν όλα τόσο εύκολα στη ζωή, που δεν με έδειραν και δεν με χλεύασαν».
«Ένιωσα την ανάγκη να κατέβω στον τόπο μου και να πεθάνω σε αυτόν, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η απόφαση. Σε μια κλειστή κοινωνία δεν μπορείς να απομονωθείς εύκολα. Θες μια μέρα να πιεις τον καφέ σου χωρίς να μιλήσεις σε κανέναν, εκείνη την ώρα θα περάσουν πενήντα άτομα από μπροστά σου και θα πρέπει να πεις δυο κουβέντες. Η "καλημέρα" του Θεού είναι, αλλά ώρες ώρες θα ήθελα να είμαι διάφανη.
Έχει όμως και τα καλά της. Είναι συγκλονιστικό να μπορείς να περπατάς στα βουνά και στα λιβάδια μιας μικρής κωμόπολης, είναι μαγικό να μπορείς να κάνεις τη γυμναστική σου σε μια θάλασσα με μπλε σημαία.
Μετά είναι και το ότι όταν ένας ντόπιος έχει σοβαρό πρόβλημα πέφτουν όλοι πάνω να τον βοηθήσουν. Άλλαξα ρυθμούς, μπήκα σε οικογένειες και άρχισα να έχω μια ζωή που δεν τη ζούσα πριν, με ένα φαγοπότι, με έναν περίπατο στα βουνά, άρχισα να μαζεύω χόρτα και να κοιμάμαι νωρίς. Πέφτω στις δέκα-έντεκα και ξυπνάω στις εφτά, μου κάνει τρομερό καλό. Έπειτα, είναι περισσότεροι οι φίλοι μου εδώ παρά οι κακεντρεχείς, που τους αποκρυπτογραφώ πια, ξέρω ποιοι είναι και συνυπάρχουμε».
Τη χαιρετάει μια περαστική κι εκείνη την αποκαλεί «αγάπη μου, μοντέλο μου». Την ενημερώνει ότι βρήκαν κομμώτριες για την επερχόμενη καλοκαιρινή επίδειξη, πως είναι πολύ χαρούμενη, ότι της έστειλαν μόνες τους μήνυμα. «Αν τη δεις βαμμένη στην πασαρέλα, θα μείνεις με ανοιχτό το στόμα», θα μου πει, ενώ εκείνη απομακρύνεται. Δεν ξεχνάει πού έχουμε αφήσει την κουβέντα μας.
«Ξέρεις τι είναι να πεινάσεις και ο γείτονάς σου να σου φέρει ένα σακουλάκι ντομάτες από τον κήπο του, αυγά, να σου πει “μαγείρεψα αυτό σήμερα, θέλεις”; Μου έχουν δοθεί πολλά πράγματα απλόχερα στη ζωή και δεν μιλάω μόνο για χρήματα, ομορφιά και αναγνωρισιμότητα. Σε μεγάλες ανάγκες μού άνοιξαν πόρτες και καρδιές, οφείλω λοιπόν και αισθάνομαι ότι πρέπει να δώσω κι εγώ κάτι».
Αυτήν τη στιγμή είναι πενήντα τεσσάρων ετών. Πιστεύει ότι έχει δώσει κι εκείνη από την πλευρά της ως ένα αναγνωρίσιμο τρανς άτομο, ένα μοντέλο που περπάτησε σε σημαντικές πασαρέλες σε άλλες δεκαετίες; «Υπάρχουν παιδιά που ακόμα και σήμερα μου στέλνουν μηνύματα, μου γράφουν “με βοήθησες σε μια στιγμή της ζωής μου που δεν ήξερα τι είμαι”. Αλλά, αλήθεια, τι έκανα, ρε συ; Έκανα απλώς την αλήθεια μου πραγματικότητα σε δύσκολες εποχές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δέχομαι πολύ θερμά όλα αυτά τα μηνύματα – έχω λάβει ακόμα και από γονείς».
