Κάπου σε κάποιο ρεπορτάζ άκουσα πώς σε λένε Αϊσέ. Δεν ξέρω καν αν είναι αλήθεια. Αλλά ακόμη κι αν δεν είναι, εσύ είσαι αλήθεια. Σε αντίκρυσα να «λούζεσαι» στον στον λασπωμένο Γουαδαλκιβίρ της ανθρωπότητας. Στον παγωμένο Γουαδαλκιβίρ της συνοριακής μας ανθρώπινης απανθρωπιάς. Και πιο πολύ από όλα αυτό που πρέπει να μας «καίει» είναι ότι τούτη η απανθρωπιά είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη, των ανθρώπων.
Αϊσέ μου, έπιασα σήμερα τον εαυτό μου να ονειρεύεται. Οι χειμώνες στην βόρρεια Ευρώπη, ξέρεις, περνάνε ευκολότερα αν τύχει και ονειρευτείς, όπως, φαντάζομαι, κι οι νύχτες στην Ανατολή. Έτρεχα λέει ορμητικά, μέσα σ’ένα ατελείωτο λιβάδι με λεβάντες, «κυλούσα», κάλπαζα αχόρταγα για να σε φτάσω. Έτρεχα, και στο πέρασμά μου μάζευα μωβ λουλούδια να σε τυλίξω καθώς θα σ’έβρισκα. Ήθελα να προλάβω πριν το μπάνιο σου τελειώσει. Μα ατελείωτα τα μπλαβιά κύματά τους, Αϊσέ μου, κι εγώ καταμεσή να τα «σχίζω» με την ορμή και την απελπισιά που μου δινε η γνώση πως το λιβάδι αυτό δεν θα τέλειωνε ποτέ. Ίσως να τέλειωνε κάπου, αλλά σίγουρα δεν θα τέλειωνε ποτέ.
Κι έτσι, δεν πρόλαβα να φτάσω σε σένα, να σε ζεστάνω, να σ’αγκαλιάσω, να σ’ανασάνω -να σε γλιτώσω.
Αϊσέ μου, έπιασα τον εαυτό μου σήμερα να θέλει να ζήσει. Να επιζητά αυτό το σπρώξιμο στην πλάτη που σε πετάει από την θάλασσα στην «θάλασσα» της στεριάς, στην «θάλασσα» της ζωής, καλή μου Αϊσέ. Την πρώτη θάλασσα την διάβηκες, την δεύτερη την ζεις. Την ζούμε. Κι είναι απείρως σκληρότερη αυτή «θάλασσα» η στεριανή, χωρίζει τους ανθρώπους περισσότερο υπνωτίζοντάς τους με την ψευδαίσθηση πώς στις στεριές μπορούν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν ο ένας πλάι στον άλλον. Τί ψέμα, Αϊσέ. Τί πλάνη.
Έπιασα τον εαυτό μου σήμερα να κάνει μια σκέψη λυτρωτικά φριχτή: πως τελικά είναι μοιραίο τους ανθρώπους να τους ενώνουν πιο πολύ από το κάθετί αυτά που τους χωρίζουν. Ήταν φριχτή μα ήταν και λυτρωτική γιατί τώρα που μπόρεσα να το παραδεχθώ, μπορώ και να τ’αλλάξω.
Αναδυομένη μου Αϊσέ, έπιασα τον εαυτό μου σήμερα να θέλει να ζήσεις πιό πολύ απ’ότι να επιζήσεις...πιο πολύ από κάθετι άλλο στον κόσμο. Αυτό είναι το Όνειρο, να χαμογελάς λες και δεν έχεις περιμένει ποτέ τα όμορφα να σε βρουν. Αλλά τί λέω; Αυτό είναι η ζωή, Αϊσέ.Κι εσύ το ξέρεις πρώτη από όλους μας.
Μην φοβηθείς τίποτα, και προπάντων, μην λογαριάσεις τις στεριές των ανθρώπων.
Μόνο, πού και πού, την θάλασσα...και την Μοίρα.
σχόλια