17.7.2015 | 14:24
«Η μέρα που θα είσαι χαρούμενος»
«...και θα έρθει η στιγμή που θα περπατάς σε ένα καφέ λιβάδι, γεμάτο ξερά ψηλά στάχυα και θα κάνει ζέστη και θα είσαι χαρούμενος και θα είσαι ήρεμος. Το μόνο που θα σε νοιάζει θα είναι ο ορίζοντας. Και θα ξαπλώσεις με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και το μόνο που θα ακούς θα είναι το θρόισμα από το αεράκι. Και θα χαμογελάς κοιτώντας τον ουρανό και ένα λευκό σύννεφο. Θα κλείσεις τα μάτια και θα είσαι χαρούμενος. Δεν θα σκεφτείς τίποτα, θα νοιώθεις. Θα νιώθεις τον αέρα, τον ήλιο και τα ξερά στάχυα που χαϊδεύουν το σώμα. Που περνάν τα ρούχα και σε τρυπάνε. Αλλά θα είναι ωραία. Θα μείνεις εκεί ώρες και όταν σηκωθείς θα βγάλεις την μπλούζα, θα την αφήσεις πίσω ενώ περπατάς. Θα κόψεις ένα στάχυ. Θα το βάλεις στο στόμα και θα συνεχίσεις να περπατάς. Κι όπως περπατάς θα ακούς θάλασσα. Και θα βρεθείς στον γκρεμό να την κοιτάς. Να βλέπεις τον ορίζοντα. Αχ αυτός ο ορίζοντας. Και το αεράκι θα συνεχίζει να φυσά. Τα στάχυα θα είναι πίσω σου και θα ακούς το θρόισμα τους. Και θα βρεις το μονοπάτι για να πας εκεί, στη θάλασσα. Θα πετάξεις ότι φοράς, θα μείνεις γυμνός και χαρούμενος. Θα περπατάς αργά, σταθερά. Το μονοπάτι είναι κατηφορικό αλλά πας αργά. Θα ανοίξεις τα χέρια και θα περπατάς με μάτια κλειστά. Θα είσαι ήρεμος και χαρούμενος. Κι όταν τ ανοίξεις θα δεις ξανά τη θάλασσα. Θα κάτσεις στην άμμο και θα βλέπεις τον ορίζοντα. Θα είσαι χαρούμενος και θα ανοίξεις το στόμα σου διάπλατα. Θα πονέσουν τα χείλη σου. Θα φουσκώσεις τα πνευμόνια σου αργά και σταθερά. Και θα κλείσεις τα μάτια σου σφιχτά. Και θα βγάλεις την πιο δυνατή κραυγή που έβγαλες ποτέ. Και θα κλάψεις δυνατά, ώρα πολύ. Δεν θα ακούς τίποτα. Μόνο το λυγμό και την κραυγή που ανεβαίνει τον γκρεμό, που περνά τα στάχυα και χάνεται στον ορίζοντα. Μετά θα σηκωθείς και θα είσαι ήρεμος. Αχ αυτός ο ορίζοντας. Θα νοιώθεις χαρούμενος, θα τινάξεις απαλά την άμμο από πάνω σου και θα την ακούς που γδέρνει απαλά το δέρμα σου. Θα περάσουν δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες. Και θ αποκοιμηθείς. Στη σκιά ενός ψηλού κέδρου. Και θα δεις όνειρο, ότι είσαι ψηλά και πετάς και πας πίσω. Και πιάνεις το σύννεφο το λευκό στον ουρανό. Και πας πίσω. Και βλέπεις τα καφέ στάχυα από ψηλά και την μπλούζα που έχει μπλεχτεί ανάμεσα τους. Και συνεχίζεις να πετάς και πας πίσω, αλλά ξυπνάς. Ξυπνάς και σε τυφλώνει ο ήλιος. Και δεν θυμάσαι τίποτα, αλλά είσαι χαρούμενος.Tesla32».