Ανοίγει παρένθεση. Η Τζένη Χειλουδάκη είναι χειμαρρώδης περίπτωση συνέντευξης. «Το βρίσκω συγκλονιστικό που υπάρχουν πλέον επιλογές πέρα από την πορνεία για τα τρανς άτομα στη χώρα μας. Πρόσφατα είδα ένα αφιέρωμα σε μια δασκάλα (σ.σ. την Κάθρην Ράιλυ). Δάκρυσα, είναι κάτι που το εύχομαι από τη δεκαετία του '80, θέλω κάποια στιγμή να δω τρανς άτομα σε όλους τους χώρους, να ανοίξουν την αγκαλιά τους οι οικογένειες και να βάλουν τα παιδιά τους μέσα, τα “θα σε σφάξω στο γόνατο”, τα “θα σε πετάξω έξω αν βγεις έτσι κι έτσι” να τελειώσουν. Ευτυχώς αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει ενημέρωση πια. Έχουμε βέβαια μπόλικο δρόμο ακόμα».
Έχει συζητήσει με πολλές οικογένειες, «έχουμε και στη Σητεία ένα τρανς κορίτσι, το αγκάλιασε ο πατέρας της, ό,τι κι αν του έλεγαν οι δήθεν φίλοι του. Κι αυτό το πλάσμα δείχνει πια ευτυχισμένο, ασχολείται με το μακιγιάζ και κυκλοφορεί χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Μέσα από τις φαμίλιες θα ξεκινήσουν όλα, με τον τρόπο που σιγά σιγά θα απαντά ένας γονέας στον περίγυρο και θα αντιπαρέρχεται στην αρνητική ενέργεια και τα κακεντρεχή σχόλια, υπάρχει πληροφόρηση πλέον γι' αυτό. Εννοείται βέβαια πως όλα αυτά μπορούν να προχωρήσουν με τους νόμους στους οποίους είναι υποχρεωμένη πια και η χώρα μας να συμμορφωθεί».
Θυμάται την εικόνα της πρoέδρου του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών Μαρίνας Γαλανού στη Βουλή, της ακτιβίστριας που πρωταγωνίστησε στον αγώνα για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και ήταν στα θεωρεία όταν ψηφιζόταν το σχετικό νομοσχέδιο το 2017. «Το διεκδίκησε και έγινε. Δεν θα μπορούσε να γίνει και κάτι άλλο, είχε ήρθε η ώρα. Στην κηδεία της Μαρίνας υπήρχαν στεφάνια πολιτικών που ακόμα και για το φαίνεσθαι να το έκαναν, το αποτέλεσμα ποιο είναι; Ότι συνέβη».
Αναφέρεται στην ιστορία μιας άλλης τρανς γυναίκας από τη Βόρεια Ελλάδα, πώς πριν ξεκινήσει τη φυλομετάβαση η μητέρα της επικοινώνησε μαζί της. «Άρχισε να μου ανοίγεται σιγά σιγά και μετά το κορίτσι έτυχε να με βάψει μια βραδιά στη Θεσσαλονίκη. Λίγα χρόνια μετά ήταν μια πανέμορφη και περήφανη γυναίκα και συνεχίζει να κάνει δουλειές με το μακιγιάζ.
Στον αντίποδα, καμιά φορά “ο άνθρωπος είναι χτήνος”, όπως είπε ο Καζαντζάκης. Όταν βγήκε η διαφήμιση του Pantene προσπάθησα να μη διαβάζω τα σχόλια για να μη μαραζώνω, γράφτηκαν φρικτά πράγματα. Δηλαδή να ντραπεί μια εταιρεία επειδή ανέδειξε τη διαφορετικότητα; Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στο εξωτερικό χρόνια τώρα. Kαι δεν είναι μόνο οι τεράστιοι μόδιστροι που έχουν βγάλει τρανς άτομα στις πασαρέλες. Στη Γερμανία έχουμε δει τρανς στρατιωτικό, υπάρχουν τρανς δήμαρχοι έξω, είδαμε τρανς αθλήτρια στους Ολυμπιακούς. Γιατί στην πραγματικότητα όλα είναι ρευστά και απλά, εμείς τα κάνουμε περίπλοκα.
Στο διά ταύτα: εγώ περνάω την ωραιότερη φάση της ζωής μου. Είμαι πιο φτωχή από ποτέ. Το οξύμωρο είναι ότι είμαι και πιο πλούσια από ποτέ. Δεν έχω πια τα διαμερίσματα και τα καμπριολέ, φρόντισα να ξεπουλήσω όλα τα πανάκριβα ρολόγια και τα ρούχα μου, τα σερβίτσια Rosenthal και τα Versace. Δεν έχω τίποτα και έχω τα πάντα. Έχω τον Κέρουακ και τον Φόκνερ μου, τον Ιούλιο Βερν και την Οριάνα Φαλάτσι, τόσα βιβλία που δεν πούλησα και ούτε πρόκειται – αγοράζω κι άλλα. Είμαι πλούσια πια στο πνεύμα και την ψυχή».
Μετά τον θάνατο της μητέρας της, το νέο σπίτι της Τζένης Χειλουδάκη είναι ένα τροχόσπιτο. «Το τακτοποιώ τώρα. Είναι τα πάντα για μένα, είναι ένα κουκλίστικο vintage γερμανικό πραγματάκι, ασφαλές. Το έχω σε έναν μαγικό κήπο με ξινόδεντρα, μου έμεινε αυτός και δεν μπορεί να μου τον πειράξει κανείς. Έχω εκεί τα γατοσκυλόπαιδά μου και τα πουλερικά μου.
Έχω ρεύμα από τα φωτοβολταϊκά μου, που τα χρυσοπλήρωσα, αλλά είναι τόσο άπλετος ο ήλιος στη χώρα μας, που θα έπρεπε να έχουμε όλοι στα σπίτια μας. Δεν έχω νερό, θα ήθελα να έχω για το κηπάκι μου, έχω όμως τις φίλες μου εδώ στη Σητεία μου, που, όποτε το επιθυμώ, μου ανοίγουν το σπίτι τους για να κάνω ένα ντους και να λουστώ. Έχω δεκαπέντε-είκοσι καλούς φίλους. Είμαι χαρούμενη. Και δεν με φοβίζουν πια ούτε το μέλλον ούτε ο θάνατος, που κάποτε είχα μεγάλα τραβήγματα γι’ αυτά».
Μου εξηγεί πως προετοιμαζόταν χρόνια για τον σημερινό τρόπο διαβίωσής της. Δεν είναι ότι μάζευε χρήματα, το εισόδημά της είναι το ελάχιστο εγγυημένο, 200 ευρώ δηλαδή. Όμως παρακολουθούσε διαδικτυακά ιστορίες ανθρώπων που αποφάσισαν να ζήσουν με λιγότερες ανέσεις.
Ανοίγει μία ακόμα παρένθεση και συγκινείται. «Θέλω να ευχαριστήσω τους εκατοντάδες ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο που δεν με άφησαν να κοιμηθώ στο αυτοκίνητό μου ή σε ένα παγκάκι. Αλλά να τα καλά του ίντερνετ, είχα δει πώς μπορείς να μαγειρέψεις σε ένα off the grid μέρος.
Μόνο για τον θάνατο της μαμάς μου δεν ήμουν προετοιμασμένη, είχα την εντύπωση ότι θα περάσει τα εκατό γιατί απλώς δεν ήθελα ποτέ να τη χάσω. Ήταν για μένα τα φτερά μου και οι ρίζες μου, το οξυγόνο και η ανάσα μου, η ηρωίδα της ζωής μου. Όλα αυτά τα χρόνια με προστάτευε, χάρη σε αυτήν είχα σπίτι, ρεύμα, τηλέφωνο, τον καπνό μου. Έφυγε όμως από ανακοπή πριν από λίγους μήνες. Περίμενε να την κάνω μπάνιο, να τη σκουπίσω, να της φορέσω τα παντοφλάκια της και στη διαδρομή για το υπνοδωμάτιό της μου είπε ότι δεν αισθάνεται καλά, κάθισε σε μια καρέκλα και έτσι απλά έφυγε, χωρίς πόνο».
Το Πισκοκέφαλο, όπου μένει σήμερα, είναι ένα χωριό που απέχει περίπου έξι λεπτά από το λιμάνι της Σητείας. Στο ραντεβού μας έφτασε με το αυτοκίνητό της, με αυτό που είχε αρχικά σκεφτεί ότι θα τη φιλοξενήσει. «Πανικοβλήθηκα στην αρχή, αλλά μετά σκέφτηκα ότι έχω το σαραβαλάκι μου που πριν από λίγα χρόνια μού χάρισε μια φίλη, είπα λοιπόν ότι θα κοιμηθώ σε αυτό. Ή ότι θα βάλω μια σκηνή στον κήπο και θα κοιμάμαι εκεί για να μη βρέχομαι τουλάχιστον, κουβέρτες είχα μπόλικες.
Και μετά είπα ας κάνω άλλη μια φορά τη ζητιάνα. Ήταν κάτι που άρχισε πριν από λίγα χρόνια, όταν χρειάστηκα τροφές για τα ζώα μου – αυτήν τη στιγμή έχω έξι σκυλιά, έξι γάτες και τα πουλερικά μου. Έκανα, λοιπόν, ένα post και για μερικούς μήνες ήμουν εντάξει. Το τεράστιο πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν αντιμετώπισα θέμα με την υγεία μου, είχα προβλήματα στα πνευμόνια μου, στην πλάτη μου, με όσα βρήκαν στο στήθος μου οι γιατροί έπαθαν σοκ. Δεν είμαι ασφαλισμένη και χρειάστηκα βοήθεια. Έφυγαν πάρα πολλά χρήματα για τις εξετάσεις, ευτυχώς με βοήθησαν φίλοι απ’ όλο τον κόσμο, κάποιοι γνωστοί, που τους έχω πολλά χρόνια στο Facebook, και κάποιοι άγνωστοι».
Μετά τον θάνατο της μητέρας της τον Οκτώβρη, την τελευταία φορά που χρειάστηκε να κάνει post κατάφερε μέσα σε δύο εβδομάδες να συγκεντρώσει τα χρήματα για τη νέα της ζωή. «Άλλος μου έβαλε ένα ευρώ, άλλος πέντε, μια Eλληνοαμερικανίδα επιχειρηματίας από τη Νέα Υόρκη μου έστειλε χίλια. Αν δεν υπήρχε στη Σητεία μου ο φιλανθρωπικός σύλλογος να μου ανοίξει έναν λογαριασμό να μπουν αυτά τα χρήματα, θα ήμουν καταδικασμένη.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι μέσα στην καρδιά μου, γιατί θα μπορούσαν να μην το κάνουν. Βοηθούν παιδιά να σπουδάσουν και οικογένειες, εμένα γιατί να με βοηθήσουν; Δεν είμαι σίγουρη αν εγώ θα βοηθούσα κάποια που γάμησε τη ζωή της και τα λεφτά της για να καλοπερνάει. Και όμως το έκαναν και τους αγαπώ γι’ αυτό, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Γι’ αυτό τα έσοδα από την επίδειξη που ετοιμάζω τον Ιούνιο θα πάνε σε αυτούς, όπως τον χειμώνα πήγαν στο νοσοκομείο».
Έχει εκδώσει τρία αυτοβιογραφικά βιβλία και αυτή την περίοδο ετοιμάζει ένα ακόμα που θα έχει τίτλο Εγώ το τέρας. Δεν ήταν αφορμή για την κουβέντα μας αυτό, μου το ανέφερε όταν τη ρώτησα τι της έμαθε η προηγούμενη περίοδος της ζωής της, αυτή της έπαρσης, που λέει και η ίδια. «Είναι για την όμορφη, την πλούσια Τζένη Χειλουδάκη, που φερόταν πολύ άσχημα στους ανθρώπους, που δεν είχε φίλες, αυτήν η νάρκισσο που ήθελε να καλοπερνάει, να έχει τα πιο ακριβά, αυτή που κάποια στιγμή με κατέστρεψε».
Είχε ξαναπροσπαθήσει να γυρίσει στη Σητεία. «Το 2003, όταν ήθελα πάλι να σταματήσω την πορνεία, ήρθα εδώ και άνοιξα ένα καφέ που τα πέντε πρώτα χρόνια έσκισε. Αλλά η άλλη μέσα μου τα γάμησε όλα πάλι, ό,τι λεφτά έβγαζα τα έτρωγα σε ακριβά αρώματα, σε ρούχα, σε ταξίδια, σε καμπριολέ. Θα μπορούσα να έχω κάνει ένα πολύ καλό ξεκίνημα τότε, γιατί το μαγαζί πήγε πολύ καλά και με στήριξε όλη η Σητεία, παρότι υπήρξαν μερικά άτομα που ήθελαν να μου πάνε κόντρα. Ήταν λάθος μου που δεν το προσπάθησα, που νευρίασα, τα παράτησα, σηκώθηκα κι έφυγα, και ξαναπήγα στη Ρόδο.
Τι βλέπει να έχει αλλάξει στον τόπο της; «Τότε ήταν αλλιώς η νύχτα, υπήρχαν μαγαζιά με πολύ δυνατές μουσικές, υπήρχαν ντισκοτέκ και μπουζούκια, αλλά τα απέρριψαν. Γουστάρουν τους χαμηλούς ρυθμούς που αρέσουν και σ' εμένα, να βγαίνουν στα ρακάδικα, να έχουν ένα ωραίο μέρος για να πιουν τον καφέ τους και ένα άλλο για να πάρουν το γλυκό τους.
Οι ντόπιοι έδειξαν ότι προτιμούν πιότερο τα ήσυχα και φιλικά μαζώματα. Δεν θα πω ψέματα, μου έχει λείψει από την Αθήνα το ότι μπορούσα να δω δέκα παραστάσεις, το ότι έχει βιβλιοπωλεία στα οποία θα βρεις τα πάντα. Όταν ξυπνάει η άλλη μέσα μου, μπορεί να μου λείψει και ένα σούσι. Αλλά ζω, μωρό μου, και χωρίς αυτό, όπως ζω και χωρίς τα πανάκριβα αρώματα. Δεν επιζώ, αλήθεια, ζω».
Μετά το ραντεβού μας είχα να επισκεφθώ τους Πευκούς, να περπατήσω σε έναν καλά κρυμμένο παλιό ελαιώνα. «Θα πας σε ένα μαγικό μέρος. Σε όποιον έρχεται εδώ του προτείνω να εξερευνήσει τα χωριά μας, τη Σφάκα, την Τουρλωτή, τη Ρούσσα Εκκλησία, έχουμε χωριά με πλατάνια και βρύσες με τρεχούμενο νερό. Τα φαγητά μας είναι εξαιρετικά, εμένα μου αρέσουν οι μυζηθρόπιτες και τα λαχανοπίτια. Έχουμε και το Φοινικόδασος στο Βάι, έχουμε τον καταρράκτη στο φαράγγι του Ρίχτη».
Μια γυναίκα σταματάει, της λέει ότι επιστρέφει από μια επίπονη επίσκεψη στον οδοντίατρο, η Τζένη Χειλουδάκη της λέει να κάνει κουράγιο στην ντοπιολαλιά. Όση ώρα καθόμαστε σταματάει πολύ κόσμος στο τραπέζι μας για να τη χαιρετήσει στα γρήγορα, αποκρίνεται σε όλους, συζητά για να κλείσει κι άλλο ένα μοντέλο για την επερχόμενη εκδήλωσή της.
Θα μπορούσε να μην έχει καλές αναμνήσεις από το μέρος, να μην είχε σκεφτεί την επιστροφή. Έχασε τον πατέρα της από πνιγμό πριν ακόμα γεννηθεί. Με τέσσερα παιδιά, η μητέρα της έφυγε για την Αθήνα. Εργαζόταν ως καθαρίστρια, πήρε σύνταξη από το υπουργείο Υγείας.
Η Τζένη Χειλουδάκη μου περιγράφει πως απ' όταν πήγαινε δημοτικό ένιωθε πως ήθελε να είναι σε άλλο σώμα κι αυτό το μοιράστηκε πρώτα με τη μεγάλη της αδελφή. «Η μαμά μου ήταν μια γυναίκα που δεν ήξερε από αυτά τα πράγματα, με την αδελφή μου πήγα στους ενδοκρινολόγους. Στα δεκατρία πήγαινα στο σχολείο με μακρύ μαλλί, λίγο βάψιμο, είχα το πρώτο μου στήθος, ήταν πολύ της μόδας τότε τα unisex ρούχα. Έψαχνα να βρω την επιβεβαίωση, ήθελα να με λατρέψουν ως γυναίκα και για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα χρειάζονταν λεφτά, για την επέμβαση.
Άφησα το σχολείο και βγήκα στη Συγγρού. Στην αρχή η οικογένειά μου δεν το γνώριζε, μέχρι που αναγκάστηκα να το παραδεχτώ, γιατί δεν μπορούσα να κρύβομαι. Θεωρώ ότι η αλήθεια πάντα σε απελευθερώνει, το πιστεύω ακράδαντα, δεν έχεις να κρύψεις και να φοβηθείς τίποτα. Η μαμά μου άρχισε να ξυπνάει και να μη με βρίσκει στο κρεβάτι τα βράδια, βρήκε και τα λεφτά που είχα μαζέψει σε ένα ντουλάπι.
Ένα ξημέρωμα που μπήκα στο σπίτι τη βρήκα ξύπνια να με περιμένει, μου είπε "από αυτά τα βρόμικα λεφτά να μη δεις χαΐρι" και μου τα πέταξε στη μούρη. Πιστεύω ότι δεν τα πήγα ποτέ καλά με τα λεφτά από αυτά της τα λόγια. Αλλά ποτέ δεν είχα όνειρο να κάνω μασουράκια, ό,τι όνειρο είχα πραγματοποιήθηκε».
Θα μπορούσα να έχω ξεκινήσει έτσι το κείμενο γι’ αυτήν, αλλά πραγματικά όλα έχουν ξαναγραφτεί για εκείνη, η πορεία της είναι γνωστή και όποτε αναφέρεται εκείνο το παρελθόν της στην κουβέντα το προσπερνάει γρήγορα.
Είναι 1993 όταν η Σοφία Λόρεν είναι η επίσημη καλεσμένη της επίδειξης του οίκου Capo d’ Opera που διοργανώνεται στο ξενοδοχείο Intercontinental. Αυτή είναι και η πρώτη φορά που η Τζένη Χειλουδάκη περπατάει σε πασαρέλα. Η παρθενική της αυτή εμφάνιση στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία. Αμέσως μετά ο σχεδιαστής Βασίλειος Κωστέτσος θα της προτείνει να περπατήσει μαζί με τα τότε μεγάλα ονόματα των ντεφιλέ, Κλόντια Σίφερ και Μάρκους Σένκενμπεργκ. Δέχτηκε και από κει κι έπειτα δούλεψε πολύ μαζί του.
Έφυγε για τη Ρώμη και το Μιλάνο για να δουλέψει για οίκους όπως οι Fendi, Gianfranco Ferré, Missoni και Kenzo. «Σκατά καριέρα έκανα, τη λέξη "καριέρα" τη χρησιμοποιείς για μοντέλα σαν την Κουντουρά και την Κουλιανού», θα μου πει για όλα αυτά.
Τα μεγάλα αντρικά περιοδικά της εποχής την έχουν ανακαλύψει ήδη, η Σεμίνα Διγενή τη βγάζει στην εκπομπή της «Made in Greece» το 1994. Τότε την είχε ρωτήσει αν υπάρχει κάτι που τη φοβίζει για το μέλλον. «Τα γηρατειά. Περισσότερο με τρομάζει η εμφάνισή μου, τίποτε άλλο. Τότε οι φίλοι μου ελπίζω ότι θα είναι μαζί μου ακόμα και ό,τι περνάμε τώρα θα το περνάμε και τότε, θα μαζευόμαστε για τσαγάκι, για χαρτάκι στο σπίτι, θα βλέπουμε κασετούλες, θα βλέπουμε τα books μας και θα λέμε πώς ήμασταν τότε και πώς είμαστε τώρα, θα είναι όμορφα και τότε. Ίσως το άσχημο είναι που θα κοιτιέμαι στον καθρέφτη και θα λέω "μωρέ, όλη αυτή η ομορφιά πού χάθηκε, όλη αυτή η γλύκα". Αλλά, that’s life».
Αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει καν το γυμνάσιο, μου κάνει εντύπωση ο τρόπος που χρησιμοποιεί τον λόγο. «Ήμουν ομορφούλα, αλλά μπορούσα να αρθρώσω και δυο λέξεις», θα μου πει δύο φορές κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας. «Διάβαζα πολύ, με βοήθησαν και οι επαφές μου. Για ένα από τα πράγματα που μου βγάζω σήμερα το καπέλο είναι ότι είχα αντίληψη, δεν ήθελα τα μπουζούκια, ήθελα άλλο κύκλο, να ξέρει αυτός που μιλάω ποιος είναι ο Μπαλζάκ. Ρουφούσα πράγματα από τον περίγυρό μου, με βοήθησε όμως και η οικογένειά μου.
Τα πρώτα μου παιδικά ακούσματα ήταν η Αρλέτα και τα "Νέγρικα" του Λοΐζου, θυμάμαι είχε η αδελφή μου ένα πικάπ και πήγαινα και κλεινόμουν κάθε μέρα στο σαλονάκι και τραγουδούσα τον "Γέρο νεγρο-Τζιμ". Όλα αυτά κάτι μου έδωσαν, όπως και οι δυο μου αδελφές που σπούδασαν, η Μπάρμπαρα Στράιζαντ, όταν την ανακάλυψα, που είναι για μένα η απόλυτη.
Ένα από τα πρώτα μου δώρα όταν ήμουν παιδί ήταν Το καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη. Το διάβασα πρόσφατα πάλι, με τελείως άλλη ματιά, και έπιασα αμέσως μετά τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου».